Ο χρόνος ούτε συστέλλεται, ούτε διαστέλλεται αυθαίρετα και με άνεση ανάμεσα στις λεπτομέρειες. Οι δύο μήνες του lockdown για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης δεν σταμάτησαν τον χρόνο, αντίθετα έχουν timeline επιδραστικό και στο μετά την καραντίνα. Και αυτό γιατί, όπως και ο Έλιοτ έχει σημειώσει, «όλος ο χρόνος δεν μπορεί να εξαγοραστεί».

Ads

Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει τη μεγάλη επιστροφή του στην προγραμματική στιβαρότητα, τη μόνη ασφαλή οδό που θα του δώσει τη δυνατότητα να ξανασυνομιλήσει αξιόπιστα με μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Τα καλά νέα θα σταματήσουν εδώ, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προκαλέσει πολιτικά γεγονότα κινητοποίησης και έντασης πέρα από το δικό του οικοσύστημα.

Ο Covid-19 ακόμα έχει κοινωνίες σε φόβο και βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλη και μακρά μάχη για το αν η βιοπολιτική θα γίνει το νέο μέσο επιβολής και αναγκαστικότητας του νεοφιλελευθερισμού ή θα αμφισβητηθούν υπαρξιακά δομές του και σε ποια κατεύθυνση.

Ήδη εκφράζονται ανησυχίες -και δεν είναι αβάσιμες- για επιχείρηση παρέμβασης στον πυρήνα των ελευθεριών και της δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς βέβαια το δικαίωμα είναι deux-pièces έννοια, κι όταν περιστέλλονται κοινωνικά δικαιώματα, περιστέλλονται και ελευθερίες. Άρα η σύγκρουση θα είναι ταυτόχρονη.

Ads

Ο Covid-19 αφήνει μια βαθιά ύφεση που μπορεί να μετατραπεί σε συστημική κρίση. Στην Ευρώπη για μια ακόμη φορά ολιγωρούν, αν και τώρα δεν είναι μια κρίση που, αν φορτωθεί στον Νότο κι ενισχυθούν οι περιφερειακές ανισότητες, καθάρισαν. Η περιβόητη αμοιβαιοποίηση (αλλά στο βάθος ESM) έχει μια κακή προϊστορία, πολλά προαπαιτούμενα, μεσοπρόθεσμα και αξιολογήσεις.

Κυβέρνηση

Την ίδια ολιγωρία του μη σχεδίου και του επικίνδυνου «βλέποντας και κάνοντας» ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση. Έχει μια αξία όμως να θυμηθεί κανείς σε ποια κατάσταση ήταν η χώρα όταν έφτασε εδώ η πανδημία. Τα αποτελέσματα του Φεβρουαρίου έδειχναν μια ελλειμματική απόκλιση στους στόχους των εσόδων, και ταυτόχρονα η κυβέρνηση είχε στήσει ένα επικοινωνιακό σόου εθνικιστικού παροξυσμού στον Έβρο, αφού είχε μόλις «κατατροπώσει» τον «εσωτερικό εχθρό» στα νησιά. Παρά τις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση σε πολύ σύντομο χρόνο βρισκόταν σε κακή πορεία στα οικονομικά, πορεία που θα την απομάκρυνε από τις προεκλογικές εξαγγελίες για φοροελαφρύνσεις στη μεσαία τάξη. Και από την άλλη τα ελληνοτουρκικά έφταναν πολύ κοντά στη Χάγη. Κάτι που θα απαιτούσε άλλη κυβέρνηση, οικουμενική -για να γράφονται τα πράγματα ξεκάθαρα- και αυτό θα οδηγούσε έναν πρωθυπουργό πολύ σύντομα από την εκλογή του με αυτοδυναμία, να βρεθεί εκτός πρώτου πλάνου.

Άρα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ο Covid-19 ήταν μια κάποια λύση, πάγωνε εξελίξεις και δημιουργούσε ένα άλλοθι για να φορτωθούν αρνητικές επιδόσεις, αλλά και σχεδιασμοί. Το δόγμα της «ατομικής ευθύνης» από την πρώτη στιγμή μέλλει να είναι και το στρατηγικό πλαίσιο της κυβέρνησης. Μετά από δύο μήνες lockdown έχει να επιδείξει την προστασία της ζωής, όμως χωρίς την ενίσχυση του ΕΣΥ. Και ταυτόχρονα την καταστροφή στο κοινωνικό πεδίο χωρίς την εντός των αναγκών στήριξη. Το δόγμα της «ατομικής ευθύνης» θα είναι η αυτοενοχοποίηση της κοινωνίας και η στοχοποίηση του διπλανού, όσο η κρίση θα βαθαίνει.

Η κυβέρνηση όμως χρησιμοποίησε την υγειονομική κρίση και το lockdown και ως ευκαιρία για να αναπτύξει «τεχνολογία εξουσίας» στον ιδεολογικό της πυρήνα, δηλαδή για την εξυπηρέτηση των ελίτ.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν: 

  • Οι παρεμβάσεις στην εργασία, μεγάλο προεκλογικό γραμμάτιο προς τον ΣΕΒ.
  • Το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο που διευθετεί απαιτήσεις του κεφάλαιου για επενδύσεις χωρίς κανόνες και έλεγχο.
  • Η ενίσχυση με τη μερίδα του λέοντος κλάδων ως πληττόμενων, ενώ δεν είναι. 
  • Η αχαλίνωτη χρηματοδότηση των ΜΜΕ για την άλωση της δημοκρατίας με την εκκωφαντική μονοφωνία.

Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και παρά την τιτάνια προσπάθεια της επικοινωνίας και των ΜΜΕ, η κυβέρνηση στη φαρέτρα της έχει μόνο την υγειονομική κατάσταση. Δεν είναι όμως η μοναδική χώρα, όλα τα Βαλκάνια το κατάφεραν. Υπάρχουν και εξηγήσεις: γρήγορα μέτρα σε μια περίοδο που δεν υπήρχε τουρισμός και μετακινήσεις στα αεροδρόμια. Στο κοινωνικό πεδίο υπάρχει ήδη κόπωση και απογοήτευση για το πρόγραμμα στήριξης που επανεκκινεί την οικονομία άρον-άρον χωρίς σχέδιο, στη λογική του όποιος αντέξει, να δούμε και τα νούμερα τον Σεπτέμβριο. Σε δημοσκοπήσεις, αλλά και στο «μπλοκάκι» του Μητσοτάκη, καταγράφεται υποχώρηση του κυβερνητικού έργου και της αποδοχής του από τους πολίτες σε όλες τους τομείς, πλην της ψηφιακής πολιτικής.

Και ενώ στο κυβερνητικό επιτελείο έτρεχε το σαλάκι για άμεση προσφυγή στις κάλπες, ώστε να καβαλήσουν το ζήτημα της υγείας, τώρα επικρατούν και δεύτερες σκέψεις.

Και αυτό γιατί:

  • Θα συναντούσε πάνδημη και ενιαία αντίδραση από την αντιπολίτευση και την κοινωνία η κυνικότητα της επιλογής.
  • Παρά τα δημοσκοπικά ποσοστά, τα μοντέλα της απλής αναλογικής μπορούν να φέρουν και εκπλήξεις. Μια ισχνή αυτοδυναμία για παράδειγμα.
  • Οι ελίτ αν και απολαμβάνουν διευθετήσεων, δεν είναι και τόσο θετικές για πρόωρες εκλογές.

Υπάρχει πάντα και το αστάθμητο που μπορεί να κάνει ανυπόφορο το εκλογικό σενάριο.  Το «σκοιλ ελικικου» σκάνδαλο των ΚΕΚ, η κοινή αντίδραση εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων στις κάμερες, και το κίνημα του #supportartworkers που τους έσκασε από το πουθενά, έχουν χαρακτηριστικά αστάθμητου χωρίς εύκολη διαχείριση. Πόσο μάλλον αν τους προέκυπτε και κάποια πολιτική πρωτοβουλία, την οποία και θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν.

Έτσι σε πρώτη φάση όλα δείχνουν ανασχηματισμό, καταγραφή και στάθμιση διαρκώς μέχρι τον Σεπτέμβριο. Και αυτά με την πολιτική μετατόπιση που θα επιχειρήσει ο Μητσοτάκης προς το «παραδοσιακό κέντρο» ή το «ακραίο κέντρο» (υπάρχουν πολλές ερμηνείες και αναλύσεις για την πραγματική στόχευση). Η μετατόπιση είναι αναγκαία για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, θα φέρει όμως τον Μητσοτάκη σε σύγκρουση με το κύμα του δεξιού ριζοσπαστισμού, τον καταλύτη για την εκλογή του με αυτοδυναμία. Και μπορεί να υπερκέρασε αυτή την αντίφαση με την εκλογή της ΠτΔ και το «έπος του Έβρου» μαζί, αλλά δεν θα είναι εύκολη για πολύ η ισορροπία σε μία δοκό με λιτότητα, συναινέσεις στο κέντρο και ακροδεξιό λαϊκισμό ταυτόχρονα.

Έτσι το κερδισμένο δίμηνο από την κυβέρνηση μετατρέπεται σε ένα νέο παιχνίδι αναζήτησης του χρόνου.

ΣΥΡΙΖΑ

Η πανδημία βρήκε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε κατάσταση πολιτικής ανίας και χωρίς να έχει ολοκληρώσει την οργανωτική ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας του. Το πρώτο παραμένει ως πρόβλημα με δεδομένο και ότι μπορεί να χρειαστεί να μπει σε διάταξη μάχης. Για το δεύτερο, έτσι άγαρμπα όπως σχεδιαζόταν και έτσι σούπα όπως θα κατέληγε, στον ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να ευχαριστήσουν τον Covid-19 αργότερα για το ότι δεν πρόλαβαν να το ολοκληρώσουν.

Η δημόσια εικόνα του τραγική και ως προς τη συνεκτικότητα και ως προς το περιεχόμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο το 75% των αναφορών της λέξης «ΣΥΡΙΖΑ» σε όλο το φάσμα του ελληνικού διαδικτύου αφορούσε μόνο σε εσωκομματικά ζητήματα και το ισοζύγιο θετικού – αρνητικού sentiment ήταν για κλάματα.

Η θεοποίηση της αξίας της μοναδικότητας των απόψεων είχε ως επίπτωση να εγκαταλειφθεί η άσκηση των συλλογικών επεξεργασιών και της εκφοράς τους με πολλές στιγμές διολίσθησης στην αντιπολιτική που απομόνωσε τον ΣΥΡΙΖΑ από δυναμικά ακροατήρια, τα οποία και έχουν απαιτήσεις και στα οποία πρέπει να προσβλέπει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βέβαια οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η πλειοψηφία του πολιτικού του προσωπικού ακολούθησαν τη σοφή γραμμή που εμπεριέχεται στην φράση του Αλέξη Τσίπρα «μέτωπο ζωής σήμερα, μέτωπο λογικής αύριο», επέλεξαν να μην αναστείλουν την πολιτική κριτική και να επιμείνουν στην ουσιαστική αντιπολίτευση για τα κρίσιμα και όχι με την πρακτική του «λύκος στα πρόβατα».

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ενδημούν δύο βασικές αντιλήψεις: Η πρώτη που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» με πεφωτισμένο ηγέτη, καλύτερο διαχειριστή εντός του συστήματος του συναινετικού δικομματισμού που εναλλάσσεται στην εξουσία. Και η δεύτερη που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ εντός της αριστερής καθαρότητας και όχι απαραίτητα με τον στόχο της εξουσίας. Και οι δύο αντιλήψεις δεν επιβεβαιώνονται κοινωνικά ούτε και δύο μήνες πριν, αλλά ούτε προβλέπεται για το επόμενο διάστημα. Η πρώτη έσπασε τα μούτρα της στην κοινωνική πραγματικότητα πολύ πρόσφατα και δεν φταίνε στ’ αλήθεια οι άνθρωποι που την πιστεύουν, φταίει ότι δεν μπορούν να καταλάβουν – γιατί αυτό έχουν γνωρίσει μόνο ως άσκηση πολιτικής – ότι το συγκεκριμένο πλαίσιο έχει ξεπεραστεί παγκόσμια από την εποχή της κρίσης του 2008. Η δεύτερη, αν και οι αγωνίες, οι προθέσεις και το ηθικό πλεονέκτημα των ανθρώπων που την εκφράζουν ούτε αμφισβητούνται, ούτε κηλιδώνονται (και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς), προκαλεί τρία καλοπροαίρετα ερωτήματα: Πώς οι ίδιοι άσκησαν εξουσία χωρίς απαραίτητα αριστερή καθαρότητα (μνημονιακή διαχείριση), πώς άνθρωποι που γαλουχήθηκαν στο μεγάλο ρεύμα της ανανέωσης, της διαρκούς διαλεκτικής με το καινούριο, μεταβαπτίζονται σε σκληροπυρηνικούς της παράδοσης, και πώς γίνεται οι ίδιοι άνθρωποι να μην κατανοούν ότι ο «κομματικός τεχνοκρατισμός», η «κομματική πρωτοπορία», τελείωσε μαζί με τα κόμματα νέου τύπου κάπου στον 20ό αιώνα.

Το επόμενο διάστημα αυτές οι δύο εσωτερικές αντιλήψεις θα πρέπει να κατανοήσουν πολύ γρήγορα και να πειστούν ότι για την αντιμετώπιση αυτού που έρχεται χρειάζεται μια βαθιά αντισυστημική ρήξη πρώτα και κύρια με τις βεβαιότητες.

Δεν χρειάζεται κανείς να έχει κληρονομικό χάρισμα, αρκεί να παρακολουθεί πολύ σχολαστικά δημοσκοπήσεις και θα δει ότι η διαιρετική τομή που επανέρχεται ακόμα πιο βαθιά δεν είναι το «πρόοδος – συντήρηση», ούτε το «αριστερά – δεξιά», αλλά το «λαός – ελίτ». Μεγάλες πλειοψηφίες έχοντας (ξανα)χάσει τα πάντα θα αποκτήσουν αντισυστημικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, θα μισούν κάθε τι συστημικό. Είναι δηλαδή υπαρξιακό το ερώτημα και για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν θα καταγραφεί ως πολιτική δύναμη συστημικής ενσωμάτωσης ή θα μπει στη μόχλευση για να αποκτήσει ταυτότητα η αντισυστημική κοινωνική τάση. 

Το σχέδιο «Μένουμε Όρθιοι» (Ι και ΙΙ) αποτελούν τις πρώτες καλές στιγμές του ΣΥΡΙΖΑ μετά από πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Η συγκυρία πέρα από κοστολογημένα προγράμματα για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ανάγκη και από μεγάλες ιδέες και τομές. Του ΣΥΡΙΖΑ του πρέπει και του αναλογεί (με βάση τη διαδρομή του και όσα σηματοδοτεί σε Ελλάδα και Ευρώπη) να επεξεργαστεί και να καταθέσει μεγάλες ιδέες και τομές. Η κρίση του Covid-19 είναι και υπαρξιακού χαρακτήρα, θα δοκιμαστούν ιδέες και θα ξεπεταχτούν νέες από καινούρια υποκείμενα.

Έτσι δεν αρκεί να παρουσιάσει κανείς ένα πρόγραμμα που θα λέει τόσα δισ. ρευστότητας εδώ και τόσα εκεί, αν δεν μιλήσει για το παραγωγικό μοντέλο. Και μάλιστα από την σκοπιά της διασφάλισης του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Θεμιτές και σωστές οι απευθύνσεις που θα επιχειρήσει και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, αλλά δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνά ούτε λεπτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κύριος εκπρόσωπος του κόσμου της μισθωτής εργασίας και της νεολαίας. Ένα σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης μετά από υγειονομική κρίση δεν γίνεται να μην λαμβάνει υπόψιν το περιβάλλον, άρα απαιτεί πολιτικές και στρατηγικές αναθεωρήσεις για εξορύξεις, αγωγούς κλπ. Ένα σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης μετά από υγειονομική κρίση δεν γίνεται να μην λαμβάνει υπόψιν την αποκέντρωση του πληθυσμού, την δωρεάν πρόσβαση στο δημόσιο χώρο, τη διασφάλιση της εργασίας και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας. Ένα σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης δεν γίνεται να μην διασφαλίζει την προοπτική της αυτόνομης ζωής για την γενιά του Ντετόλ. Ένα σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης μετά από υγειονομική κρίση δεν γίνεται να μην βάζει ριζοσπαστικές προτάσεις για τη διεύρυνση της δημοκρατίας απέναντι στην επιβολή της βιοπολιτικής. 

Η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην προγραμματική αξιοπιστία είναι σίγουρα για καλό, αλλά αφενός χρειάζεται άνεση πολιτικού χρόνου για να αποδώσει καρπούς και αφετέρου δεν συνιστά από μόνη της πολιτικό γεγονός. Για παράδειγμα πολιτικό γεγονός (έστω μικρό, αλλά πολιτικό γεγονός) είναι η δήλωση του Ξαρχάκου. Την πιστώνονται ως δημοσιογραφική επιτυχία ο ραδιοφωνικός σταθμός Στο Κόκκινο και ο Ξυδάκης, αλλά όχι απαραίτητα ο ΣΥΡΙΖΑ. Και η αναγκαιότητα των πολιτικών γεγονότων είναι επιτακτική γιατί το κοινωνικό σώμα πρέπει να θυμηθεί τις εγγραφές της λιτότητας.

Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα τα ΜΜΕ έχουν αναλάβει τον ξεκάθαρο ρόλο της υπονόμευσης της Δημοκρατίας. Χυδαία αντιστροφή της πραγματικότητας και απόκρυψη γεγονότων. Στην πρώτη ματιά θυμίζει την κατάσταση του 2010 – 2014 με μόνη διαφορά στην πηγή χρηματοδότησης (τότε τα κονδύλια του ΔΝΤ, τώρα απευθείας ο κρατικός προϋπολογισμός), αλλά είναι πιο βαθιά η παρέμβαση στη δημοκρατία. 

Για έναν πολιτικό φορέα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκεί μόνο η καταγγελία, οφείλει ν’ αναλάβει πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, ώστε το πρότζεκτ της στοχοποίησης και της εξαφάνισης των κοινωνικών υποκείμενων από τη δημόσια σφαίρα να μην έχει μακροημέρευση. Αυτό θα ήταν πολιτικό γεγονός.

Ο Προυστ χρειάστηκε επτά τόμους στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου για να φτάσει στον χρόνο που ξαναβρέθηκε, η κοινωνική και πολιτική αντίδραση μπορεί να το κάνει πιο γρήγορα.