Στην διάζευξη του τίτλου, μια πρώτη απάντηση: Το χειρότερο συνδικάτο είναι αυτό που δεν υπήρξε ποτέ. 

Ads

Σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν την αξία και την αποτελεσματικότητα του συνδικαλισμού. Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν με καχυποψία το ρόλο των συνδικαλιστών.
 
Πριν από την κρίση, ο φρενήρης ρυθμός των αλλαγών (παγκοσμιοποίηση, τεχνολογική επανάσταση, εισαγωγή του ευρώ στη ζωή μας, Ολυμπιακοί Αγώνες κ.ο.κ.) έθεταν διαφορετικά αλλά εξίσου πιεστικά ζητήματα, σχετικά με το ρόλο ή την αναγκαιότητα  ύπαρξης ή όχι του συνδικαλισμού.
 
Ας γυρίσουμε λοιπόν λίγο πίσω κι ας αναλογιστούμε την κλίμακα των προσδοκιών πριν από 14 χρόνια. Η νεοτερικότητα, το Ίντερνετ, το Facebook, τα έξυπνα τηλέφωνα, το YouTube, τα κοινωνικά δίκτυα κ.ά. καθόριζαν τα καταναλωτικά -κυρίαρχα δε και τα πολιτιστικά- πρότυπα.
 
Εκείνη την περίοδο ο συνδικαλισμός αντιμετωπιζόταν ως “εμπόδιο” στην καθιέρωση «νέων ευκαιριών» και νέων τρόπων αναδιανομής του εισοδήματος (βλ. χρηματιστήριο). Και αυτό, μόνο και μόνο επειδή “επέμενε” στην αναγκαιότητα ύπαρξης πολιτικών και θεσμικών παρεμβάσεων στη λειτουργία των αγορών και στην διαφύλαξη των «παλαιών» βεβαιοτήτων (συλλογικές συμβάσεις, μισθολόγια αρχών,  ποιότητα και δικαιώματα εργασίας). Τότε θεωρήθηκε “αναχρονιστικός”.  Ή ακόμα χειρότερα, αληθινή τροχοπέδη στην ευκαιρία “απογείωσης” της ευμάρειας.
 
Στις εκλογές του 2000 και του 2004 το διακύβευμα ήταν η διανομή ακριβώς αυτής της ευημερίας.
 
Από τότε συνέβησαν πολλά, σύνθετα και πολύπλοκα.
 
Όταν ο Τζ. Κ Γκάλμπρεθ έλεγε, ότι ” ο πρωταρχικός σκοπός της οικονομολογικής πρόγνωσης είναι να κάνει την αστρολογία να φαίνεται αξιοσέβαστη”, ίσως να είχε κατά νου ακριβώς αυτήν τη μετέπειτα επικράτηση του “σύγχρονου” επί του “αναχρονιστικού” συνδικαλισμού.
 Ίσως ακόμα να είχε «δει» την επερχόμενη επικράτηση των μιντιακών “σοφών”, οι οποίοι μάλιστα σήμερα θεωρούν “σύγχρονο” ό, τι  τότε παρουσίαζαν ως “αναχρονιστικό”.
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα επιδόματα και οι ειδικοί λογαριασμοί στο Δημόσιο Τομέα. Μία απόλυτα διαιρετική –ως συνθήκη δημιουργίας προκλητικών ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων- πρακτική των κυβερνώντων, όταν το δημοσιοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα διεκδικούσε μισθολόγιο αρχών και διαφάνειας.
 
Οι σειρήνες
 
Η αλήθεια είναι, ότι εντός των τειχών των ελληνικών συνδικάτων (αλλά και του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, με χαρακτηριστική περίπτωση το αμερικανικό εργατικό κίνημα) οι ιστορίες κομματικών εξαρτήσεων, επιρροών και παρεμβάσεων δεν είναι άγνωστες. Πάντοτε υπήρχαν πρόσωπα επιρρεπή σε τέτοιες λογικές. Πρόσωπα που αντιμετώπιζαν το συνδικαλισμό ως  “εφαλτήριο” για τη μεταπήδησή τους στα βουλευτικά έδρανα. Πρόσωπα που δεν έμειναν πιστά σε αρχές, δεοντολογία και ιδεολογία. 
 
Ανεξάρτητα αν είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις, οι επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους στη συνοχή, τη δυναμική, την αποτελεσματικότητα και την αποδοχή του συνδικαλισμού από την κοινή γνώμη, είναι μεγάλες.  Τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως, αυτές οι στάσεις αμαύρωσαν περιόδους της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος. Αλλά δεν κατάφεραν να ματαιώσουν τους αγώνες του.
 
Όμως όπως και να έχει, ο “αναχρονιστικός”, στενόμυαλος, μικροκομματικός, προσωπικο-κλαδικός,  μικροσυντεχνιακός συνδικαλισμός πάντα θα συνυπάρχει με τον άλλο. Εκείνον που θα λειτουργεί με στόχο την αλληλεγγύη, την άμβλυνση των ανισοτήτων, τη συνεργασία και την κοινωνική ενότητα. Εκείνον που θα αγωνίζεται υπέρ της κυριαρχίας της πολιτικής επί των αγορών.
 
Με βάση αυτό το δεδομένο, το ζητούμενο σήμερα είναι, αν τα ίδια τα συνδικάτα συνδέουν την πορεία τους με την “ιδεολογία” του δημοσίου-κοινωνικού συμφέροντος. Αν ανανεώνουν, με δύναμη και ισχύ, τις δυνατότητές τους στις σύγχρονες προκλήσεις της κρίσης, παρά τα πολλά και σοβαρά χτυπήματα που έχουν δεχτεί,  κυρίως τα τελευταία χρόνια (σ.σ. θυμίζουμε πόσο και πώς επέδρασε το θλιβερό γεγονός της 5 Μάη 2010 στην αποτελεσματικότητα των αγώνων και των γενικών απεργιών που ακολούθησαν).
 Αυτό είναι το κυρίαρχο και όχι το τι ορίζεται ως “αναγκαίο” κάτω από την υποκριτική τέχνη πολιτικών προσώπων, που όταν μιλούν για “εκσυγχρονισμό” του συνδικαλιστικού νόμου εννοούν στην πραγματικότητα την περιθωριοποίηση των Συνδικάτων.
 
Όχι στην ισοπεδωτική απαξίωση  
 
Η ίδια η κρίση έχει αναδείξει την αναγκαιότητα ενός σοβαρού Συνδικαλισμού, με κεντρικό πολιτικό ρόλο και λόγο (όχι κομματικό). Η ανάγκη για δημιουργία και λειτουργία σύγχρονων Συνδικάτων, πραγματικών εργατικών – λαϊκών – εθνικών θεσμών, θα γίνεται εντονότερη όσο η κρίση βαθαίνει.
Γι αυτό, πρέπει να τελειώνουμε με τον αόριστο πληθυντικό. Πρέπει να τελειώνουμε με την ισοπέδωση και την απαξίωση. Πρέπει να μιλήσουμε επί της ουσίας.
 
Αλλαγές στο νομικό πλαίσιο. Ποιες;
 
Θα καταργηθεί π.χ. η διάταξη που διαιρεί τους εργαζόμενους δημοσίου και ιδιωτικού, ευρύτερου και στενού δημοσίου τομέα και επιβάλλει να έχουμε δύο Συνομοσπονδίες (ΑΔΕΔΥκαι ΓΣΕΕ); 
 
Θα επιτραπεί η συμμετοχή των ανέργων και των συνταξιούχων στα Συνδικάτα; 
 
Θα ενισχυθούν οι κανόνες ελέγχου και διαφάνειας από τους εργαζόμενους καθώς και πρακτικές όπως πχ «Διαύγεια» στη λειτουργία και τη διαχείριση των Συνδικάτων; 
 
Οι διευκολύνσεις άσκησης συνδικαλιστικών καθηκόντων θα αποκτήσουν ουσιαστικό έλεγχο από το εσωτερικό-λειτουργικό πλαίσιο των Συνδικάτων ή αυτά θα τα διαχειρίζεται το «μακρύ χέρι» του Κράτους και της εργοδοσίας;
 
Προς το παρόν, η «κυρίαρχη» κρατικο-κομματική εξουσία ετοιμάζεται να παρέμβει με νόμο και μάλιστα έναν νόμο- αποτέλεσμα συμφωνίας με την Τρόικα (λες και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες είναι δημοσιονομικό μέγεθος και όχι ένα βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό ζήτημα αρχών). 
 
Από μόνο του αυτό αποδεικνύει ότι κάθε άλλο παρά η αυτονομία των Συνδικάτων ή ο έλεγχος τους από τους ίδιους τους εργαζόμενους επιδιώκεται. Συνιστά δε μια ακόμη “εκτροπή”, που διαψεύδει τα περί βαθμιαίας ανάκτησης της πολιτικής κυριαρχίας της χώρας. Δεδομένου ότι ένα αμιγώς πολιτικό, δημοκρατικό ζήτημα γίνεται υπόθεση της Τρόικας, την ώρα –μάλιστα- που η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι το μνημόνιο τελειώνει.
 
Σε πρώτο ενικό
 
Επειδή στη διαδρομή μου στο συνδικαλισμό γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους.
 
Επειδή έμαθα να μιλώ μόνο εφόσον είχα αποκτήσει ολοκληρωμένη και ασφαλή άποψη για ένα θέμα.
  
Επειδή με απωθεί η διγλωσσία «καλών» και «κακών» συνδικαλιστών,  νέογιάπηδων πολιτικών και πάσης φύσεως «κουστουμάτων», που από την μια μιλούν για αξιοκρατία και από την άλλη, με την πρώτη ευκαιρία, διορίζουν ή φροντίζουν για την προαγωγή ημετέρων.
 
Επειδή στην πορεία μου αντιμετώπισα τέτοιες πρακτικές και νοοτροπίες,  αλλά ποτέ δεν τις αποδέχτηκα όπως και τις χάρες τους,τολμώ να πω ευθέως, ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να μας γλυτώσει από τον ψεύτη πολιτικό ή τον κακό συνδικαλιστή.
 
 Το «καλό» και το «κακό», το «σύγχρονο» και το «αναχρονιστικό», το «παλαιό» και το «νέο» πάντα θα συνυπάρχουν. Ποιο θα κυριαρχεί, εξαρτάται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, τους πολίτες, την κοινωνία, το λαό. Δηλ αυτούς που επιλέγουν πολιτικές και πολιτικούς. Και που πρέπει να θυμούνται, ότι η Δημοκρατία, η πολιτική που βασίζεται σε αρχές και αξίες και ο «αξιόμαχος» συνδικαλισμός συνθέτουν τον πιο σύντομο, τον πιο ασφαλή, τον πιο φωτεινό δρόμο για την έξοδο από την κρίση!

* Ο Σπύρος Παπασπύρος είναι πρώην πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ