Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας ψηφίζεται αύριο στη Βουλή. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι νέες ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση προαναγγέλλουν τη μετά τα μνημόνια εποχή δίνοντας τον τόνο σε μια καινούρια αναπτυξιακή στρατηγική. Αντίθετα, η αντιπολίτευση, συσπειρωμένη όσο ποτέ άλλοτε, ισχυρίζεται ότι ο νόμος Γαβρόγλου μας γυρίζει πίσω στο 1982. Η αντιπαράθεση δεν είναι (μόνο) συμβολική. Στο βάθος υπάρχει υλική βάση.

Ads

Τα θεμέλια του πρώτου νόμου-πλαισίου που ρυθμίζει τη λειτουργία των ΑΕΙ τα έθεσε το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά την ιστορική νίκη του το 1981. Τότε καταργήθηκε η μονοκρατορία της Έδρας και το αλάθητο των καθηγητών που ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους γόνοι «καλών οικογενειών» και στελέχη του πολιτικού κατεστημένου. Τότε άνοιξε το Πανεπιστήμιο στους νέους επιστήμονες από το εξωτερικό και στους εκατοντάδες «βοηθούς» που μέχρι τότε έκαναν ουσιαστικά όλο το εκπαιδευτικό έργο χωρίς απολύτως καμιά αναγνώριση ή προοπτική.

Τότε το (πραγματικά εκσυγχρονιστικό) ΠΑΣΟΚ, που την ίδια περίοδο συγκρότησε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, θεσμοθέτησε τον πολιτικό γάμο και υιοθέτησε την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, μερίμνησε επίσης για τη συμμετοχή όλων των μερίδων της πανεπιστημιακής κοινότητας, από καθηγητές και φοιτητές έως διοικητικούς υπαλλήλους, στη «διακυβέρνηση» των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Συμμετοχικό, συνεργατικό, αλλά και απόλυτα ευθυγραμμισμένο με τα διεθνή πρότυπα, αυτό το μοντέλο άλλαξε το τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης και μας έφερε σε κάποια ισορροπία με ό,τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο.

Στη δεκαετία του 1990 και του 2000 τα πράγματα αλλάζουν. Ο νόμος-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ γίνεται η σκιά του εαυτού του, αφού οι πελατειακές σχέσεις και οι συντεχνίες έχουν γίνει πλέον καθεστώς. Η συμμετοχή ευτελίζεται στο εξής «κόλπο»: Ομάδες μεγαλόσχημων που διεκδικούν την ηγεσία των ΑΕΙ συγκροτούν πολυσυλλεκτικά σχήματα Πρυτάνεων-Αντιπρυτάνεων και με τη βοήθεια των φοιτητικών παρατάξεων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας παίρνουν στις περισσότερες περιπτώσεις τις εκλογές. Η μέθοδος αυτή αποδίδει, μέχρι που εμφανίζονται εσωτερικές αντιθέσεις και φαινόμενα διαφθοράς.  Η κατάσταση οξύνεται ακόμη περισσότερο το 2006, όταν τίθεται το ερώτημα για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Με μια θεαματική πιρουέτα, το ΠΑΣΟΚ ακυρώνει την τελευταία στιγμή αυτή την πρωτοβουλία, αλλά, προφανώς, έχει κάτι άλλο στο μυαλό του.  Κι αυτό που έχει στο μυαλό λέγεται «επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο».

Ads

Το εγχείρημα καθοδηγείται από την Άννα Διαμαντοπούλου, υπουργό Παιδείας το ΠΑΣΟΚ το 2011, που καταφέρνει να συγκεντρώσει γύρω της ένα τεχνικά αξιόλογο επιτελείο και να βάλει ξεκάθαρους στόχους. Ο ευτελισμός των θεσμών στο Πανεπιστήμιο, που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει επί δύο δεκαετίες, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να επιβληθεί ένα ασφυκτικό διοικητικό καθεστώς με προεξάρχοντα τα περίφημα «Συμβούλια Ιδρύματος». Το πανεπιστημιακό άσυλο καταργείται με ένα εύσχημο επιχείρημα (ότι προστατεύει μόνο τους μπαχαλάκηδες), ενώ εισάγονται σε όλα τα επίπεδα «κίνητρα» που συνδέουν τις απολαβές με την απόδοση. Μυθοποιείται –με τη μέθοδο της προϊούσας ασάφειας- η αξιολόγηση και η λογοδοσία, ενώ ταυτόχρονα βγαίνουν από τη μέση οι φοιτητικές παρατάξεις και το παιχνίδι εξουσίας γίνεται πιο ωμό με την άμεση εμπλοκή «μεγάλων παικτών», που στην πλειοψηφία τους βλέπουν το Πανεπιστήμιο ως πρώτη βαθμίδα της πολιτικής τους καριέρας ή ως πεδίο εύκολης κερδοσκοπίας.

Δεν πρόκειται για ένα απλό σχέδιο εκπόρθησης του δημόσιου Πανεπιστημίου από ιδιοτελή συμφέροντα. Η Άννα Διαμαντοπούλου επιστρατεύει όλη τη λαϊκίστική μαεστρία του ύστερου ΠΑΣΟΚ περί «ισχυρής Ελλάδας» για να διαφημίσει το έργο της και να πείσει την κοινωνία. Εμφανίζεται με τη ρομφαία της αλλαγής, απαξιώνοντας το έργο των ΑΕΙ και συμψηφίζοντας πραγματικά προβλήματα με εντελώς επινοημένες εικασίες. Πλευροκοπεί τη συντηρητική παράταξη, ανασύροντας από το ντουλάπι της ιστορίας τον μύθο περί «ηγεμονίας της Αριστεράς» που εξέθρεψε δήθεν τους έκνομους και τους τρομοκράτες. Συγχέει έντεχνα τη φυσιολογική φθορά του νόμου-πλαισίου του 1982 με την ανάγκη της αναίρεσής του –δήθεν για καλό. Και μ’ όλα αυτά επιχειρεί το μέγιστο: Να καταργήσει τις υπάρχουσες ιεραρχίες και τις ιεραρχήσεις που είχαν γίνει μέχρι τότε, εισάγοντας εμμέσως πλην σαφώς τον θεσμό των … «αρίστων αεριτζήδων».

«Αεριτζήδες» είναι οι νεόπλουτοι καθηγητές που έχουν αρχίσει να θησαυρίζουν από τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, πουλώντας ελπίδα στους άνεργους πτυχιούχους. «Αεριτζήδες» είναι επίσης οι καθηγητές-επιχειρηματίες, που κάνουν καριέρα (και λεφτά) διαμεσολαβώντας στα ευρωπαϊκά προγράμματα ή εξασφαλίζοντας συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα. «Αεριτζήδες», τέλος, είναι αυτοί που προσφέρουν την αιγίδα της διεθνούς φήμης τους για να στηθεί ο μπερντές του «ελληνικού ΜΙΤ» και του «ελληνικού Κεϊμπριτζ».

Κι ερχόμαστε στα σημερινά. Προς τί ο θρήνος και ο σπαραγμός από στηλών «Καθημερινής» που το έκανε πρώτο θέμα της τη Κυριακή, αλλά και άλλων ΜΜΕ; Το θέμα είναι ότι ο νόμος Γαβρόγλου αποσυναρμολογεί τα «σετάκια» υποψηφίων Πρυτάνεων-Αντιπρυτάνεων που λειτουργούσαν μέχρι τώρα, εισάγοντας μια διαδικασία ξεχωριστών ψηφοδελτίων για την εκλογή τους.

Ο ίδιος νόμος αποκαθιστά τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα (κάτι που ισχύει σε όλη την Ευρώπη και πιο κει) και προβλέπει ότι οι φοιτητές που προέρχονται από τις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις δεν θα πληρώνουν δίδακτρα στα μεταπτυχιακά. Παράλληλα, εξορθολογίζεται το πλαίσιο λειτουργίας των μεταπτυχιακών, περιορίζονται οι (έξτρα) αμοιβές των καθηγητών για το μάθημα που κάνουν σε αυτά τα προγράμματα και ενθαρρύνεται η πρόσληψη νέων επιστημόνων που θα υποβοηθήσουν το έργο τους.

Τα Συμβούλια Ιδρύματος, που πέρασαν άπρακτα –κατά δική τους ομολογία- και αμαυρώθηκαν με τον αποκλεισμό των μη αρεστών υποψηφίων Πρυτάνεων, καταργούνται, ενώ θεσπίζονται Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια που αναλαμβάνουν την ευθύνη να εργασθούν για τη λειτουργική ενοποίηση των Πανεπιστημίων, των ΤΕΙ και των Ερευνητικών Κέντρων μιας περιοχής. Η συγκρότηση του «Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης-Έρευνας», ένα πάγιο αίτημα της ακαδημαϊκής και της ερευνητικής κοινότητας και μια αδιαμφησβήτητη ανάγκη της νέας εποχής, είναι η κόκκινη κλωστή που διαπερνά όλο το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και του δίνει πραγματικά αναπτυξιακή προοπτική.

Η αντιπολίτευση στα Πανεπιστήμια ομνύει υπέρ της αξιοκρατίας και κατακεραυνώνει την «κομματικοποίηση», οργανώνοντας εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για το νομοσχέδιο Γαβρόγλου (όπως και για το προηγούμενο, του Μπαλτά). Δεν μπορεί όμως να κρυφτεί, γιατί στις πρώτες θέσεις αυτών των «μεστών» συνευρέσεων ποζάρουν ο Μητσοτάκης και ο Θεοδωράκης. Οι «αγανακτισμένοι» των Συμβουλίων Ιδρύματος διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους και γράφουν πύρινα στις εφημερίδες. Στα Ιδρύματα όμως επικρατεί ηρεμία και οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί βρίσκουν κάτι θετικό να πουν για τα νέα μέτρα. Οι Θεσμοί θέτουν τις ενστάσεις τους, αλλά καταλαβαίνουν ότι τα περισσότερα μέτρα που προτείνει το νομοσχέδιο Γαβρόγλου είναι η συνήθης πρακτική που ακολουθείται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και στο επίπεδο των Ελλήνων της διασποράς δεν παρατηρείται –τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή- η κινητοποίηση που είχε γίνει εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου.

Εκκρεμεί ίσως μία ερώτηση και δεν διστάζω να την απαντήσω: Είναι αυτός ο νόμος ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει προκύψει, μετά την εμπειρία της κρίσης; Απαντώ ανεπιφύλακτα «όχι». Στη διαδικασία του διαλόγου για την Παιδεία έπεσαν στο τραπέζι τολμηρές προτάσεις όπως για παράδειγμα η εκπαίδευση των φοιτητών από περισσότερα του ενός Τμήματα, η πιθανότητα θεσμοθέτησης ενός «ελληνικού ERASMUS» που θα εξασφάλιζε την κινητικότητα των φοιτητών μέσα στην επικράτεια. Έγινε επίσης λόγος για την ίδρυση πρότυπων μεταπτυχιακών προγραμμάτων με τη συνεργασία ελληνικών φορέων και διεθνών οργανισμών, προτάθηκε η έναρξη ενός προγράμματος οριζόντιας κινητικότητας ανάμεσα στο προσωπικό των Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων. Για τον ένα ή άλλο λόγο, όλα αυτά παραπέμφθηκαν σε μελλοντικές ρυθμίσεις.

Είναι βέβαιο ότι η επόμενη ημέρα στο Πανεπιστήμιο θα είναι κάπως καλύτερη από τη σημερινή, ιδίως όταν τα νέα μέτρα αρχίσουν να δίνουν καρπούς. Όμως, να μη έχουμε αυταπάτες: Το μείζον πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι η χρόνια υπό-χρηματοδότησή του. Και μέχρι να λυθεί αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να είναι κανείς συγκρατημένος -και ίσως επιφυλακτικός.