Σε μια χρονική συγκυρία που ο ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος ψάχνει τρόπους για να επιτύχει τους στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης, κάποιοι τριτοκοσμικοί νεοφιλελεύθεροι ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιμένουν στην παλιά και αποτυχημένη συνταγή της μεγέθυνσης του πλούτου υπέρ των συμφερόντων μιας μικρής οικονομικής ελίτ.

Ads

Η απόσταση μεταξύ Μεγέθυνσης (Growth) και Ανάπτυξης (Development) είναι μεγάλη.

Η Μεγέθυνση αναφέρεται αποκλειστικά σε ποσοτικά μεγέθη και αντιστοιχεί σε αύξηση του πλούτου.

Σε αντίθεση με την Ανάπτυξη, η οποία εκτός από οικονομικό έχει και κοινωνικό αποτύπωμα.

Ads

Καθώς εκτός από την παραγωγή πλούτου, η Ανάπτυξη επιδιώκει να εξασφαλίσει και τον στόχο της κοινωνικής ευημερίας.

Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, η επικράτηση των αρχών της Βιώσιμης Ανάπτυξης ως του μόνου δρόμου που εξασφαλίζει την επιβίωση του πλανήτη, πλούτισε τον ορισμό της Ανάπτυξης με την επίτευξη και του στόχου της περιβαλλοντικής προστασίας και ακεραιότητας.

Η συγκέντρωση πλούτου από μόνη της δεν εξασφαλίζει την επίτευξη του στόχου της Βιώσιμης Ανάπτυξης, αν δεν συνοδεύεται συγχρόνως και από την επίτευξη των στόχων της Κοινωνικής Ευημερίας και της Περιβαλλοντικής Προστασίας και Ακεραιότητας.

Μια Οικονομία συνεπώς που μεγεθύνεται οικονομικά αυξάνοντας τον πλούτο, αλλά που συγχρόνως δεν παρέχει ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών σε ποιοτική Εκπαίδευση και σε αποτελεσματικά Συστήματα Υγείας, Κοινωνικής Πρόνοιας και Ασφάλισης, ούτε εξασφαλίζει θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς αμοιβές για όλους, απέχει μακράν από την επίτευξη του στόχου της Ανάπτυξης.

Κι ακόμη περισσότερο, μια Οικονομία που μεγεθύνεται μεν, παράγοντας νέο πλούτο, αλλά που αυτός ο πλούτος δεν επενδύεται στην ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στα περιβαλλοντικά και στα ενεργειακά αγαθά, ούτε και στην προστασία του φυσικού πλούτου και των σπάνιων οικοσυστημάτων, αφήνοντάς τα στο έλεος αφενός της εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος και αφετέρου των φυσικών καταστροφών, βρίσκεται μακριά από τον στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Η Ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη, για να αντέχει δηλαδή στον χρόνο και να έχει διάρκεια, πρέπει να εξασφαλίζει την ικανοποίηση μιας σειράς από κοινωνικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις.

Ένα κράτος που ιδιωτικοποιεί το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, το δημόσιο σύστημα υγείας, τη δημόσια ασφάλιση και την κοινωνική προστασία, καθώς και τους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, μπορεί να αυξάνει φαινομενικά τον πλούτο του, αλλά χάνει το στοίχημα μιας Ανάπτυξης που παρέχει στους πολίτες το αγαθό της κοινωνικής ευημερίας.

Η ΔΕΗ, για παράδειγμα, μπορεί να έγινε πλουσιότερη μετά την ιδιωτικοποίησή της, λόγω της κερδοσκοπικής δραστηριότητας που ανέπτυξε έντονα αντί να ελέγχει την ενεργειακή αγορά, όπως ήταν ο ρόλος της, αλλά τα κέρδη της κατευθύνθηκαν στα γαλάζια golden boys που την διοικούν και δεν διαχύθηκαν στην κοινωνία, η οποία πλήττεται από την ακρίβεια στις τιμές του ρεύματος.

Κι ακόμη περισσότερο, ένα κράτος που ιδιωτικοποιεί τη δημόσια γη, τα φυσικά αγαθά και τους φυσικούς πόρους και ξεπουλά τα σπάνια οικοσυστήματα, μπορεί προσωρινά να καταγράφει αύξηση κερδών αλλά μακροπρόθεσμα, χάνει το στοίχημα μιας Ανάπτυξης με διάρκεια. Γιατί όπως είναι πλέον γνωστό, δύσκολα να βρεθεί οικονομική δραστηριότητα που να μη στηρίζεται στο Περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, όπως το έδαφος, το νερό, η ατμόσφαιρα, τα δάση, η θάλασσα, τα ορυκτά και ο ενεργειακός πλούτος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι:

«Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα γιατί έχει πλούσιους ανθρώπους»

Μόνο που παρέλειψε να συμπληρώσει τα ονόματα και τις διευθύνσεις αυτής της ολιγαρχίας των ελάχιστων πλούσιων ανθρώπων στη χώρα μας.

Γιατί αν η Ελλάδα είχε καταφέρει να κάνει πλούσιους τους περισσότερους κατοίκους της, τότε πράγματι, ο Μητσοτάκης θα είχε δίκιο.

Αλλά μια χώρα που, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 28,3% των κατοίκων της απειλούνται από το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, δεν δικαιολογεί τον τίτλο της πλούσιας και αναπτυγμένης.

Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της Credit Swiss για τις ανισότητες άλλωστε, ενώ παγκοσμίως το 1% του πληθυσμού κατέχει το 48% του παγκόσμιου πλούτου, στην Ελλάδα η ολιγαρχία που αντιστοιχεί στο προνομιούχο 1% των κατοίκων, κατέχει το 56% του πλούτου της.

Η ύπαρξη μεγάλου πλούτου στα χέρια ελάχιστων Ελλήνων αφενός και η εκτεταμένη απειλή της φτώχειας και του αποκλεισμού αφετέρου, είναι η απόδειξη ότι στη χώρα μας μπορεί να υπάρχει μεγέθυνση του πλούτου, αλλά δεν υπάρχει Ανάπτυξη. Αφού ο πλούτος δεν κατανέμεται δίκαια και δεν εξασφαλίζει την επίτευξη κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου συνήθιζε να παρουσιάζει την Ελλάδα των μεγάλων ανισοτήτων με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον του Μητσοτάκη.

«Η Ελλάδα δεν είναι φτωχή χώρα», έλεγε. «Οι Έλληνες είναι φτωχοί».

Για να υπάρχουν σε μια μικρή χώρα πλούσιοι άνθρωποι, σημαίνει ότι η χώρα έχει πλούτο. Για να ζουν όμως σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα τόσοι πολλοί φτωχοί και τόσο λίγοι πλούσιοι, σημαίνει ότι στη χώρα κυβερνά η αδικία.
Αυτό συμβαίνει όταν η κυβέρνηση μιας χώρας κατανέμει άνισα και άδικα τον παραγόμενο πλούτο.

Αυτό συμβαίνει όταν η κυβέρνηση μιλά γενικόλογα για Ανάπτυξη, αλλά στην πραγματικότητα εργάζεται για τη Μεγέθυνση του πλούτου μιας μικρής οικονομικής ελίτ.

Αυτό συμβαίνει όταν τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιοι οργανισμοί ιδιωτικοποιούνται προς όφελος μιας ολιγαρχίας.

Αυτό συμβαίνει όταν η δημόσια εκπαίδευση ιδιωτικοποιείται και τα οφέλη των πολλών από τις σπουδές, γίνονται κέρδη για λίγους από τα δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων και πανεπιστημίων.

Αυτό συμβαίνει όταν η δημόσια υγεία ιδιωτικοποιείται, όπως στις μέρες μας και τα οφέλη των φτωχών ανθρώπων που έβρισκαν φροντίδα και περίθαλψη στο δημόσιο σύστημα υγείας, γίνονται τώρα κέρδη για λίγους από την επιβολή νοσηλίων στα νοσοκομεία και από τη δυνατότητα των νοσοκομειακών γιατρών να ασκούν και ιδιωτικό έργο.

Αυτό συμβαίνει όταν η φύση, τα σπάνια οικοσυστήματα και το Περιβάλλον ιδιωτικοποιούνται, με αποτέλεσμα τα οφέλη από την αξιοποίησή τους να μην τα απολαμβάνουν οι πολλοί, αλλά να τα καρπώνονται οι λίγοι που τα κατέχουν.

Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιεί τον στόχο μιας μεγάλης αναδιανομής πλούτου σε λάθος κατεύθυνση. Καθώς η αναδιανομή γίνεται από τους πολλούς και φτωχούς, στους λίγους και πλούσιους. Μια αναδιανομή που κάνει τους φτωχούς πολύ φτωχότερους και τους πλούσιους πολύ πλουσιότερους.

Η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων αγαθών και της κατάργησης των κρατικών ελέγχων στις αγορές, περιγράφεται όχι σαν Ανάπτυξη της Οικονομίας, αλλά σαν Μεγέθυνση του Πλούτου μιας μικρής ολιγαρχίας.

Η διαχείριση της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για όλα αυτά.

Ενώ η πανδημία έδωσε την ευκαιρία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να επενδύσουν περισσότερο στα δημόσια συστήματα υγείας τους, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε, χρησιμοποιώντας από αντιεπιστημονικά επιχειρήματα μέχρι και ασύστολα ψεύδη, όπως για παράδειγμα ότι δεν υπάρχει μελέτη που να συνδέει τη θνητότητα με την απουσία ΜΕΘ, να επενδύσει γενναία στο ΕΣΥ. Με αποτέλεσμα να κατέχουμε σήμερα τη θλιβερή πρωτιά, να είμαστε μια από τις χώρες με τους περισσότερους θανάτους από την πανδημία.

Χιλιάδες άδικοι θάνατοι στον βωμό του στόχου της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, που τώρα υλοποιείται.

Αλλά και στην ενεργειακή κρίση, όταν ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Μακρόν αναγκάστηκε να εθνικοποιήσει τη Γαλλική ΔΕΗ, δίνοντας τη δυνατότητα σε έναν κρατικό οργανισμό να ελέγχει την ενεργειακή αγορά προς όφελος των καταναλωτών, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντική μείωση των τιμών του ρεύματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ιδιωτικοποίησε τη ΔΕΗ, διαδίδοντας μάλιστα ψευδώς ότι η ενεργειακή αγορά θα αυτορυθμιστεί.

Η απουσία ελέγχων και ρύθμισης των αγορών αντίθετα, επέτρεψε στους κερδοσκόπους να ανεβάσουν τις τιμές στα ύψη, πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Κι αφού οι τιμές άγγιξαν τον ουρανό, η κυβέρνηση επιδότησε με δημόσιο χρήμα τους κερδοσκόπους. Με τις επιδοτήσεις να καταλήγουν τελικά στα ταμεία των ολιγοπωλίων της ενέργειας.

Η Ελλάδα για να μπει σε τροχιά Ανάπτυξης, για να μπει δηλαδή σε μια τροχιά η οποία εκτός από τη μεγέθυνση του πλούτου θα εξασφαλίζει και την κοινωνική ευημερία και την περιβαλλοντική ακεραιότητα, πρέπει να αλλάξει πολιτική.

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του κ. Μητσοτάκη είναι καταστροφικό για την Ελλάδα, για την Ανάπτυξη και για τους πολλούς. Καθώς τους μόνους που ευνοεί είναι μια μικρή οικονομική ολιγαρχία.

Η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη πολιτική Αλλαγή σε προοδευτική κατεύθυνση. Μια Αλλαγή δηλαδή προς τα μπροστά, που θα πάψει να υπηρετεί το χτες, όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Μια Αλλαγή που θα υλοποιήσει το σχέδιο μιας γενναίας παραγωγικής ανασυγκρότησης με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και θα ανοίξει τον δρόμο για μια αυτοδύναμη, αυτοτροφοδοτούμενη και δίκαιη ανάπτυξη με έντονο κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα.