Σοροί που κείτονται καταμεσής δρόμων, απανθρακωμένα πτώματα, άλλα διαμελισμένα, άνθρωποι ζωντανοί «νεκροί» σε απόγνωση, μνημεία, νοσοκομεία,  ιεροί χώροι γκρεμισμένοι, νοικοκυριά που έχουν παραδοθεί στις φλόγες, οχήματα που έχουν μετατραπεί σε άμορφες μάζες, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα ισοπεδωμένα, πόλεις και χωριά βομβαρδισμένα,  εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σε φυγή.

Ads

Αυτός είναι ο πόλεμος για όποιον τον έχει ζήσει. Η απόλυτη βαρβαρότητα. Κι ας έρθει κάποιος να το διαψεύσει. Το μόνο που δεν μπορείς να μεταδώσεις είναι η μυρωδιά του θανάτου, όπως συχνά λένε πολεμικοί ανταποκριτές. Και το μόνο που μετρά είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Μια «ανάγκη» που ενδέχεται να οδηγήσει σε πράξεις ηρωϊσμού, αυτοθυσίας, αυταπάρνησης, αλλά και να προκαλέσει -εάν δεν είναι κάποιος πληρωμένος φονιάς και τέτοια «μπουμπούκια» ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε καιρό πολέμου- πράξεις αντεκδίκησης από επιτιθέμενους και αμυνόμενους σ΄ ένα κουβάρι που κάθε κόμπος του δύσκολα ξεμπλέκεται.

Διότι ο κάθε κόμπος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση και όπως μου είχε πει στον πόλεμο της Βοσνίας ένας σερβοβόσνιος διοικητής, που είχε χάσει την οικογένειά του από Κροάτες, «δεν με νοιάζει η ειρήνη. Θα τους σφάξω όλους για αυτό που μου ΄καναν». Τα ίδια βεβαίως λόγια για τους ίδιους λόγους άκουσα αργότερα και από ένοπλους Κροάτες και Βόσνιους Μουσουλμάνους. Και το μίσος τριάντα χρόνια μετά παραμένει παρά την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους που δίνει ίσα δικαιώματα σε όλους.

Πέραν τούτου, η ιστορία των λαών, ακόμη και η σύγχρονη, δείχνει ότι πράξεις που θεωρούνται εγκλήματα πολέμου από τη μια πλευρά, από την αντίπαλη χαρακτηρίζονται ενέργειες απελευθέρωσης ή δικαιολογημένες πράξεις άμυνας, εφόσον οι ένοπλοι κρύβονται, όπως ισχυρίζονται οι δράστες, ή/και καλύπτονται από αμάχους.

Ads

Κι ας ορίζει το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο εδώ και ένα αιώνα τι είναι έγκλημα πολέμου. Κι ας λέει η κοινή λογική ότι οι απώλειες αμάχων σε κάθε περίπτωση είναι έγκλημα πολέμου. Δεκάδες είναι τα περιστατικά που έχουν αποκαλυφθεί συνήθως εκ των υστέρων, ακόμη περισσότερες οι διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων που έχουν καταθέσει για ωμότητες σε βάρος αμάχων.

Τι συμβαίνει τώρα

Κι όμως η αίσθηση που έχω είναι ότι στον πόλεμο στην Ουκρανία, χάρη στα social media, οι ιδιοκτήτες των οποίων επέτρεψαν εν μέρει τη δημοσιοποίηση «σκληρών εικόνων» που παραπέμπουν σε εγκλήματα πολέμου, ένα μεγάλο τμήμα της δυτικής κοινής γνώμης που στο παρελθόν είχε παρακολουθήσει στις τηλεοπτικές οθόνες τόσες πολλές ένοπλες συρράξεις, από τον πόλεμο του Κόλπου και στα Βαλκάνια μέχρι τους πολέμους σε  Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη και Συρία, αντιλαμβάνεται για πρώτη ίσως φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό ποιες είναι οι συνέπειες μιας ένοπλης σύγκρουσης. Για πρώτη ίσως φορά δεν βλέπει αποστειρωμένες εικόνες πολέμου, αλλά μαζικές δολοφονίες αμάχων. Ακόμη και τα παραδοσιακά Μέσα προβάλλουν ανάλογες σκηνές φρίκης, θαμπές στα επίμαχα σημεία, και κάνουν διαρκώς λόγο για εγκλήματα πολέμου.

Με εξαίρεση την κοινή γνώμη σε φίλα προσκείμενες προς τη Ρωσία χώρες, ολόκληρος ο κόσμος, κυρίως Ευρωπαίοι και Αμερικανοί,  βλέπουν ποιο είναι το πραγματικό, το στυγερό πρόσωπο του πολέμου. Η κάλυψη του πολέμου στην Ουκρανία σε αντίθεση με προηγούμενες ένοπλες συρράξεις δεν χαρακτηρίζεται τόσο από το θέαμα, από μακρινά πλάνα βομβαρδισμών σε αστικά κέντρα και εκρήξεις-λάμψεις μέσα στη νύχτα όσο από την ενημέρωση για τις συνέπειές του, από τους θανάτους αμάχων μέχρι τα ατέλειωτα καραβάνια προσφύγων και την ισοπέδωση πόλεων.

Για αυτό η Ευρώπη εύλογα ανησυχεί, οργίζεται και καταδικάζει τον κύριο υπαίτιο, τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που προκάλεσε αυτό το μακελειό. Δεν έχουμε ογκώδεις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του πολέμου, όπως το 2003 λίγες εβδομάδες πριν τον πόλεμο κατά του Ιράκ, αλλά οι ανησυχίες και η απόλυτη καταδίκη της ρωσικής εισβολής καταγράφεται σε σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες από τις πλέον απομακρυσμένες έως τις εγγύτερες προς την Ουκρανία.

Από την άλλη, ωστόσο, οι απλοί άνθρωποι δεν διερωτώνται ποιον και τι εξυπηρετεί αυτή η έμφαση, η αιφνιδιαστική ευαισθησία πολιτικών ηγεσιών και ΜΜΕ στη Δύση για τα δεινά του ουκρανικού λαού. Η στάση αυτή κυβερνήσεων και Μέσων οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι ο πόλεμος διεξάγεται «στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου» όπως λέγεται, και συνεπώς στην εγγύτητα προς την εστία κρίσης;

Είναι απλώς μια ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Ουκρανούς και καταδίκης του μεγαλοϊδεατισμού που χαρακτηρίζει τον ρώσο πρόεδρο και απειλεί την διεθνή ασφάλεια; Είναι απόρροια της κοινής κουλτούρας και θρησκείας ή/και των επιπτώσεων που έχει η ρωσική εισβολή και η ενεργειακή κρίση στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων;

Ή μήπως συντρέχουν κυρίως άλλοι λόγοι (αμφισβήτηση της αμερικανικής κυριαρχίας από αναθεωρητές ηγέτες, επικράτηση των σκληροπυρηνικών στο Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, ανακατανομή των σφαιρών επιρροής στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη, οικονομικός και ενεργειακός πόλεμος, κλπ.), που οδήγησαν τον Τζο Μπάιντεν, τον Όλαφ Σολτς και τους περισσότερους ευρωπαίους ηγέτες, με εξαίρεση τον Εμανουέλ Μακρόν, να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια εξεύρεσης μιας λύσης για κατάπαυση των εχθροπραξιών δια της διπλωματικής οδού; Και να κατηγορούν όπου βρεθούν και όπου σταθούν, ιδίως ο αμερικανός πρόεδρος, τον Βλαντιμίρ Πούτιν για εγκλήματα πολέμου.

Από τη σιωπή και τις σκηνοθεσίες στην υπέρμετρη προβολή

Ανεξαρτήτως από την απάντηση που δίνει ο καθένας, το βέβαιο είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν είναι αριθμοί και στατιστικές για θανάτους αμάχων. Δεν είναι «παράπλευρες απώλειες» όπως χαρακτηρίζονταν από κυβερνητικούς αξιωματούχους σε ένοπλες συρράξεις μόλις πριν λίγα χρόνια. Τα εγκλήματα πολέμου, τα οποία ως νομικός όρος θεσπίστηκε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στο τέλος του Α΄ Π.Π. και εφαρμόστηκε μετά τον Β΄ Π.Π., είναι ειδεχθείς πράξεις σε βάρος αθώων ανθρώπων, όπως αυτοί και αυτές που κείτονται νεκροί στους δρόμους της Μαριούπολης, στη Μπούτσα, στο Ιρπίν, στο Χάρκοβο, στη Ντιμέρκα. Και τα οποία, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, τελούνται σε κάθε πόλεμο για να κάμψουν το ηθικό του αντίπαλου, όπως σημείωνα στις αρχές αυτού του πολέμου, με πρώτο δάσκαλο τον κινέζο φιλόσοφο και στρατηγό Σουν Τσου τον 5ο π.Χ. αιώνα.

Μόνον που αυτές οι σκηνές της ανείπωτης βίας, αυτά τα εγκλήματα πολέμου, οι εκατόμβες αμάχων στο παρελθόν συνήθως δεν συγκέντρωναν το ενδιαφέρον διεθνών τηλεοπτικών δικτύων στη Δύση. Τα Μέσα χειραγωγούνταν από τις πολιτικές ηγεσίες ή απλά οικιοθελώς ακολουθούσαν τον ηγέτη, το γνωστό rally around the flag. Ελάχιστες φορές τα κυρίαρχα Μέσα ερευνούσαν καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου, συνήθως «επαναπαύονταν» στις διαψεύσεις πολιτικών ηγεσιών και όταν δεν μπορούσαν να τις αποσιωπήσουν, υποβάθμιζαν τα γεγονότα. Έτσι η διεθνής κοινή γνώμη ελάχιστα γνώριζε ή ενημερωνόταν «κατόπιν εορτής» για σφαγές αμάχων που έγιναν γνωστές χάρη στο «πείσμα» ανεξάρτητων πολεμικών ανταποκριτών και τις έρευνες κάποιων άλλων.

Για ό,τι συνέβη στο Μι Λάι στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο Ελ Μοζότε στη διάρκεια του εμφυλίου στο Ελ Σαλβαδόρ, στη Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο, στον «αυτοκινητόδρομο του θανάτου» στον πόλεμο του Κόλπου, στο Βούκοβαρ στην ενιαία τότε Γιουγκοσλαβία, στο Σεράγεβο και στη Σρεμπένιτσα στον πόλεμο της Βοσνίας, στο Κάλα-ι-Γιαντζί στον πόλεμο του Αφγανιστάν, στη λαϊκή αγορά της Βαγδάτης και στη Φαλούτσα στον πόλεμο κατά του Ιράκ, στους βομβαρδισμούς με βόμβες φωσφόρου στη Γάζα, για ό,τι συνέβη και συμβαίνει στην Υεμένη, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Κονγκό με σφαγές αμάχων ακόμη και σήμερα ελάχιστα γνωρίζει η πλειοψηφία των ανθρώπων στο δυτικό κόσμο.

Απλούστατα διότι εάν η κοινή γνώμη, αυτή η τόσο εύπλαστη και ευμετάβλητη συνιστώσα σε καιρό πολέμου, μάθαινε την αλήθεια, ότι η ημέτερη πλευρά διέπραξε εγκλήματα πολέμου πολύ πιθανόν να ξεσηκωνόταν εναντίον πολιτικών ηγετών που προκάλεσαν τον πόλεμο. Και οι αντιδράσεις θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στα σχέδια των επιτιθέμενων. Το παραδέχθηκαν εκ των υστέρων κάποιοι εξ΄ αυτών, το διαπιστώνουν όσοι έχουν καλύψει ένοπλες συγκρούσεις. Για αυτό πολιτικές ηγεσίες στις ανεπτυγμένες χώρες με την αρωγή κυρίαρχων Μέσων είχαν και έχουν κάθε λόγο να υποβαθμίζουν ή να αποσιωπούν εγκλήματα πολέμου.

Για τον ίδιο λόγο πλέον από τον πόλεμο του Κόλπου και μετά άλλαξαν οι στρατηγικές επικοινωνίας σε καιρό πολέμου. Δεν στηρίζονται τόσο σε λογοκριτικές παρεμβάσεις όσο στον έλεγχο της ροής των πληροφοριών στις πρωτογενείς πηγές της ημέτερης πλευράς και στο μπλοκάρισμα ή τη διαστρέβλωση των πληροφοριών που προέρχονται από το αντίπαλο στρατόπεδο.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις σφαγές αμάχων σκηνοθετήθηκαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες. Όπως συνέβη με τη «σφαγή του Ράτσακ» στον πόλεμο του Κοσόβου που ήταν δημιούργημα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Ή τη σφαγή της Τιμισοάρα που επιτάχυνε την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, αλλά όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Οι μαζικοί τάφοι ήταν ένα Βατερλό για τα Μέσα και για όλους όσους καλύψαμε εκείνα τα γεγονότα.

Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την ταυτότητα των δραστών που βομβάρδισαν την κεντρική αγορά Μαρκάλε στο Σεράγεβο, την περίοδο που η βοσνιακή πρωτεύουσα πολιορκούταν από τις σερβοσνιακές δυνάμεις. Ο βομβαρδισμός εκείνος προκάλεσε εκατόμβες αμάχων, ένα διεθνές κύμα συμπάθειας προς τους Βόσνιους Μουσουλμάνους και την περαιτέρω ενοχοποίηση των Σέρβων, καθότι για πρώτη φορά τότε δυτικά τηλεοπτικά δίκτυα έδειξαν σκληρές εικόνες.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) θεώρησε υπεύθυνο της επίθεσης τον διοικητή των Σερβοβόσνιων, αλλά μια εμπεριστατωμένη έκθεση του ΟΗΕ που «θάφτηκε» έδειχνε ότι η ρουκέτα είχε εκτοξευθεί από τις θέσεις των Βόσνιων Μουσουλμάνων. Ο εθνικισμός του Σέρβου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ήταν ο χειρότερος, αλλά «δεν πήγαινε πίσω» εκείνος του Βόσνιου Μουσουλμάνου Αλία Ιζετμπέγκοβιτς. Απλώς ο ένας ήταν εχθρός της Δύσης, ενώ ο άλλος είχε κερδίσει τη συμπάθειά της.

Μερικά χρόνια αργότερα στον πόλεμο κατά του Ιράκ η απεικόνιση του πολέμου ήταν εντελώς διαφορετική. Η κυριαρχία του CNN αμφισβητήθηκε από το Al Jazeera, και το BBC, όπως και άλλα ευρωπαϊκά τηλεοπτικά δίκτυα κέρδισαν το χαμένο έδαφος. Τα αμερικανικά κανάλια πρόβαλαν μόνον μακρινά πλάνα βομβαρδισμών, τα ευρωπαϊκά κρατούσαν τις ισορροπίες, λογοκρίνοντας τις σκληρές εικόνες, ενώ τα αραβόφωνα έδειχναν τη φρίκη, το στυγερό πρόσωπο του πολέμου, τις σφαγές αμάχων. «Για να ξέρει ο γιος μου τι κάνουν οι Αμερικανοί» ήταν η απάντηση ενός Άραβα που ήταν έτοιμος να πολεμήσει εναντίον του εισβολέα όταν του είπα ότι τέτοιες εικόνες δεν πρέπει να μεταδίδονται και πολύ περισσότερο να τις βλέπουν μικρά παιδιά στην τηλεόραση.

Ο Πούτιν σ΄ αυτόν τον πόλεμο στο πεδίο της επικοινωνίας, της ενημέρωσης και της προπαγάνδας απέτυχε παταγωδώς, όπως φάνηκε από τις πρώτες μέρες της εισβολής. Ενδιαφέρθηκε μόνον για την κοινή γνώμη στην χώρα του, επιβάλλοντας λογοκριτικά μέτρα και αδιαφόρησε πλήρως για το πώς η εικόνα αυτής της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», όπως την χαρακτήριζε, θα μεταδιδόταν στον  υπόλοιπο κόσμο. Το πρώτο εικοσιτετράωρο αιφνιδιάστηκαν και τα διεθνή δυτικά ΜΜΕ, όπως σημείωνα τότε, αλλά πολύ σύντομα ανέκαμψαν και «πήραν το πάνω χέρι» με διαρκείς απευθείας συνδέσεις και αναλύσεις.

Και τώρα ο ρώσος πρόεδρος έπεσε στον λάκκο που ο ίδιος έσκαψε. Προφανώς και δεν αρκούν οι ξερές διαψεύσεις του Κρεμλίνου ότι δεν ευθύνονται οι ρωσικές δυνάμεις για τη σφαγή στη Μπούτσα. Θα χρειαζόταν και κάποια «τεκμήρια» έστω ψευδή ή μια δήλωση ότι «θα το ερευνήσουμε», ότι «φταίνε κάποιοι κατώτεροι αξιωματικοί που παρεξήγησαν τις εντολές». Τίποτε από αυτά δεν έκανε ο Πούτιν για να μετριάσει τις αντιδράσεις έστω για τα μάτια του κόσμου.

Εύλογα συνεπώς οι ηγέτες δυτικών χωρών με αφορμή τα εγκλήματα πολέμου στη Μπούτσα, τη Μαριούπολη, στο Ιρπίν, στη Ντιμέρκα που τελέστηκαν, όπως φαίνεται, από άνδρες των ρωσικών δυνάμεων, διαλαλούν την ενοχή του ρώσου προέδρου, που ήδη έχει καταδικαστεί από τη δυτική κοινή γνώμη, για να επιβάλλουν νέες κυρώσεις. Και καλώς κάνουν αρκεί οι ενδείξεις να γίνουν αποδείξεις. Διότι αυτό επιβάλλει ένα κράτος δικαίου, ή αλλιώς ο δυτικός πολιτικός και νομικός πολιτισμός. Σ΄ έναν πόλεμο, όμως, όλα επιτρέπονται και οι επισημάνσεις αυτές φαντάζουν λεπτομέρειες. Αρκεί να τον κερδίσουμε…
(η συνέχεια αύριο)

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.