Η παρούσα παρέμβαση γίνεται με αφορμή τις πρόσφατες περιπτώσεις παραβατικότητας που ξεπερνούν την κλασική και συνήθη οικονομική παρανομία που κύρια εμφανίζεται με τη μορφή της φοροδιαφυγής. Αυτές αφορούν σε καθαρή παρανομία και συμπεριφορές υποκόσμου. Η αποκάλυψη – μέσω τυχαίων προληπτικών φορολογικών ελέγχων – περιπτώσεων φοροδιαφυγής, οι οποίες αναδεικνύουν εγκληματικές συμπεριφορές και ακραία ανομία από την πλευρά των παραβατών, «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» για τη σχέση της τυπικής οικονομικής παραβατικότητας με τη συνειδητή εγκληματικότητα. Μια σχέση με βαθιές ρίζες. Σε αυτήν θα αναφερθούμε, παρουσιάζοντας κατ’ αρχήν τι ορίζουμε ως ανομία.

Ads

Η ανομία, εννοιολογικά διατυπώθηκε από τον Γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Emile Durkheim στα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί κοινωνικής τάξης που βασίζονται στην υποταγή του ατόμου σε συστήματα κοινών αξιών και αντιλήψεων (κατάσταση «μηχανικής αλληλεγγύης») έχουν αποτύχει. Παράλληλα, η νέα κοινωνική τάξη, η οποία βασίζεται σε σχέσεις συμβολαίων και στην αλληλεξάρτηση (κατάσταση «οργανικής αλληλεγγύης») απέτυχε και αυτή να αναπτυχθεί επαρκώς. Αυτή η κοινωνική ανισορροπία χαρακτηρίζεται από ανομία. Είναι μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι έχουν ανεπαρκείς και ακατάλληλους κανόνες λειτουργίας, μέσω των οποίων και με τη βοήθεια της συναίνεσης, θα καθόριζαν την κατάλληλη συμπεριφορά. Αντί αυτών, εμφανίζεται μια ανομική συμπεριφορά. Αργότερα, ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Robert Merton, χαρακτήρισε την ανομία ως τη διάλυση της πολιτισμικής και κοινωνικής δομής. Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει ξεκάθαρη διάσταση μεταξύ των πολιτισμικών αξιών και στόχων μιας ομάδας και των κοινωνικών δυνατοτήτων των μελών της, τα οποία καλούνται να δράσουν σύμφωνα με αυτές. Η κοινωνική δομή διαλύεται και η ανομία εμφανίζεται.

Σε σχετική εμπειρική έρευνα της Μαρίας Κρανιδιώτη το 2011, για τη σχέση κοινωνικοοικονομικού επιπέδου και της εγκληματικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα, Ρωσία και Ουκρανία, διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με τη θεωρία του Merton, οι ισχυρά ανομικές συνθήκες που επικρατούν στις δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ενδέχεται να εμπνέουν τη χρήση εγκληματικών μέσων σε μεγαλύτερη έκταση από ό,τι αυτό συμβαίνει στις δυτικές κοινωνίες. Παρόλα αυτά, τα άτομα υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου είναι εκείνα που εμφανίζουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στο έγκλημα και στην αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ίσως, αυτή η φαινομενική ανωμαλία, να οφείλεται σε ασθενικούς ηθικούς περιορισμούς και σε μεγαλύτερη έκθεση σε εγκληματικές ευκαιρίες, που επιδρούν στα υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου άτομα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η έρευνα δείχνει ότι η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, στη Ρωσία και την Ουκρανία, αφθονούν και συνδέονται κυρίως με την κατάχρηση εξουσίας από άτομα υψηλού κοινωνικού επιπέδου.

Εάν λάβουμε υπόψη όλα τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι η ανομία έχει άμεση σχέση με τη χρόνια ανυπαρξία ισχυρών συνεκτικών αξιών, την ανεπαρκή λειτουργία των δομών του κράτους, τη διάσταση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου/ομάδας, καθώς και τους χαλαρούς, έως ανύπαρκτους, ηθικούς και δικαιϊκούς περιορισμούς, που θα είχαν τη δυνατότητα να περιορίσουν τις ανομικές συμπεριφορές.

Ads

Όλα αυτά, διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο «παρακράτος» που έχει μάθει να πορεύεται μέσα από την παραθεσμική λειτουργία, να επιλύει τα ζητήματα που ανακύπτουν με τις διαπλεκόμενες σχέσεις και να βολεύεται σε μια κατάσταση «συμφεροντολογικής αλληλεγγύης». Είναι ένα περίπλοκο και δύσκολα αντιληπτό σύστημα, μέσα στο οποίο «λειτουργούν» παρασιτικά ιδιωτικά (και ιδιοτελή) συμφέροντα, κρατικά όργανα με μαφιόζικες πρακτικές, πολιτικά πρόσωπα ως διασφαλιστές της «ομαλής» (κατά τη δική τους αντίληψη) ροής των πραγμάτων και πρόσωπα του υποκόσμου και της «νύχτας» που εγγυώνται την κανονικότητα, τα οικονομικά οφέλη και την ασυλία.

Απέναντι σε αυτή τη σχέση ανομίας και «παρακράτους» τι μπορούμε να προτάξουμε; Από την μια πλευρά, οι εκ των άνω, μία ακατάπαυστη επιμονή και μεθοδικότητα στην μάχη ενάντια στη σχέση ανομίας και «παρακράτους» και από την άλλη, οι εκ των κάτω, τη συνειδητή και σταθερή κοινωνική και ηθική στήριξη σε αυτή τη μάχη. Το διακύβευμα είναι πολιτικό, αξιακό και κοινωνικό.

Η σχέση ανομίας και «παρακράτους», έχει μάθει να «κινείται» παρασκηνιακά, στο σκοτάδι και στο «μιλητό». Γι’ αυτό πρέπει να αποκαλύπτεται, να «ξεσκεπάζεται» και να αντιμετωπίζεται σκληρά και όχι «με το γάντι». Πρέπει να τιμωρείται ποινικά, ως ειδικό αδίκημα και να νιώθει ότι μειώνεται, έως «εξαφανίζεται», η περιουσία που έχει αποκτηθεί. Ούτως ή άλλως, αυτή, κατά βάσει, προέρχεται από μη νόμιμες πηγές. Δεν προσμετράται στην οικονομική ανάπτυξη και δεν αφορά στα εκατομμύρια των πολιτών που ζουν μια σκληρή οικονομική καθημερινότητα. Η παράνομη σχέση είναι υπαρκτή, είναι ριζωμένη, αλλά δεν είναι άτρωτη. Παλεύεται και διαρρηγνύεται. Αρκεί να υπάρχει η πολιτική απόφαση.