Ξεχάστε ότι ξέρατε μέχρι σήμερα για τον Λαϊκισμό. Οι παραδοσιακοί ορισμοί του τείνουν να εγκαταλειφθούν, για να επικρατήσει μια νέα εννοιολόγηση του όρου.  
 

Ads

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο Michael Bröning, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Πολιτικής του Friedrich-Ebert-Stiftung, ενός ιδρύματος που σχετίζεται με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, έγραψε πριν από λίγους μήνες ένα άρθρο με τίτλο «The Rise of Populism in Europe: Can the Center Hold?». Στο κείμενο αυτό αναφέρει ως «λαϊκιστικά» κόμματα, το «κίνημα κατά της λιτότητας Podemos», διάφορα δεξιά πολιτικά μορφώματα της Ευρώπης και φυσικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
 
Και μόνο ο τίτλος του άρθρου μάς προδιαθέτει για τη συνέχεια. Σε αυτόν, δεν αντιπαρατίθεται ο «λαϊκισμός» με τον «μη λαϊκισμό». Αντιπαρατίθεται ο «λαϊκισμός» με τον «κεντρώο χώρο», ως δύο έννοιες αντιθετικές. Με λίγα λόγια, το περιεχόμενο που αποδίδεται τώρα πια στην λέξη καθορίζεται από την ίδια την ιδεολογία μας, και όχι από την στάση μας απέναντι σε αυτήν: ό,τι δεν κινείται στον κεντρώο πολιτικό χώρο είναι ύποπτο για λαϊκισμό… Η ίδια λογική επικρατεί κατά κόρον σε πολλές αναλύσεις και μιντιακές αναφορές.
 
Στην ουσία ο Λαϊκισμός τείνει να μετατραπεί, από ένα θεωρητικό ή και δημοσιογραφικό εργαλείο ερμηνείας, σε μια  επίρριψη ενοχής με υβριστικό περιεχόμενο, η οποία έχει ως στόχο απλώς να απαξιώσει τον αντίπαλο. Στην πρόσφατη ιστορία έχουν υπάρξει ανάλογες περιπτώσεις, οι οποίες διακρίνονται για την μαξιμαλιστική τους ματιά απέναντι στα πολιτικά πράγματα. Για παράδειγμα, αρχικά «κομμουνιστής» ήταν εκείνος που απλώς υποστήριζε μια συγκεκριμένη ιδεολογία της αριστεράς. Στην πορεία των πραγμάτων, ειδικά σε μια σειρά ιστορικών περιπτώσεων όπως ήταν η μετεμφυλιακή Ελλάδα ή η μακαρθική Αμερική, η έννοια της λέξης είχε διευρυνθεί για να συμπεριλάβει όλους όσους δεν ήταν αρεστοί στους εκπροσώπους μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων. Για να προετοιμάσει δηλαδή ένα κυνήγι μαγισσών με στόχο την απαξίωση του αντιπάλου ή και την εξόντωσή του. Το συγκεκριμένο τέχνασμα, του τσουβαλιάσματος όλων όσων δεν συμπαθούμε κάτω από παρόμοιες ταμπέλες, έχει ένα μεγάλο «πλεονέκτημα»: καταργεί τις επιμέρους αποχρώσεις του πολιτικού λόγου και καθιστά δυσδιάκριτες τις πραγματικές πολιτικές διαφορές.
 
Θα βόλευε πολλούς ένας παρόμοιος επαν-ορισμός της έννοιας του λαϊκισμού, ευτυχώς όμως, πολλοί επιμένουν ακόμα σε πιο παραδοσιακούς ορισμούς, κατανοώντας ότι ο λαϊκισμός δεν είναι προνόμιο ορισμένων μόνο χώρων, αλλά είναι μια νοοτροπία που μπορεί κατά περίπτωση να διαχέεται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Να ένας ωραίος ορισμός, που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για τον λαϊκισμό, από έναν καθηγητή Πολιτικής Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Ναβάρα: «Short answers, with a lot of emotion».
 
Με αυτήν την έννοια, η εφημερίδα Bild, που υπερασπίζεται τον κεντρώο συντηρητικό χώρο και την φράξια Σόιμπλε, είναι ό,τι πιο λαϊκιστικό έχει να επιδείξει αυτή η χώρα τα τελευταία 60 χρόνια (είναι αστείο φυσικά το γεγονός ότι ο Γερμανός Υπουργός επέλεξε το συγκεκριμένο έντυπο για να δημοσιεύσει το τελευταίο άρθρο του με θέμα ««Ο δημαγωγικός λαϊκισμός δεν είναι μόνο πρόβλημα της Αμερικής» ). Ή μήπως δεν είναι λαϊκιστική η κυνική πρακτική του κεντροδεξιού CDU να παραπέμψει προς συζήτηση για το 2018 ένα φλέγον ευρωπαϊκό ζήτημα, την απομείωση του ελληνικού χρέους, για λόγους που έχουν αποκλειστικά να κάνουν με ζητήματα εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και με τη διενέργεια εκλογών στη Γερμανία. Το ίδιο λαϊκιστική μπορεί να είναι η ενασχόληση με την προφορά των αγγλικών του Τσίπρα (που θα μπορούσε να αποτελεί θέμα συζήτησης αστείων οικογενειακών συζητήσεων και σατυρικών εκπομπών, αλλά όχι σοβαρών πολιτικών συζητήσεων), ή η ενασχόληση με τον τρόπο που καθόταν ο πρωθυπουργός στη συνάντησή του με τον Ομπάμα, δεδομένου ότι όλα αυτά τα σχόλια απλώς παραμερίζουν τον πολιτικό λόγο προς όφελος μιας λαϊκής life-style ρητορείας.  «Μου έκανε πολύ κακή εντύπωση το στιλ του Έλληνα πρωθυπουργού. Δεν έχει τρόπους», υπογράμμισε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ανδρέας Λοβέρδος, δίνοντας έτσι χώρο σε έναν πιο μικροαστικό και ψευτο-«καθωσπρέπει» λαϊκισμό.
 
Τελικά όμως, οι αντιδράσεις ενάντια στο πολιτικό σύστημα, οι οποίες συνεχώς βαφτίζονται «λαϊκισμός» χωρίς να είναι πάντα, αποτελούν μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Οι αντιδράσεις αυτές τείνουν να έχουν τα τελευταία χρόνια ένα κοινό στοιχείο: στρέφονται ενάντια σε μορφές της παγκοσμιοποίησης, όπως στη μετανάστευση ή σε κάποιες συνέπειες της οικονομικής διεθνοποίησης. Κατά περίπτωση, αυτές οι αντιδράσεις αποκτούν είτε πολιτισμικό περιεχόμενο, είτε οικονομικό. Περισσότερο δεκτικά στην πολιτισμική αντίδραση φαίνεται να είναι τα δεξιά κόμματα, που έδιναν ανέκαθεν μεγαλύτερη προσοχή στις πολιτισμικές απειλές. Πιο δεκτικός στην πολιτισμική αντίδραση φαίνεται να είναι και ο πιο ανεπτυγμένος Βορράς, ευρωπαϊκός και αμερικάνικος. Αν και, τόσο οι επιπτώσεις όψεων του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, όσο και οι εκδηλώσεις εναντίον του, έχουν αρχίσει να γίνονται ορατές και στον Βορρά, οι χώρες που ανήκουν σε αυτόν, λόγω της οικονομικής τους υπεροχής, εμμένουν πιο πολύ σε εκείνο που θεωρείται ως μια πολιτισμική απειλή στην ευημερία. Καταφεύγουν έτσι είτε σε δεξιά κόμματα που προτείνουν βήματα προς τον πολιτισμικό απομονωτισμό (και όχι  σε αριστερά, που προτείνουν λύσεις απέναντι στις συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης), είτε σε άμεσες λύσεις απομονωτισμού, όπως ήταν το Brexit. Το τελευταίο, στηρίχθηκε και σε οικονομικά, και σε πολιτισμικά επιχειρήματα, αλλά η αιχμή του δόρατος της καμπάνιας των brexiteers στηριζόταν κυρίως σε επίκληση στο εθνικό συναίσθημα (του τύπου ‘Make Britain great again’ και ‘Reject the Brussels bureaucrats’) ή στον περιορισμό της μετανάστευσης.
 
Αντίστροφα, οι περιοχές του ευρωπαϊκού νότου και τα αριστερά κόμματα, έχουν ένα προβάδισμα στις αντιδράσεις εναντίον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αφού ο Νότος πλήττεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την οικονομική κρίση, και με δεδομένο ότι τα αριστερά κόμματα έδειχναν παραδοσιακά μια μεγαλύτερη ευαισθησία στην οικονομική περιθωριοποίηση. Περιέργως, αυτήν την διάκριση την απέδωσε με έναν ωραίο τρόπο ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, περιγράφοντας τους Podemos, δηλαδή ένα κόμμα που ανήκει και στην Αριστερά και στον Ευρωπαϊκό Νότο: «στην Ισπανία, οι υποστηρικτές των Podemos έχουν πανεπιστημιακά πτυχία και είναι μάλλον υπέρ της μετανάστευσης. [Η περίπτωσή τους] έχει περισσότερο να κάνει με μια απογοήτευση προς το πολιτικό κατεστημένο, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση».
 
Με λίγα λόγια, τα αριστερά κόμματα είναι πιο δεκτικά στον λαϊκιστικό λόγο που σχετίζεται με οικονομικά ζητήματα της παγκοσμιοποίησης (αφού αυτά αποτελούν και ένα βασικό σημείο της πολιτικής τους θεώρησης για τον κόσμο) , ενώ τα δεξιά είναι πιο δεκτικά σε ζητήματα που σχετίζονται με πολιτισμικά θέματα (για αντίστοιχους λόγους). Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι όσα αριστερά ή δεξιά κόμματα τολμούν να ψελλίσουν έναν κριτικό λόγο απέναντι σε ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και δεν συγκλίνουν προς τον κεντρώο χώρο, ανήκουν απαραίτητα στο λαϊκιστικό στρατόπεδο. Οι φράσεις-κλειδιά εδώ είναι ο «κριτικός λόγος» και τα «ζητήματα της παγκοσμιοποίησης». Οι πολιτικές ελίτ σήμερα απεχθάνονται και τους δύο αυτούς όρους, και αυτό δε συμβαίνει απαραίτητα επειδή οι συγκεκριμένες έννοιες σχετίζονται de facto με τον λαϊκισμό. Μάλλον συμβαίνει, από τη μία, επειδή οι ελίτ ποτέ δε συμπαθούσαν ιδιαίτερα τον κριτικό λόγο. Και επιπλέον, από την άλλη, επειδή ειδικά οι σημερινές πολιτικές ελίτ του κεντρώου χώρου, δεν κατάφεραν ποτέ να σταθούν με έναν ικανοποιητικό και δίκαιο τρόπο απέναντι σε βασικά ζητήματα που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση…