[…] Στην Ελλάδα πράγματι η ακροδεξιά είναι τελείως περιθωριακή και ασήμαντη έως το 2007 που μπαίνει το ΛαΟΣ στη Βουλή. Ωστόσο δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι πολλά τα δεδομένα που στηρίζουν τη συστηματική από τη δεκαετία του 1990 καλλιέργεια ανοχής απέναντι στους εκπροσώπους και στο λόγο της ακροδεξιάς από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση, τη γενικότερη ανεπαρκή ιδεολογική αντίσταση της κοινωνίας και την απουσία κριτικής και γενικότερα ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ακροδεξιό λόγο από τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας και μάλιστα του ΠαΣοΚ ως σοσιαλιστικού κόμματος […]
Η Κοινωνιολόγος της Εκπαίδευσης και Ομότιμη Καθηγήτρια του Παν/μίου Αθηνών  Άννα Φραγκουδάκη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), συμμετέχοντας στην Έρευνα για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης.

Ads

Η αφορμή για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η απρόσμενη άνοδος της ακροδεξιάς, με την είσοδο δύο ακραίων κομμάτων στη Βουλή, το ΛαΟΣ και τη Χρυσή Αυγή, το δεύτερο μάλιστα ανοιχτά φιλοναζιστικό και με τους εκπροσώπους του κατηγορούμενους για πλήθος κακουργήματα.

Το αίτιο ήταν η ιστορική και κοινωνική γνώση των μεγάλων κοινωνικών κινδύνων που εγκυμονεί η διάδοση των ακροδεξιών ιδεών, παράλληλα με την ανοχή που επί χρόνια εμφανίζει η ελληνική κοινωνία απέναντι σε αυτές τις ιδέες. Με άλλα λόγια, η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έπεσε από τον ουρανό.

Χαρακτηριστικό δεδομένο είναι ότι άργησε να εμφανιστεί σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, όπου από τη δεκαετία του 1990 ακροδεξιά κόμματα μπαίνουν στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, ακόμα και σε δημοκρατίες όπου αυτό φαινόταν αδύνατο, π.χ. στη Σουηδία.

Ads

Την απουσία ακροδεξιάς την επεσήμαναν μάλιστα μελέτες για το ακροδεξιό φαινόμενο στην Ευρώπη, που διαπίστωναν ότι εξαιρούνται τρεις χώρες η Ισπανία, η Πορτογαλλία και η Ελλάδα και ερμήνευαν την απουσία ακροδεξιάς με το πολιτικό τους παρελθόν.

Οι πολίτες, γράφουν οι μελέτες, ταυτίζουν τις θέσεις και τον πολιτικό λόγο των ακροδεξιών κομμάτων με το έλλειμμα δημοκρατίας που έζησαν έως σχετικά πρόσφατα και τους βλέπουν σαν γραφικές περιπτώσεις νοσταλγών των δικτατορικών καθεστώτων.

Στην Ελλάδα πράγματι η ακροδεξιά είναι τελείως περιθωριακή και ασήμαντη έως το 2007 που μπαίνει το ΛαΟΣ στη Βουλή. Ωστόσο δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι πολλά τα δεδομένα που στηρίζουν τη συστηματική από τη δεκαετία του 1990 καλλιέργεια ανοχής απέναντι στους εκπροσώπους και στο λόγο της ακροδεξιάς από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση, τη γενικότερη ανεπαρκή ιδεολογική αντίσταση της κοινωνίας και την απουσία κριτικής και γενικότερα ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ακροδεξιό λόγο από τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας και μάλιστα του ΠαΣοΚ ως σοσιαλιστικού κόμματος.

Οι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς έχουν επί χρόνια μεγάλη προβολή, όχι μόνο σε περιθωριακά κανάλια ή ακροδεξιές εφημερίδες, αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς με μεγάλο κοινό, ακόμα και στην κρατική τηλεόραση και από γνωστούς δημοσιογράφους.

Καλούνται συστηματικά στην τηλεόραση ως συνομιλητές και μάλιστα σε εκπομπές που αφορούν «εθνικά» θέματα, ενώ οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών κομμάτων δεν αρνούνται να γίνουν συνομιλητές τους.

Έτσι άτομα με τελείως περιθωριακή παρουσία στην πολιτική σκηνή αποχτούν σιγά σιγά πανελλήνια αναγνωρισιμότητα, πράγμα που με τον καιρό αναμφίβολα ευνόησε την είσοδό τους στη Βουλή.

Τα ΜΜΕ λοιπόν ευνόησαν την ακροδεξιά, ενώ οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών κομμάτων δεν αναγνώρισαν εγκαίρως τον κίνδυνο που εγκυμονεί ο λόγος των ηγετών της ακροδεξιάς με τα κηρύγματα πατριδοκαπηλίας, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.

Αντίθετα μάλιστα, αρκετοί άρχισαν να κλίνουν προς τις θέσεις που εμφανίζονταν να αντλούν ψήφους υπέρ της ακροδεξιάς.

Επιπλέον, μέρος των διανοουμένων επί χρόνια καλλιέργησε το συντηρητισμό με την ανοχή σε έναν εθνικισμό ξεπερασμένο, πατριδοκαπηλικό, αντιευρωπαϊκό και απομονωτικό που καλλιέργησε ευρύτατα το μύθο των κινδύνων που απειλούν το ελληνικό έθνος.

Το ακροδεξιό φαινόμενο την εποχή μας δεν είναι ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό. Έχει σε όλες σχεδόν τις χώρες αίτια κοινά.

Τα κυριότερα αίτια, εκτός από την πρόσφατη οικονομική κρίση που τα επιδείνωσε, είναι η μείωση και σταδιακή άρση εμπιστοσύνης στα κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία στην Ευρώπη από το 1945, το μεταναστευτικό πρόβλημα, η παγκοσμιοποίηση και η κρίση των ιδεών που ακολούθησε την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, με μεταξύ άλλων συνέπεια να θολώσει τα ιδεολογικά όρια ανάμεσα στα δεξιά και τα αριστερά, γεννώντας μείγματα και ιδεολογικές μεταλλάξεις, με αποτέλεσμα μεγάλη σύγχυση.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο σχετίζεται επιπλέον με μια βαθιά κρίση της εθνικής ταυτότητας που προκάλεσε η συμμετοχή στην ΕΕ, εξαιτίας μεταξύ άλλων της εθνικής ιδεολογίας που αναπαράγουν οι θεσμοί και ιδίως το σχολείο, μιας εθνικής ιδεολογίας ανεπίκαιρης και βλαβερής.

Το βιβλίο διαγράφει την πορεία των εθνικών ιδεών από τη δεκαετία του 1980 έως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Αναδεικνύει τις εξελίξεις που επί 35 χρόνια θεμελίωσαν με σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις τη δημοκρατική κοινωνία.

Αναδεικνύει επίσης μια παράλληλη με τις δημοκρατικές εξελίξεις πορεία, κατά την οποία η ελληνική κοινωνία σταδιακά εγκλωβίζεται σε έναν εθνικισμό παραδοσιακό και ανεπίκαιρο, φανατικό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό, άρα γενικότερα καταστροφικό για τα εθνικά συμφέροντα.

Αυτή η σταδιακή πορεία προς έναν νέο συντηρητισμό, θα οδηγήσει διανοουμένους από όλο το πολιτικό φάσμα στην κατασκευή ενός ιδεολογήματος περί κινδύνων αλλοίωσης και εξαφάνισης που απειλούν το ελληνικό έθνος, φαινόμενο που θα καλλιεργήσει κοινωνική δεκτικότητα στις ιδέες της ακροδεξιάς και θα ευνοήσει η παρέμβαση του θεσμού της Εκκλησίας στο πεδίο της πολιτικής.

Αυτή η πορεία προς έναν νέο συντηρητισμό, μια καινούρια εθνικοφροσύνη είναι προϊόν κρίσης της εθνικής ταυτότητας.
 
Το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου στηρίζεται σε ανάλυση ερευνητικών δεδομένων και υποστηρίζει ότι η επίσημη εθνική ιδεολογία που καλλιεργούν οι θεσμοί και ιδίως το σχολείο είναι βαθιά αλλοιωτική της εθνικής αυτογνωσίας. Αναπαράγει το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του κλασικού ρατσισμού και έτσι καλλιεργεί μια εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή.

Η επίσημη ιδεολογία και τα σχολικά βιβλία παρουσιάζουν το ελληνικό έθνος σαν οντότητα φυσική και περίπου αιώνια. Αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία του 19ου αιώνα, τα σχολικά βιβλία αξιολογούν τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» σαν τον «ανώτερο» στη γη.

Καθώς όμως το ευρωκεντρικό στερεότυπο του ρατσισμού είναι ταξινομία που αποδίδει «κατωτερότητα» σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς της «ανατολής» και του «νότου», η αποδοχή και αναπαραγωγή του στερεοτύπου από την εθνική ιδεολογία εγκλωβίζουν την εθνική ταυτότητα σε αυτή την «κατωτερότητα».

Στη συνέχεια για να αποκαταστήσει η αφήγηση περί ελληνικού έθνους την εθνική ανωτερότητα, καταφεύγουν τα σχολικά βιβλία στο μύθο ότι οι Έλληνες «διατήρησαν» τα «εθνικά» τους χαρακτηριστικά ίδια και αναλλοίωτα από την πιο μακρινή αρχαιότητα.

Η έμμεση αυτή άρνηση των επιδράσεων επαναλαμβάνεται με πλήθος τρόπους, πληροφορίες και αποσιωπήσεις, ώστε στην ερευνητική ερώτηση ποιες είναι οι επιδράσεις στον ελληνικό πολιτισμό, τα σχολικά βιβλία απαντούν, είναι επιδράσεις από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και το Διαφωτισμό, που και αυτός βασική του πηγή έχει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Είναι ήδη φανερό ότι η μυθική απουσία επιδράσεων αφορά τους πολιτισμούς που το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του ρατσισμού ταξινομεί «κατώτερους».

Ο μύθος αυτός όμως παράγει μια γιγάντια αντίφαση με την πολιτισμική πραγματικότητα. Είναι πολλές οι επιδράσεις, οθωμανικές, σλαβικές, μεσανατολίτικες, σεφαρδίτικες, αραβικές, ιταλικές, για να περιοριστούμε στις πιο παλιές και πιο έντονες, που επιπλέον είναι αισθητές παντού στη χώρα και αναγνωρίζονται από όλους ανεξαιρέτως.

Άρα τι κάνει η επίσημη εθνική ιδεολογία; Ισχυριζόμενη ότι οι μόνες επιδράσεις που «διατηρούνται» επί αιώνες προέρχονται από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και το Διαφωτισμό, κρύβει με ένα προσωπείο αρχαίου κάλλους το πραγματικό και «κατώτερο» εθνικό μας πρόσωπο. Άρα καλλιεργεί μια εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή εθνική ταυτότητα.
 
Όπως τεκμηριώνει η μεγάλη βιβλιογραφία για τις ρατσιστικές ιδεολογίες και τις διακρίσεις, ο ρατσισμός γεννάει ρατσισμό. Αναπαράγοντας το ευρωκεντρικό στερεότυπο του ρατσισμού περί ευρωπαϊκής «ανωτερότητας», η επίσημη εθνική ιδεολογία υποτιμάει και υποβιβάζει την ελληνική εθνική ταυτότητα.

Το στίγμα της «κατωτερότητας» δεν αναιρείται από το μύθο της απουσίας ανατολικών, δηλαδή «κατώτερων» επιδράσεων, αντίθετα ισχυροποιείται από την ολοφάνερη ύπαρξη αυτών των επιδράσεων. Και το στίγμα της «κατωτερότητας» είναι από μόνο του γενεσιουργό του ρατσισμού και των διακρίσεων.

Την ιδεολογία της ακροδεξιάς τόσο παντού όσο και στην Ελλάδα συνθέτουν ο φανατικός εθνικισμός, ο αυταρχισμός, ο μιλιταρισμός, ο αντισημιτισμός, η ξενοφοβία, οι διακρίσεις και ο ρατσισμός.

Βασικό ιδεολόγημα της ακροδεξιάς παντού όπως και στην Ελλάδα είναι η πολιτισμική «καθαρότητα». Το ιδεολόγημα περί «καθαρότητας» στηρίζει ένα αποτρόπαιο αίτημα «αποκατάστασης» της «καθαρότητας», όπως το διατύπωσε ο ναζισμός, με στόχο να εξαφανιστούν οι διαφορές. Το αίτημα να εξαφανιστούν οι διαφορές καταλήγει στην πολιτική επιδίωξη να εξαφανιστούν οι «διαφορετικές» ανθρώπινες ομάδες.

Η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας γεννάει ρατσισμό και ο ρατσισμός νομιμοποιεί τις ακροδεξιές ιδέες.

Ένα ισχυρό παράδειγμα είναι ο αντισημιτισμός. Υπάρχουν δύο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα. Είναι πολύ διαδεδομένος στην ελληνική κοινωνία, ενώ συγχρόνως πλήθος δεδομένα τεκμηριώνουν ότι αν έθετε μια έρευνα το ερώτημα, εάν είναι ο αντισημιτισμός διαδεδομένος στον ελληνικό λαό, θα ήταν συντριπτικά τα ποσοστά των αρνητικών απαντήσεων. 

Το πόσο είναι διαδεδομένος το τεκμηριώνει μια πρόσφατη μεγάλη έρευνα για τον αντισημιτισμό στον κόσμο. Έγινε σε 102 χώρες από μια αμερικανική ΜΚΟ, την Antidefamation League και τα αποτελέσματα αναρτήθηκαν στον ιστότοπό της στις 15 Μαΐου φέτος.

Τα ψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται, όπως είναι κατανοητό, στον αραβικό και ισλαμικό ιδίως κόσμο, με ψηλότερο στη μέση Ανατολή και ύστερα τη βόρειο Αφρική.

Στην Ευρώπη, τα ψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και κυμαίνονται από το ψηλότερο 45% στην Πολωνία και το χαμηλότερο 13% στην Τσεχία, ενώ στη δυτική Ευρώπη κυμαίνονται από το ψηλότερο 37% στη Γαλλία και το χαμηλότερο 4% στη Σουηδία.

Στην Ελλάδα ο αντισημιτισμός εμφανίζεται εντυπωσιακά ψηλότερος από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ψηλότερος ακόμα και από το Ιράν και φτάνει στο υπερβολικό ποσοστό 69%, πράγμα που σημαίνει ότι εφτά στους δέκα Έλληνες έχουν αντισημιτικές πεποιθήσεις.

Παράλληλα είναι ελληνική ιδιαιτερότητα να μην είναι ο αντισημιτισμός αναγνωρίσιμος. Αντίθετα με αλλού εμφανίζεται σε κοινωνικές ομάδες με πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις θεωρητικά αντίπαλες με τα στερεότυπα, τις διακρίσεις, τις φυλετικές θεωρίες και τους ρατσισμούς.

Εμφανίζεται σε κοινωνικές ομάδες που ταυτίζονται με τα αριστερά κόμματα και αυτοαναγνωρίζονται μαχητές ενάντια στις διακρίσεις και τους ρατσισμούς.

Σε ψηλά ποσοστά οι έλληνες πολίτες δεν ταυτίζουν τις αντισημιτικές απόψεις και θέσεις με το ρατσισμό, τις διακρίσεις και τις ακροδεξιές ιδεολογίες. Η αντίφαση είναι μεγάλη, εκφράζουν αντισημιτικά στερεότυπα, ενίοτε κραυγαλέα και παράλληλα πιστεύουν ότι δεν είναι ρατσιστές ούτε αντισημίτες.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Θα περιοριστώ σε ένα βαριά συμβολικό, τις σχετικές δημόσιες δηλώσεις του μεγάλου και αγαπητού από όλους συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Το Μάιο του 2011, γεμάτη από ειλικρινή οργή για τους «συκοφάντες» που τον αποκαλούν αντισημίτη, γράφει με φορτισμένο ύφος ότι «μισεί» το «Φασισμό – Ναζισμό – Εθνικισμό – Αντικομμουνισμό και Αντισημιτισμό» κι ακόμα: «ματώσαμε για… τις ιδέες μας, έτσι έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι αναδειχθήκαμε μεταξύ των πρωτεργατών στην υπεράσπιση των θυμάτων του Φασισμού και Αντισημιτισμού».

Στη συνέχεια, σε κραυγαλέα αντίφαση με αυτές τις φράσεις, καταλήγει ως εξής: «ο Σιωνισμός […] χρησιμοποιεί σαν άλλοθι το Ολοκαύτωμα για πράξεις καθαρά αντιδραστικού χαρακτήρα, όπως είναι η κρατική πολιτική του Ισραήλ και ο ρόλος παραγόντων του Εβραιοαμερικανικού λόμπυ στη διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ. Έτσι κάθε κριτική χαρακτηρίζεται έντεχνα αντισημιτισμός […] Επειδή είμαι από εκείνους που δεν με σταματά τίποτα προκειμένου να πω την αλήθεια […] οι αντίπαλοί μου […] με μειώνουν ως άνθρωπο και ως συνθέτη. Κυρίως ως συνθέτη, γιατί οι Σιωνιστές ελέγχουν σε ποσοστό 99% τη μουσική ζωή της Οικουμένης».

Για να ερμηνευτεί αυτό το με την πρώτη ματιά αξιοπερίεργο φαινόμενο, να εκφράζονται τόσο κραυγαλέα αντισημιτικά στερεότυπα και συγχρόνως ο πομπός τους να μην έχει καθόλου συνείδηση, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην υποτιμημένη εθνική ταυτότητα και το ρατσισμό που γεννάει ρατσισμό.

Ερευνητικά δεδομένα για το ρατσισμό στην ελληνική κοινωνία δείχνουν ότι οι έλληνες πολίτες δεν εμφανίζονται χωρίς ευαισθησία στο θέμα του ρατσισμού και των διακρίσεων.

Ακόμα και εκείνοι που διατυπώνουν ανοιχτά ρατσιστικές θέσεις, τις αναγνωρίζουν και κάνουν απόπειρες αποποίησης του στίγματος ότι είναι ρατσιστές, δηλαδή τουλάχιστον σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν το ρατσισμό και το μεγαλύτερο ποσοστό αρνείται να ταυτιστεί μαζί του. Τον αναγνωρίζουν με εξαίρεση τον αντισημιτισμό, αλλά όχι μόνο.

Υπάρχει άλλη μία εξαίρεση που αποκαλύπτει μια μεγάλη παρανόηση, πλατιά διαδεδομένη για το τι είναι ρατσισμός.

Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, οι Έλληνες αναγνωρίζουν το ρατσισμό αλλά μόνο όταν αφορά τους λαούς εκείνους που ο ρατσισμός θεωρεί «κατώτερους». Δηλαδή τον αναγνωρίζουν άμεσα σε κάθε υποτιμητική φράση που αφορά π.χ. τους Αλβανούς και άλλους υποτιθέμενους κατώτερους, δεν τον αναγνωρίζουν όμως καθόλου σε εξίσου υποτιμητικές φράσεις που αφορούν π.χ. τους Άγγλους ή τους Γερμανούς, δηλαδή τους υποτιθέμενους ανώτερους.

Σαν να μην ήταν ο ρατσισμός στερεοτυπική γενίκευση που αποδίδει μειωτικά χαρακτηριστικά σε μιαν οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα. Σαν να ήταν δημόσια αναγνώριση μιας εξ αντικειμένου κατωτερότητας, μιας ήδη δοσμένης κατώτερης ύπαρξης.

Εδώ αποχτάει νόημα η αλλιώς ακατανόητη μη αναγνώριση του αντισημιτισμού. Ο αντισημιτισμός συνοψίζεται σε μια σειρά στερεότυπα που εμπνέουν μίσος, καθώς περιγράφουν τους Εβραίους γενικά σαν ένα κακό, επικίνδυνο για τα άλλα έθνη αποδίδοντάς τους την ευθύνη για όλα τα δεινά του κόσμου.

Στην Ελλάδα η πιο ακραία και παραληρηματική σχεδόν μορφή αυτού του μίσους με αναφορά στον κίνδυνο που αποτελεί «ο διεθνής σιωνισμός» για «το ελληνικό έθνος» ανήκει στη Χρυσή Αυγή.

Ο κίνδυνος, κατά τους φιλοναζιστές της ΧΑ, πηγάζει από μια περιγραφή του, που παρουσιάζει τον «διεθνή σιωνισμό» να κατέχει μια υπερδύναμη πλανητικής έκτασης και εμβέλειας, τελείως αστήριχτη στα αντικειμενικά δεδομένα και τη στοιχειώδη λογική.

Περιγράφεται το μυθικό θηρίο, ο «διεθνής σιωνισμός» να κατέχει τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας, τον έλεγχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου, των ΜΜΕ όλης της οικουμένης…

Αν τώρα συνδέσουμε τα παραπάνω με το πώς αντιλαμβάνεται μεγάλο μέρος των Ελλήνων το ρατσισμό, σαν την υποτίμηση εκείνων που είναι εξ αντικειμένου, φτωχοί, περιθωριοποιημένοι και ιδίως ανίσχυροι, ερμηνεύεται γιατί ο αντισημιτισμός είναι μη αναγνωρίσιμος. Αφορά μια ανθρώπινη ομάδα που το μίσος εναντίον της τροφοδοτεί μια γιγάντια διαστρέβλωση, καθώς παρουσιάζει τα μέλη της να κατέχουν μια φαντασιακή και παγκόσμια υπερδύναμη που ελέγχει το σύνολο του πλανήτη.

Συνοψίζοντας, το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι η ανάλυση που αναδεικνύει ότι οι θεσμοί και ιδίως το εκπαιδευτικό σύστημα, καθηλωμένο σε μια ανεπίκαιρη εθνική ιδεολογία άλλων εποχών, διαμορφώνουν μια  εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή.

Τεκμηριώνει ότι αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο παραφθείρει την εθνική αυτογνωσία, καλλιεργεί ανοχή στις ακροδεξιές ιδεολογίες και, με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης που είχε οδυνηρές συνέπειες, έπαιξε έντονα αρνητικούς ρόλους σε όλα τα πεδία ιδίως της αντιπολίτευσης ενάντια στη «μνημονιακή πολιτική».

Οδήγησε να μεταμφιεστεί η όλη αντιπολίτευση απέναντι στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από πολιτική σύγκρουση σε «εθνική» υπόθεση ανάμεσα σε Έλληνες και «ξένους». Καλλιέργησε έναν άκριτο και φανατικό εθνικισμό, με συνέπεια η πολιτική σύγκρουση ιδεών για όλα τα διακυβεύματα τα σχετικά με την κρίση, με την ΕΕ και με την παγκοσμιοποίηση να μεταμφιεστεί από πολιτική σύγκρουση σε αντιπαράθεση ανάμεσα σε «πατριώτες» και «προδότες».

Με άλλα λόγια, η αντιπολίτευση απέναντι στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ θα ονομαστεί αντιπαράθεση για την εθνική «ανεξαρτησία». Αυτό θα αλλοιώσει την πολιτική μάχη, θα εμποδίσει την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης και των διαπραγματεύσεων, αλλά θα εμποδίσει εξίσου και την αποτελεσματική αντιπολίτευση.

Τέλος, όπως αναλύεται στο βιβλίο, θα οδηγήσει σε μια ευρύτερη κρίση των κοινοβουλευτικών θεσμών και της δημοκρατίας, φαινόμενο που μεταξύ άλλων εξίσου σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων λειτουργεί καλλιεργώντας συναίνεση στην ακροδεξιά.-“

image

Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Άννα Φραγκουδάκη, Αλεξάνδρεια, 2013

Η Άννα Φραγκουδάκη είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έζησε στη Γαλλία, 1964-1976, όπου σπούδασε κοινωνιολογία και ειδικεύθηκε στην κοινωνιολογία της παιδείας.

Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Rene Descartes – Paris V (1975, τμήμα επιστημών της εκπαίδευσης) και υφηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1978, Φιλοσοφική Σχολή). Έχει διευθύνει έρευνες με αντικείμενο τα περιεχόμενα των σχολικών εγχειριδίων, τον εθνοκεντρισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, τις κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση.

Οι κύριες δημοσιεύσεις της αφορούν τις κοινωνικές ανισότητες, τις διακρίσεις με βάση το φύλο και την κουλτούρα, την ιστορική διγλωσσία και την κοινωνική της λειτουργία, την ανάλυση των σχολικών βιβλίων, τον εθνοκεντρισμό και το ρατσισμό στην εκπαίδευση.