Δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν από χρυσαυγίτες. Πυροβολισμοί εναντίον Μπαγκλαντεσιανών και Πακιστανών εργατών στη Μανωλάδα, όταν ζήτησαν τα μεροκάματά τους. Ξυλοδαρμός ενός Αιγύπτιου εργάτη φούρνου στη Σαλαμίνα από το αφεντικό του, το οποίο στη συνέχεια τον αλυσόδεσε. Εμπρησμός μαγαζιών μεταναστών από  Τάγματα της Χρυσής Αυγής. Επίθεση σε ζευγάρι γκέι στο Παγκράτι, του ενός του σπάνε το πόδι και τον περιλούζουν με απορρυπαντικό.

Ads

Πράξεις όλες αυτές αποτρόπαιες. Απεχθείς. Ανατριχιαστικές Θα συμφωνήσουμε όλοι, θα τις αποδοκιμάσουμε, θα ανατριχιάσουμε, θα ζητήσουμε την παραδειγματική καταδίκη των ενόχων… Θα συμφωνήσουμε όλοι.  Μόνο που δεν διώκονται με βάση τις διατάξεις του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν ασχολείται καθόλου με αυτά. Δεν  περιλαμβάνει το ρατσιστικό έγκλημα: διώκει όσους προτρέπουν, όσους διεγείρουν σε έγκλημα, όχι όμως και όσους διαπράττουν κάποιο από τα παραπάνω φρικιαστικά εγκλήματα. Αυτά θα διώκονται με βάση τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, διαψεύδοντας το όνομά του, δεν ασχολείται με αυτά. Είναι, ουσιαστικά, ένα νομοσχέδιο δίωξης του λόγου του μίσους (hate speech), όχι όμως αντιρατσιστικό.

***

Συνεχίζω. Αντώνης Σαμαράς, προεκλογικά: Θα ανακαταλάβουμε το κέντρο των πόλεών μας από τους μετανάστες, που το έχουν κατακλύσει. Ο ίδιος: Η λαθρομετανάστευση έχει εξελιχθεί σε άοπλη εισβολή και αυτό πρέπει να σταματήσει και να αντιστραφεί. Πρώην αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας: Να κάνετε το βίο αβίωτο στους μετανάστες.

Ads

Εδώ, φαντάζομαι, δεν θα συμφωνήσουμε. Κάποιοι, όπως εμείς, θα χαρακτηρίσουν αυτές τις αντιλήψεις ευθέως ρατσιστικές και απεχθείς, κάποιοι άλλοι τις ενστερνίζονται, τις κάνουν μάλιστα πολιτική. Δεν τις αναφέρω όμως μόνο για να δείξω ότι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία είναι βασικός άξονας της πολιτικής της κυβέρνησης αυτής. Τις αναφέρω επειδή, με βάση τις διατάξεις του  νομοσχεδίου αυτού, τέτοιες δηλώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν, κάλλιστα,  αντικείμενο δίωξης. Και νομίζω αντιλαμβανόμαστε όλοι πόσο κακός, πόσο ακατάλληλος και στραβός είναι ένας τέτοιος νόμος, που δεν ασχολείται με τους δράστες πράξεων και καθίζει στο σκαμνί τους φορείς του λόγου – όσο απεχθής κι αν είναι αυτός.
 
Οι μεγάλες «τρύπες» του νομοσχεδίου

Είμαστε οι πρώτοι που θα χαιρόμασταν με τη θέσπιση ενός καλού αντιρατσιστικού νόμου. Και όμως δεν μπορούμε. Όχι μόνο λόγω των παλινωδιών της κυβέρνησης που το είχε παγωμένο εδώ και ενάμιση χρόνο, όχι μόνο για την επιβίωση του πνεύματος Μπαλτάκου,  όχι μόνο λόγω της μισαλλόδοξης και ρατσιστικής πολιτικής της  (επιγραμματικά, λέω δύο μόνο φράσεις: Ξένιος Δίας και παράταση της κράτησης μεταναστών επ’ αόριστον πέραν του δεκαοχτάμηνου), αλλά και επειδή το  νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και το ρατσιστικό έγκλημα. Και υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι που το λέω αυτό:

1. Διώκεται η προτροπή, όχι όμως και η ίδια η ρατσιστική πράξη  Με το άρθρο 1, διώκεται η προτροπή, η υποκίνηση, η διέγερση σε ρατσιστικό έγκλημα, όχι όμως και το ίδιο το έγκλημα. Δηλαδή, διώκεται αυτός που λέει να κάψουμε τα μαγαζιά των  Πακιστανών, όχι όμως και εκείνοι που θα βάλουν τη φωτιά (αυτοί διώκονται με τις διατάξεις του λοιπού ποινικού δικαίου). Δεν υπάρχει αντιρατσιστικός νόμος άξιος του ονόματός του, αν δεν διώκει το ρατσιστικό έγκλημα. Είναι το α και το ωμέγα. Η κυβέρνηση λέει ότι αρκεί η υπάρχουσα νομοθεσία. Φυσικά και δεν αρκεί. Θα δώσω δύο παραδείγματα: Στη δολοφονία Λουκμάν, αν υπήρχε αντιρατσιστικός νόμος που συμπεριελάμβανε και την πράξη, οι έρευνες εξαρχής θα είχαν προσανατολιστεί σ’ αυτή την κατεύθυνση, φωτίζοντας σχέσεις των συλληφθέντων με τη Χρυσή Αυγή (αφού βρέθηκε ένα πάκο προκηρύξεων της Χρυσής Αυγής στο σπίτι του ενός). Τώρα, παραπέμφθηκαν απλώς για ανθρωποκτονία, και χρειάστηκε μια τεράστια προσπάθεια της πολιτικής αγωγής για να αναδειχθεί το ρατσιστικό κίνητρο, που το πρόσθεσε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της, στο τέλος.  Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Γιατί έτσι, παρότι είχαμε καταδίκη, δεν φωτίστηκαν οι σχέσεις, οι ενδεχόμενοι συνεργοί, οι σχέσεις, η μεθόδευση, το πώς σχεδιάστηκε και οργανώθηκε το ρατσιστικό έγκλημα. Άλλο παράδειγμα, η δίκη της Μανωλάδας. Ο ρατσιστικός χαρακτήρας του εγκλήματος της εκμετάλλευσης, η «απανθρωποποίηση με εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά» (όπως  είπε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της), θα  αναζητούνταν εξαρχής, θα ήταν άξονας της προδικασίας και της άσκησης της ποινικής  δίωξης. Θα έρχονταν στην επιφάνεια πολλά άλλα στοιχεία, θα φωτιζόταν ένας ολόκληρος κόσμος ρατσιστικής βίας.

2. Δεν προστατεύονται τα θύματα ρατσιστικής βίας (και οι  ουσιώδεις μάρτυρες) ρατσιστικών εγκλημάτων. Και πάλι δεν νοείται αντιρατσιστικός νόμος χωρίς αυτό. Όταν μιλάμε για μετανάστες χωρίς χαρτιά (βασικά θύματα της ρατσιστικής βίας) η προστασία τους  είναι απαραίτητη. Αλλιώς, ποιος μετανάστης θα τολμήσει να καταγγείλει τη βία που υπέστη, όταν το επόμενο βήμα είναι η κράτηση και η απέλασή του; Δεν είναι θέμα ανθρωπισμού, είναι θέμα στοιχειώδους λειτουργίας του κράτους δικαίου. Εδώ οι Έλληνες, που δεν έχουν  τον κίνδυνο  της απέλασης, διστάζουν να καταγγείλουν τις πράξεις ρατσιστικής βίας, το θεωρούν και μάταιο ή και επικίνδυνο (αφού σε πολλές περιπτώσεις οι αυτουργοί είναι ένστολοι ή μέλη της Χρυσής Αυγής), οι μετανάστες θα το κάνουν;

Η κυβέρνηση λέει ότι υπάρχει σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση για την προστασία των θυμάτων. Αυτή όμως δεν αρκεί, για δύο λόγους. Και γιατί πρόκειται για  υπουργική απόφαση που μπορεί να αλλάζει, ανά πάσα στιγμή, από τους εκάστοτε υπουργούς, και γιατί δεν παρέχει προστασία από τη στιγμή της καταγγελίας, οπότε είναι εν πολλοίς δώρο άδωρον.

Χωρίς προστασία, δεν υπάρχουν μάρτυρες· και χωρίς μάρτυρες δεν υπάρχει δίωξη του ρατσιστικού εγκλήματος. Εκτός εάν  συντασσόμαστε με τον κ. Μπαλτάκο – νομίζω τον θυμόμαστε όλοι να μπαινοβγαίνει, στη Βουλή,  στα υπουργικά έδρανα, φουριόζος, και να αποσύρει το σχετικό άρθρο στον νόμο περί μετανάστευσης. Η προστασία των θυμάτων, λοιπόν, πρέπει να περιληφθεί στον νόμο.

3. Το νομοσχέδιο ποινικοποιεί τον εγκωμιασμό και την κακόβουλη άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αναγνωρισμένων από τα διεθνή όργανα, αλλά και από την Ελληνική Βουλή. Είμαστε αντίθετοι στη δίωξη των «αρνητών», ακόμη και εκείνων που αρνούνται το Έγκλημα των Εγκλημάτων, το Ολοκαύτωμα.  Όχι  βέβαια από καμιά «συμπάθεια» για τους αρνητές, αλλά επειδή η ποινικοποίηση και  πλήττει την ελευθερία του λόγου και  αναποτελεσματική είναι.

Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρή. Ασφαλώς αναγνωρίζουμε το έγκλημα σε βάρος των Ποντίων και των Αρμενίων, αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε τα θύματα, τον πόνο των οικείων, τη μνήμη τους και τη μνήμη του πόνου τους. Το κάνουμε όμως  ουσιαστικά, όχι με εθνικιστικές κορώνες και μισαλλόδοξες μεγαλοστομίες. Και επιμένουμε ότι ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος (αν είναι γενοκτονία ή εθνοκάθαρση) είναι δουλειά των επιστημόνων, όχι του νόμου ούτε κομματικής απόφασης. Αυτά μόνο σε ανελεύθερα καθεστώτα γίνονται.

Το νομοσχέδιο, βέβαια, εισάγει μια σειρά προϋποθέσεις (τον προσδιορισμό «κακόβουλα», καθώς και την εκφορά του λόγου με τρόπο «που μπορεί να υποκινήσει βία, ή μίσος ή ενέχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα). Οι προϋποθέσεις αυτές, όμως δεν επαρκούν, καθώς είναι ρευστές και αόριστες. Τι είναι κακόβουλο ή  προσβλητικό λ.χ.; Το έχουμε δει επανειλημμένα με έργα τέχνης, στην Bienalle της Αθήνας και την παράσταση Corpus Christi στο  Χυτήριο: οι μηνυτές θεώρησαν ότι προσβάλλεται το θρησκευτικό τους συναίσθημα, και οι καλλιτέχνες οδηγήθηκαν στο εδώλιο. Ο κίνδυνος είναι να δούμε μια βιομηχανία μηνύσεων εναντίον όποιου εκφράζει μια άποψη αποκλίνουσα για το θέμα. Ζητάμε αυτό ακριβώς που ζητάνε και 149 ιστορικοί, από όλα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, στην έκκλησή τους: την απόσυρση του άρθρου.

4. Το νομοσχέδιο, τέλος, δεν λέει λέξη για την αντιρατσιστική εκπαίδευση στα σχολεία, την εκπαίδευση των αστυνομικών, των δικαστικών, των  δημοσίων υπαλλήλων. Ο ρατσισμός όμως δεν αντιμετωπίζεται μόνο ποινικά. Χρειάζεται ένα πολύ ευρύτερο πλέγμα μέτρων: εκπαίδευση των μαθητών ενάντια στον ρατσισμό,  στην ομοφοβία και στην τρανσοφοβία, στην επίλυση συγκρούσεων, ευαισθητοποίηση στα θέματα των Ρομά και των ΑΜΕΑ και στήριξή τους, ανάλογη εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση της διοίκησης και των αρχών. Επίσης, ζητάμε τη σύσταση ενός ανεξάρτητου οργάνου, της Εθνικής Επιτροπής  για την Καταπολέμηση του Ρατσισμού για τη, διερεύνηση, δίωξη αλλά και πρόληψη εγκλημάτων ρατσιστικής βίας, των κρουσμάτων αστυνομικής αυθαιρεσίας με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, και τη λογοδοσία. Στο πλαίσιό του θα λειτουργεί δίκτυο καταγραφής και καταγγελίας εγκλημάτων ρατσιστικής βίας.
 
Ο θεσμικός ρατσισμός: η μη διεύρυνση του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια

Τελειώνω με ένα ζήτημα που βρίσκεται στην καρδιά της αντιμετώπισης του ρατσισμού: το διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης, που περιλαμβάνει και τα ομόφυλα ζευγάρια. Γιατί  αποτελεί θεσμικό ρατσισμό ο αποκλεισμός μεγάλου αριθμού συμπολιτών μας από το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Για μας δεν είναι μόνο –αυτονόητο– θέμα συμμόρφωσης με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Είναι, πρωτίστως, ζήτημα ισονομίας και δικαιοσύνης για όσους  ζουν σε αυτή τη χώρα: μια ολόκληρη κατηγορία συμπολιτών μας έχει λιγότερα δικαιώματα, δεν μπορεί να συμβιώσει θεσμικά με τον σύντροφό της – αυτό είναι η καρδιά του ρατσισμού.

Αυτός ο θεσμικός αποκλεισμός παράγει πολύ απτά και εξαιρετικά οδυνηρά αποτελέσματα: οι γκέι δεν μπορούν να κληρονομήσουν τα υπάρχοντά τους στον άνθρωπο που έζησαν μαζί, δεν μπορούν να δουν τον σύντροφό τους στην εντατική. Με δυο λόγια, το ελληνικό κράτος τους αντιμετωπίζει  σαν να είναι ανύπαρκτοι ως ζευγάρι. Δημιουργεί ένα ολόκληρο φάσμα αποκλεισμού, κλείνει τον ορίζοντα για έναν νέο άνθρωπο – όπως μου έλεγαν πολλοί με τους οποίους έχω μιλήσει– που θέλει να φανταστεί το μέλλον με τον σύντροφό του. Οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να οραματιστούν, να ονειρευτούν τη ζωή τους μέσα σε ένα πλαίσιο συμβίωσης με προοπτική, αναγνώριση και μη περιθωριοποίηση. Και αυτό είναι άδικο, σκληρό, απάνθρωπο, παράγει πολύ πόνο. Και είναι απαράδεκτο να συνεχίζεται έστω και για μέρα. Ζητάμε η κυβέρνηση να συμμορφωθεί, όπως έχει υποχρέωση, σήμερα κιόλας.

***

Κλείνω με τη σκέψή μου  στα θύματα του  ρατσισμού: μετανάστες με και χωρίς χαρτιά (γιατί δεν φαντάζεται  κανείς ότι όταν επιτίθενται οι Χρυσαυγίτες σε κάποιους «μαυριδερούς» τους ζητάνε πρώτα τα χαρτιά τους…), Ρομά,  μέλη μειονοτικών εθνοτικών ομάδων,  μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας, μέλη άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, άτομα με ειδικές ανάγκες. Όλοι αυτοί  είναι εκατομμύρια άνθρωποι, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι κάποια αλλόκοτα ή μακρινά όντα, κάπου έξω μακριά: είναι άνθρωποι που όλοι συναντάμε καθημερινά, είμαστε εμείς, οι φίλοι μας, οι οικογένειές μας, οι συνάδελφοι οι γείτονές μας. Και ο ρατσισμός εις βάρος τους αφορά την κοινωνία μας, τις αξίες της, τις αξίες που μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Εμάς τους ίδιους.
 
* Η Βασιλική Κατριβάνου είναι βουλευτής, εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση στη Βουλή του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Το κείμενο είναι επεξεργασμένη και συντομευμένη μορφή της ομιλίας της στη Βουλή, 2.9.2014.