Ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στην Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ, τη Δευτέρα 27 Ιουλίου, έθεσε τρία ερωτήματα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις, τη συμφωνία, το Plan B και την πορεία της κυβέρνηση. Εκτιμώντας ότι τα ερωτήματα αυτά υπερβαίνουν τα όρια της συζήτησης στη Π.Γ. και μπορούν να αποτελέσουν βάση για μια ουσιαστική κουβέντα αποτίμησης και μελλοντικού σχεδιασμού, τα Ενθέματα ζήτησαν από τον Μιχάλη Παναγιωτάκη να πει τις σκέψεις του με αφετηρία αυτά. 

Ads

Τα τρία ερωτήματα, όπως τα δημοσίευσε η «Αυγή» (28.7.2015):

  1. Έκανε η κυβέρνηση όλα όσα μπορούσαν να γίνουν, ή όχι; Υπάρχουν πράγματα που παρέλειψε ή απέφυγε να κάνει, και ποια είναι αυτά; Τι δεν χειρίστηκε με τον σωστό τρόπο;
  2. Υπήρξε κάποιο ρεαλιστικό και βιώσιμο εναλλακτικό σχέδιο που δεν υιοθετήθηκε; Ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα αυτή η εναλλακτική βιώσιμη λύση;
  3. Τι πρέπει να κάνει σήμερα η Αριστερά; Να εγκαταλείψει την κυβέρνηση στους εκπροσώπους του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος; Ή να δώσει την μάχη στις συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί;

Ανθρωπιστική διαχείριση ενός κοινωνιοπαθούς Μνημονίου; Του Μιχάλη Παναγιωτάκη

1. Στο τέλος πια, και με δεδομένη την πορεία και την έλλειψη προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύγκρουση αυτή, θα πρέπει να συμφωνήσω πως στο υπαρκτό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης η κυβέρνηση έκανε όσα μπορούσαν να γίνουν. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια των προθέσεων όλων των εμπλεκομένων. Δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα λιγότερο πολιτικά γόνιμο από τη δίκη προθέσεων σαν υποκατάστατο της πολιτικής ανάλυσης.

Ads
 

Γενικότερα μιλώντας όμως, όχι, δεν έκαναν η κυβέρνηση ούτε το κόμμα, όλα όσα μπορούσαν να γίνουν. Η προετοιμασία για «όσα θα μπορούσαν να γίνουν» δεν θα ήταν δυνατόν να αρχίσει τον Γενάρη και δεν μπορούσε να γίνει στη βάση μιας αφελούς «φιλοευρωπαϊκής» ανάλυσης που κυριαρχούσε, διαπραγματευτικά και προεκλογικά. Δεν είχε υπάρξει καμία προετοιμασία του λαού, ούτε καν νύξη, (προεκλογικά ή μετεκλογικά) για το ενδεχόμενο νέας μνημονιακής κατάληξης (πιθανόν γιατί κανένας δεν ήθελε ούτε να τη φανταστεί), και συνεπώς ούτε η επιχειρηματολογία για μια «τρομακτική» εναλλακτική λύση θα μπορούσε να αποδαιμονοποιηθεί εγκαίρως. Δεν υπήρξε κανένα σχέδιο που να κινητοποιούσε τις κοινωνικές δυνάμεις που δήλωσαν τη διαθεσιμότητά τους μέσα από το 61% του δημοψηφίσματος, ούτε σχέδιο ενίσχυσης των αλληλέγγυων και παράλληλων κοινωνικών δομών που αναδύθηκαν από την κρίση.

Δεν υπάρχει προεκλογική υπόσχεση σχετικά με τα Μνημόνια που να μην έχει αθετήσει η κυβέρνηση, και δεν έχει κάνει καμία απολύτως αυτοκριτική για την τεράστια ψαλίδα μεταξύ προεκλογικού λόγου και πολιτικής πράξης. Μετά τα Μνημόνια δεν υπήρξε η παραμικρή ανάλυση του τι σημαίνει η υπογραφείσα συμφωνία παράδοσης για την κοινωνία και την δημοκρατία, ενώ έχουν περισσέψει οι διαχειριστικοί βολονταρισμοί για τα «αντίμετρα» που θα σώσουν δήθεν την κατάσταση — παρά την επιβληθείσα επιτροπεία επιπέδου προτεκτοράτου. Φοβάμαι μήπως η εκτίμηση της καινούριας κατάστασης ξεκινά πάλι από τις θρυλούμενες καλές προθέσεις των εταίρων…

Υπάρχουν, έπειτα, οι παραλείψεις απέναντι στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα οποία ουδέποτε ερωτήθηκαν για τίποτα στην όλη διαδικασία, μάθαιναν το τι συμβαίνει από διαρροές και αντιμετωπίστηκαν μάλλον ως κομπάρσοι, όλο τον προηγούμενο χρόνο, κατά τον οποίο το καταστατικό του κόμματος δεινοπάθησε. Το ότι άνθρωποι, αγωνιστές και αγωνίστριες πολλών γενεών, που πολέμησαν τα Μνημόνια και τη βαρβαρότητά τους σώμα με σώμα, με απώλειες σωματικές, ψυχικές και υλικές, βρίσκονται στη θέση να τους απαιτείται να στηρίξουν ένα ακόμα τραγικό Μνημόνιο, χωρίς καν να τους προτείνεται ένα σχέδιο για το επόμενο διάστημα είναι τραγικό.

Τέλος, αν έχεις αποφασίσει να συνθηκολογήσεις μπροστά στον πραγματικά τερατώδη εκβιασμό των δανειστών, αφού δεν διαθέτεις Plan Β, είναι πολιτική αυτοκτονία και εντέλει προσβολή στον ίδιο τον ελληνικό λαό να προκηρύσσεται δημοψήφισμα του οποίου το αποτέλεσμα ήξερε η κυβέρνηση πως, αν ήταν αρνητικό, θα το αγνοούσε και θα έπραττε σαν να μην είχε συμβεί. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα το δημοψήφισμα, αφού αφύπνισε, ιδίως τους νεότερους, συμπολίτες μας, τους οδήγησε σε έναν βαθύτερο ακόμα κυνισμό, δυσοίωνο, για την πολιτική και την σημασία της πολιτικής συμμετοχής. Το Όχι στο δημοψήφισμα έπρεπε να αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα ακόμα και εξόδου από το ευρώ, ακόμα και αν οδηγούσε στην ήττα του. Διότι η νίκη του οδήγησε στην κατάλυση της δημοκρατικής επιλογής του λαού.

2. Κάθε Plan B δαιμονοποιήθηκε επικοινωνιακά και από την κυβέρνηση. Βέβαια, αν φτάνεις με όλα αυτά απροετοίμαστος για τον εκβιασμό «τινάζω την οικονομία σου στον αέρα ή υπογράφεις την υποτέλειά σου και την κατάργηση της δημοκρατίας», προφανώς κάθε απάντηση είναι δύσκολη. Αν επίσης ξεκινάς από το «πάση θυσία ευρώ», σε συνδυασμό με μια υπεραισιόδοξη ανάλυση της συγκυρίας και των δυνατοτήτων δημιουργίας ρηγμάτων στην γερμανική Ευρωζώνη, είσαι καταδικασμένος να αποδεχθείς, έκπληκτος, την υποτέλεια.

Στο προηγούμενο ερώτημα ανέφερα τις προϋποθέσεις ενός πραγματικού εναλλακτικού σχεδίου. Όπως έχει επισημανθεί ήδη (Ανδρέας Καρίτζης, «Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική», Η Αυγή, 19.7.2015: goo.gl/LIkAXn) τέτοιο εναλλακτικό σχέδιο θα έπρεπε να είχε αρχίσει να τίθεται σε κίνηση από το καλοκαίρι του 2012, αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να περιορίζεται σε έναν στενά κοινοβουλευτικό λόγο, που μηδένιζε τις διαπραγματευτικές δυσκολίες και απέκλειε κάθε συζήτηση για εναλλακτικό νόμισμα ή έξοδο από το ευρώ. Παράλληλα, έπρεπε να σχεδιάζεται και η «οικονομία έκτακτης ανάγκης», αξιοποιώντας την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία που είχε οικοδομηθεί τα πέντε προηγούμενα χρόνια. Τέλος, από ό,τι φαίνεται, κάποια έστω και αδρά σχέδια αντίδρασης υπήρχαν. Απλά δεν επελέγησαν. Προφανώς ήταν ριψοκίνδυνα. Γιατί ήταν της τελευταίας στιγμής, αναγκαστικά υπό συνθήκες μυστικότητας και εκ των ενόντων.

Εδώ, όμως, πρέπει να αποδώσουμε τις ευθύνες σε όλο τον κομματικό μηχανισμό και στην (μη) πολιτική γείωση με την πραγματικότητα του όλου ΣΥΡΙΖΑ. Η ψευδαίσθηση της «έλλογης Ε.Ε.» και των «απειλών για GRexit ως διαπραγματευτικού εργαλείου ήταν κυρίαρχες σε όλο το κόμμα. Διαψεύσθηκε όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και πολλοί από όσους τα θεωρήσαμε δεδομένα. Παράλληλα, από όσο έχω δει, δεν διακρίνω κανένα πειστικό εναλλακτικό νομισματικό σχέδιο από καμία πλευρά, πλειοψηφική ή μειοψηφική, στον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι τεχνική άσκηση επί χάρτου, αλλά θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια μεγάλη πολιτική προετοιμασία, που δεν υπήρξε από καμία πλευρά.

Το αρχικό ερώτημα όμως βασίζεται σε δύο ψευδείς υποθέσεις: ότι το υπάρχον «Plan Α» είναι βιώσιμο (δεν είναι) και ότι συνιστά αποδεκτή εναλλακτική λύση (δεν συνιστά). Δεν είναι βιώσιμο, γιατί είναι σχεδιασμένο να αποτύχει, και αποτυγχάνοντας να βαθαίνει τη λιτότητα μέχρι να οδηγηθούμε σε κάποιου είδους άτακτη έξοδο από το ευρώ με τους δυσμενέστερους όρους (ή στο failed state — κανένα πρόγραμμα δεν είναι μακροπρόθεσμα καταστροφικότερο για μια χώρα από την αέναη λιτότητα). Και δεν συνιστά αποδεκτή λύση, διότι αν η χρεωκοπία είναι μια φορά προβληματική επιλογή για την Αριστερά, η κατάλυση της δημοκρατίας και η συμμετοχή στην διαχείριση μιας αποικίας χρέους είναι δέκα.

Η εναλλακτική βιώσιμη λύση θα πρέπει εσπευσμένα να συζητηθεί και να σχεδιαστεί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ψύχραιμα, χωρίς την ηγεμονία εκείνων των οποίων η ανάλυση απέτυχε, στη βάση της προτεραιότητας της αποκατάστασης της δημοκρατίας και της επί της ουσίας συζήτησης δημόσια με συμμέτοχους όλο τον λαό, για τις συνέπειες όλων των δυνατών εκδοχών και του χρόνου που απαιτούν. Στις επόμενες εκλογές, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κατέβει με σύνθημα την κατά τι ανθρωπιστικότερη διαχείριση ενός προτεκτοράτου. 

3. Η Αριστερά καταρχάς θα όφειλε να προνοήσει ώστε να μη νομιμοποιήσει ένα καθεστώς υποτέλειας και διακωμώδησης της δημοκρατίας. Με τη διαχείριση των Μνημονίων (που, είπαμε, είναι σχεδιασμένα για να αποτύχουν) σιγά-σιγά καταντά και η ίδια τμήμα του «χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος», σε ό,τι αφορά δε τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους άνεργους, τον κόσμο της εργασίας γίνεται σταδιακά αντίπαλός τους. Ακόμα και αν έκρινε η κυβέρνηση πως ο τελικός εκβιασμός ήταν μη αντιμετωπίσιμος θα έπρεπε να αποδεχθεί ενδεχομένως την συμφωνία, καταγγέλλοντας διεθνώς και επισήμως τον καταναγκασμό στον οποίο υποβλήθηκε, παραιτούμενη σε ασφαλή χρόνο και αρνούμενη να την διαχειριστεί.

Αν η επιλογή που προσφέρεται είναι «σκληρός νεοφιλελευθερισμός» και «λίγο λιγότερο σκληρός νεοφιλελευθερισμός», η Αριστερά δεν έχει λόγους να επιλέξει, πολλώ δε μάλλον να καλέσει και τον κόσμο που στηρίχτηκε επάνω της, ως πολιτικό όχημα απελευθέρωσης, να επιλέξει. Αν η εκτίμηση είναι πως η δημοκρατία έχει καταλυθεί χωρίς άμεση προοπτική επαναφοράς της και πως εκλεγόμενη μια αριστερή κυβέρνηση θα αποτελέσει απλώς μια προσχηματικά ιθαγενή διαχειρίστρια μιας αποικίας χρέους, δεν έχει λόγο να κατέβει καν σε εκλογές. Θα είχε, αντίθετα, κάθε λόγο να τις καταγγείλει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, να προσφύγει σε ευρωπαϊκά δικαστήρια και να μην αναγνωρίζει ως νόμιμη καμία πράξη που θα προκύψει από ένα τέτοιο καθεστώς. Πάντως, δεν θα ήταν εύλογο να επιδιώξει να «κυβερνήσει» σε αυτές τις συνθήκες. Αν πάλι δεν είναι αυτή η εκτίμηση, και υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες σε αυτή τη διακυβέρνηση, θα πρέπει να εξηγηθούν στο κόμμα αλλά και στην κοινωνία, αναλυτικά. Αν είναι να δώσουμε μια μάχη θα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι και όλες για το ποιες είναι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και για ποιο πράγμα μαχόμαστε. Η ανθρωπιστική διαχείριση ενός κοινωνιοπαθούς Μνημονίου ως αυτοσκοπός, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε συνιστά αριστερό πολιτικό πρόγραμμα.

Είμαστε σε αχαρτογράφητες περιοχές, σε μια κατάσταση που αλλάζει συνεχώς, στο κατώφλι μιας δυσοίωνης περιόδου. Τίποτα από όσα θεωρούσαμε δεδομένα δεν ισχύουν. Είναι νομίζω ο καιρός να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε σοβαρά τις ρήξεις που είναι αναπόφευκτες πια, προκειμένου να βγει η κοινωνία ζωντανή και στο προσκήνιο.

* Φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα από τη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, σινέ Κεραμεικός, 30.7.2015. 

Σημ.: Το κείμενο γράφτηκε πριν από τη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, την Πέμπτη

Ένθέματα