Ο Αντώνης Καλογιάννης που μας άφησε χθες, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Σεμνός σαν την καταγωγή του, γλυκός σαν τη φωνή του. Η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα, απ’ αυτά που μόνο η ταραγμένη ιστορία του τόπου και της αριστεράς μπορούσε να γράψει. Από φτωχός τσαγκάρης, ο Καλογιάννης θα βρεθεί ξαφνικά, χάρις στο μαγικό ραβδί  της τύχης -και της ιστορίας- να μεσουρανεί  στην ελληνική αλλά και τη διεθνή σκηνή.

Ads

Στο διαμέρισμά του στην Καισαριανή, την οποία αγάπησε βαθιά και ποτέ δεν πρόδωσε, μου είχε διηγηθεί σε συνέχειες τη ζωή του, για τις ανάγκες μιας σειράς ντοκιμαντέρ («Η άγνωστή αντίσταση κατά της χούντας») και του βιβλίου μου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση». Μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω το μικρό απόσπασμα που ακολουθεί, από τη μεγάλη περιπέτεια. Όλα ξεκίνησαν όταν το 1966  ο Γιάννης Πουλόπουλος, μετά από πιέσεις της Ασφάλειας , αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην πάρει μέρος στην περιοδεία του Μίκη Θεοδωράκη στη Σοβιετική Ένωση:

«Η Καισαριανή, όπως οι περισσότερες ανατολικές συνοικίες, ήταν μια συνοικία από εργάτες, πρόσφυγες. Υπέροχοι άνθρωποι και σαφώς δημοκρατικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ ανδρώθηκε ένα έντονο αντιφασιστικό κίνημα. Αποτέλεσμα ήταν να εκτελεστούν παιδιά, τα καλύτερα παιδιά της γειτονιάς και η σκιά του Σκοπευτηρίου να βαραίνει πάνω μας. Αυτή είναι η Καισαριανή. Φτωχομάνα, συνοικία, με έντιμους ανθρώπους.

Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμα πώς βρέθηκα εγώ στον χώρο του τραγουδιού. Δεν είχα εγώ καμία σχέση με όλα αυτά. Εμείς είχαμε την παρέα μας, έφηβοι, γκομενιάρηδες. Γυρνούσαμε τα Σάββατα σε καμιά ταβερνούλα, εδώ στη Καισαριανή ή στο Παγκράτι.

Ads

Πηγαίναμε πέντε-έξι αγόρια τότε αλλά δεν είχαμε λεφτά. Όμως, πονηρά φερόμενοι, δεν λέγαμε «δε θα πάρουμε φαγητό» αλλά λέγαμε ότι «θ’ αρχίσουμε με κρασάκι και κανένα φρουτάκι. Και μετά με τις κιθάρες θα κάνουμε τον κόσμο να τραγουδήσει μαζί μας». Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι μετά το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο τραγούδι, ερχόντουσαν οι μεζέδες δωρεάν. «Κέρασε τα παιδιά».

Ώσπου λοιπόν στην ορχήστρα αυτή – ποια ορχήστρα δηλαδή; – ήρθε και προσετέθη άλλος ένας, ο οποίος δε τραγουδούσε, μόνο έβριζε. Αυτός ήταν ο Κώστας Βάρναλης. Κι όταν λέγαμε τους «Μοιραίους», μας διόρθωνε τις λέξεις, μας έκοβε, εάν έκανα εγώ κανένα λάθος, «Μεσ’ την υπόγεια την ταβέρνα, μεσ’ τους καπνούς και ..», μου λέει, «Δεν είναι ‘στους καπνούς’. Είναι μεσ’ σε καπνούς». Ή όταν έλεγα «και κάποιος φτυούσε καταγής», σταμάταγε. «Δεν είναι έτσι, έτσι πέστα». .

Εγώ εργαζόμουν σ’ ένα υπόγειο εργοστάσιο υποδημάτων, στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Καθόμασταν στον πάγκο που δουλεύαμε, και ήμασταν από τραγούδι σε τραγούδι. Περνούσε, λοιπόν, μια μέρα πάνω απ’ το υπόγειο ο Μίκης, κατέβηκε και μας άκουσε που τραγουδούσαμε. «Ποιος τραγουδάει;» «Αυτός».

Μου λέει, «Άκου να σου πω, εμείς φεύγουμε για τη Σοβιετική Ένωση, με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πουλόπουλο, για τριάντα συναυλίες, την άλλη βδομάδα. Όταν γυρίσουμε, θέλω να βρεθούμε. Μ’ αρέσει έτσι όπως τραγουδάς, άτσαλα, θέλω να μου κάνεις τα ‘Γράμματα απ’ τη Γερμανία’, του Φώντα Λάδη». «Ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα» και όλα αυτά τα τραγούδια τότε. Εγώ του λέω, «εντάξει, δεν έχω καμία αντίρρηση». «Πού μένεις;», «Καισαριανή». «Πώς σε λένε;», «Αντώνη».

Δεν λέω «Καλογιάννης». Εγώ νόμιζα ότι ώσπου να γυρίσουν θα είχε ξεχαστεί η συνάντηση. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί, όπως κοιμόμουν εγώ -πέντε η ώρα ήταν… πολύ πρωί- ο Μίκης με τον Διδίλη (διευθυντής ορχήστρας του Θεοδωράκη-ΣΣ) είχαν βγει παγανιά, γιατί ο Γιάννης Πουλόπουλος -δεν ξέρω για ποιους λόγους- είχε αθετήσει την υπόσχεσή του ότι θα πάει στη Σοβιετική Ένωση και αυτοί έψαχναν μέσα στα μεσάνυχτα να βρουν τον Αντώνη τον τσαγκάρη απ’ τη Καισαριανή. Με βρήκαν τελικά. Πετάχτηκα πάνω να δω τι συμβαίνει. O Μίκης και ο Διδίλης στο σπίτι μου!

Μου λέει ραντεβού για πρόβα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Του λέω, «εγώ θέλω να πάω στο εργοστάσιο». «Ποιο εργοστάσιο;» λέει, «τι είναι αυτά που λες τώρα;» Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ήταν η ορχήστρα του Μίκη επάνω, – Διδίλης, Καρνέζης, Παπαδόπουλος, Παπαγγελίδης, Πέτσας – και ανέβαιναν διάφορα παιδιά και τραγουδούσαν. Εγώ κρύφτηκα, πίσω από μια κολόνα.

Κάποια στιγμή φωνάζει ο Μίκης, «Ο Αντώνης απ’ τη Καισαριανή ήρθε;». Ήταν περιττό να κρύβομαι και βγαίνω και λέω, «ήρθα». Ανεβαίνω επάνω στο πάλκο, τραγουδώ το πρώτο τραγούδι. «Ποια τραγούδια ξέρεις;», μου λέει. Εγώ τα ήξερα όλα. Όλα. Γιατί πήγαινα στις συναυλίες του Μίκη και είχα μάθει τα τραγούδια. Ήμουν θαυμαστής του μεγάλου Μπιθικώτση. Ανέβηκα επάνω. Είπα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Είπα την «Μπαλάντα του Αντρίκου». Ήταν τα δυο πρώτα μου τραγούδια που είπα μπροστά σε μικρόφωνο.

Ο Μίκης, λοιπόν, καθόταν στη μέση της αίθουσας, το πάλκο απέναντι, και άκουγε. Από εκεί και πέρα άρχισε, «ξέρεις κι αυτό, ξέρεις κι εκείνο;». Κάποια στιγμή, μετά το τρίτο, πέμπτο τραγούδι, φεύγει απ’ τη θέση του και έρχεται πιο μπροστά. Συνεχίζω εγώ. Μου λέει «Από τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξέρεις κάτι;» «Πώς δεν την ξέρω;». «Ξέρεις τη ‘Ρωμιοσύνη’; Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι, χασάπικο ή ζεϊμπέκικο κ.λπ.». «Το ξέρω», του λέω. Αρχίζω, λοιπόν, και τραγουδάω. Τότε, ο Μίκης φεύγει, ανεβαίνει επάνω στο πάλκο και αρχίζει πλέον να με διευθύνει.

Αφού τελειώσαμε, μου λέει, «διαβατήριο έχεις;», Λέω, «τι είναι αυτό το διαβατήριο;» Εμένα η διαδρομή μου ήταν Καισαριανή – Ομόνοια. Το πιο μακρύ ταξίδι μου αυτό ήταν. Άντε μέχρι τον Πειραιά, που πήγαινα παιδί για να βλέπω τα πλοία ή τους σταθμούς των τρένων.

Έτσι, λοιπόν τρέχουν να μου βγάλουν διαβατήριο και βρίσκομαι, το Νοέμβρη του 1966 σ’ ένα πλοίο, το «Αρμενία» και ταξιδεύω για την Οδησσό. Πρώτη μου εμφάνιση, στη σάλα Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Έτσι άρχισε. Δώσαμε τριάντα συναυλίες. Να σκεφθεί κανείς ότι στις αφίσες δεν υπήρχε το όνομα «Καλογιάννης». Υπήρχε το όνομα του Πουλόπουλου. Οι γκομενίτσες που έπαιρναν τηλέφωνο τον σταρ, με λέγανε «Giannis..», οι συντρόφισσες ας πούμε.

Όταν εγώ τραγούδησα την πρώτη μου συναυλία στη σάλα Τσαϊκόφσκι, μέσα στον κόσμο ήταν προσωπικότητες που τις έμαθα την άλλη μέρα, όπως ο Νοβικόφ(Στρατάρχης της ΕΣΣΔ-ΣΣ), ο Καμπαλέφσκι (μεγάλη μορφή της ρωσικής μουσικής-ΣΣ), ο δικός μας, ο θαυμάσιος μαέστρος Οδυσσέας Δημητριάδης.

Στο τέλος, ήρθε κάποιος στα καμαρίνια και μου ζητούσε αυτόγραφο. Ήταν ένας κοντούλης, σαν παντοπώλης στην εμφάνιση, ωραιότατος, μάλιστα φορούσε και γραβάτα και του πεταγόταν το κολάρο. Κι ενώ ετοιμάζομαι να του υπογράψω ένα αυτόγραφο πάνω στο πρόγραμμα, ακούω μια φωνή, «Ιερόσυλε τσαγκάρη, σε ποιον πας να υπογράψεις;» Μου φώναζε ο Διδίλης.

Εκείνος στον οποίο πήγαινα να υπογράψω εγώ ήταν ο Χατσατουριάν. Είχα άγνοια. Πού να τον ξέρω εγώ; (Αράμ Ιλίτς Χατσατουριάν, από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Σοβιετικής Ένωσης-ΣΣ) Αυτό έλεγε και ο Μίκης, «Μας έσωσε η άγνοιά σου». Μιλούσε δε και λίγα ελληνικά, κι έχω ένα δώρο απ’ αυτόν, ένα δίσκο του, τον «Χορό των σπαθιών», με αφιέρωση επάνω, σε παρτιτούρα. Αυτά τα κειμήλια αγάπησα, αυτές είναι οι καταθέσεις μου στις τράπεζες. Βιβλία με υπογραφές… »

Αλλά υπάρχουν και άλλες περιπέτειες που δεν χωράνε σήμερα. Τις αφήνω για αύριο.