Μεσούντος του θέρους, και ενόσω εξελίσσονταν άλλα σημαντικά ζητήματα στην παγκόσμια και εγχώρια πολιτική σκηνή μονοπωλώντας το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, δυο πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις τράβηξαν την προσοχή των ανθρώπων που κινούνται στο χώρο της παιδικής προστασίας στην Ελλάδα: η ανακοίνωση των οκτώ θέσεων της ΝΔ (https://nd.gr/deltia-tipou/8-protaseis-tis-neas-dimokratias-gia-kathestos-ton-egkataleleimmenon-paidion-tis ) για την προτεινόμενη αναθεώρηση του πλαισίου αναδοχής και υιοθεσίας (που καλύτερα μάλλον να τη λέμε όλοι πια τεκνοθεσία) και οι δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώς Φωτίου για την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε άμεση νομοθετική παρέμβαση στα ζητήματα αυτά – παρέμβαση τοποθετημένη χρονικά μέσα στον Οκτώβριο (https://www.ert.gr/volos-theano-fotiou-neos-nomos-ke-domes-gia-ena-ischyro-dikty-kinonikis-prostasias/ ).

Ads

Η ανάδειξη του ζητήματος στη χρονική αυτή συγκυρία αλλά και η κοινή διαπίστωση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης πως υπάρχει επιτακτική ανάγκη άμεσων νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο αυτό αποδεικνύουν τα εξής:

(α) Η κατάσταση στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο είναι τόσο δυσλειτουργική που «δεν πάει άλλο».
(β) Ωρίμασαν πλέον οι προϋποθέσεις για τη θέσπιση ενός καινοτόμου και αποτελεσματικού πλαισίου το οποίο να απαντάει στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.

Η οπισθοδρομική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα

Ads

Πράγματι όσοι από εμάς εργαζόμαστε στο χώρο της παιδικής προστασίας γνωρίζουμε καλά ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο είναι αναχρονιστικό, δυσλειτουργικό και υποθάλπει κάθε λογής ανομίες. Το ίδιο καλά το γνωρίζουν με τραγικό τρόπο και όσοι υποψήφιοι ανάδοχοι ή θετοί γονείς θέλησαν να προστρέξουν στη συνδρομή υπηρεσιών προκειμένου να βρει υποστήριξη το αίτημά τους (οι ανθρώπινες ιστορίες αναλγησίας και εκμετάλλευσης δεν έχουν τελειωμό…). Με λίγα λόγια:

  • Ο θεσμός της αναδοχής στην Ελλάδα, παρότι έχει θεσπιστεί εδώ και μια εικοσαετία, εξακολουθεί να είναι στα σπάργανα καθώς γίνονται κατά μέσο όρο μόνο καμιά 30αριά αναδοχές το χρόνο, όταν 3.000 παιδιά εξακολουθούν να διαβιούν σε ιδρυματικά πλαίσια φιλοξενίας (https://www.openingdoors.eu/wp-content/uploads/2016/08/Data_institutionalised_children_Greece.pdf ).
  • Η αρμοδιότητα για την αναδοχή με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο είναι συγκεντρωτικά περιορισμένη σε λίγα κέντρα του δημόσιου προνοιακού συστήματος (π.χ. Κέντρο Βρεφών Μητέρα) και στις κοινωνικές υπηρεσίες των περιφερειών. Έτσι, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο π.χ. σε μια παλιά νομαρχία της Περιφέρειας Αττικής οι 5-6 εργαζόμενοι κοινωνικοί λειτουργοί, με πληθυσμό αναφοράς 800.000-900.000, να εντοπίσουν και να εκπαιδεύσουν υποψηφίους αναδόχους αλλά και να τους υποστηρίξουν και επιβλέψουν μετά την ανάθεση παιδιών, και μάλιστα μαζί με τις πλείστες όσες άλλες αρμοδιότητές τους, οι αριθμοί αναδοχών μένουν μονίμως καθηλωμένοι.
  • Η αναδοχή εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ακόμα και από τους ίδιους τους επαγγελματίες σαν προστάδιο της τεκνοθεσίας, ενώ σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο είναι κυρίως η εναλλακτική παροδική φροντίδα παιδιών που είτε εγκαταλείπονται είτε απομακρύνονται από τη φυσική τους οικογένεια για κάποιο διάστημα. Το δε προφίλ των υποψήφιων αναδόχων ενώ σε όλη την Ευρώπη περιλαμβάνει ανθρώπους μέσης ηλικίας, με δικά τους βιολογικά παιδιά (που συχνά έχουν μεγαλώσει αρκετά), στη χώρα μας παραμένει ακόμα αυτό των άτεκνων ζευγαριών.
  • Στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης (και όχι μόνο, καθώς το ίδιο ισχύει πλέον και στην Κύπρο, την Κροατία και άλλες πιο «κοντινές» μας χώρες) πάνω από το 80% των παιδιών που εγκαταλείπονται ή απομακρύνονται από τις βιολογικές τους οικογένειες φιλοξενούνται σε αναδοχή και όχι σε ιδρύματα. Στην Ελλάδα η αναλογία είναι αντίστροφη και ακόμα χειρότερη.
  • Στην Ελλάδα εν έτει 2016 εξακολουθούμε να έχουμε 150 βρέφη και νεογνά σε ιδρυματικά πλαίσια φροντίδας, όταν είναι γνωστό ότι οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη του εγκεφάλου ενός παιδιού από τη διαμονή του σε τέτοιο μέρος σε αυτή την ηλικία είναι μη αναστρέψιμες (https://www.crin.org/en/docs/The_Risk_of_Harm.pdf ). Και αγνοούμε την παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία του ΟΗΕ εδώ και μια οκταετία, η οποία καλεί τα κράτη να καταβάλουν προσπάθειες κανένα βρέφος να μη βρίσκεται σε ιδρυματικό πλαίσιο φιλοξενίας (https://www.europe.ohchr.org/Documents/Publications/Children_under_3__webversion.pdf ).
  • Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η αναδοχή είναι κατά ένα μεγάλο της μέρος επαγγελματική (επειδή ακριβώς είναι μη ιδρυματική εναλλακτική και όχι προθάλαμος οικειοποίησης ενός παιδιού). Επίσης, προβλέπονται σαφώς τα δικαιώματα του παιδιού και των βιολογικών γονέων για διατήρηση της επαφής τους ενόσω διαρκεί η αναδοχή. Στην Ελλάδα πάλι…
  • Η διαδικασία και τα απαιτούμενα πιστοποιητικά στην Ελλάδα είτε για την αναδοχή είτε για την τεκνοθεσία είναι ένας Γολγοθάς για τους γενναίους που τα αποτολμούν μένοντας στο έλεος της κάθε αυθαιρεσίας. Ίσως θα πρέπει να υπάρξει κάποια στιγμή στη χώρα μας ένας σύλλογος κακοποιημένων υποψηφίων από τις αρμόδιες υπηρεσίες… Για παράδειγμα, ένα από τα απαιτούμενα από το Νόμο σήμερα πιστοποιητικά είναι κανείς τους να μην πάσχει από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, σαν ο νομοθέτης να προϋποθέτει ότι οι θετοί ή ανάδοχοι γονείς μάλλον σκοπεύουν να έρθουν σε σεξουαλική επαφή με τα θετά τους τέκνα!

Ότι δεν επιτρέπεται «από την πόρτα», γίνεται «από το παράθυρο»

Αλλά βέβαια, όπως όλοι οι θεσμοί στη χώρα μας, λειτουργούν από τα «παραθυράκια»: συχνά στην πράξη όλη η διαδικασία εντοπισμού, εκπαίδευσης, υποστήριξης, εποπτείας κ.λπ. γίνεται από φορείς ιδιωτικού δικαίου και οι λίγες συμμετροποιημένες κρατικές υπηρεσίες απλώς βάζουν τις υπογραφές στους φακέλους.

Επίσης, καθώς το πλαίσιο της τεκνοθεσίας στην Ελλάδα πρακτικά την αποτρέπει, υπάρχει η πανευρωπαϊκή μάλλον καινοτομία της ιδιωτικής τεκνοθεσίας, στην οποία απαγορεύεται μεν η χρηματική συναλλαγή αλλά όλοι γνωρίζουν πως μάλλον γίνεται. Όλος ο νομικός κόσμος μπορεί ιδιωτικά να πληροφορήσει τον όποιο ενδιαφερόμενο ποιοι δικηγόροι «κάνουν υιοθεσίες». Το αυτό ισχύει και για τον ιατρικό κόσμο και τους μαιευτήρες. Και ο νοών νοείτω…

Γιατί δεν αλλάζει αυτό το χάλι;

Όλα τούτα είναι γνωστά από χρόνια. Είναι γνωστά στους παρεπιδημούντες στο χώρο της παιδικής προστασίας, είναι γνωστά και στις πολιτικές ηγεσίες. Γιατί, λοιπόν, δεν αλλάζουν;

Γιατί στην όποια ριζική αναμόρφωση του υφιστάμενου πλαισίου υπάρχουν πάντα αντιστάσεις. Υπάρχουν αντιστάσεις από οργανωμένα και μη συμφέροντα που επωφελούνται από τη σημερινή δραματική κατάσταση. Βολεμένοι υπηρεσιακοί παράγοντες, επαγγελματίες φιλάνθρωποι και προστάτες, δικηγόροι και μαιευτήρες, αδιάφοροι λειτουργοί, παράνομες συναλλαγές και ζηλόφθονη προάσπιση κεκτημένων προνομίων, όλοι αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους τής μέχρι σήμερα στασιμότητας. Το χειρότερο είναι ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες ή δυνάμεις είναι πολύ καλά τοποθετημένες εντός του κρατικού μηχανισμού, των κοινωνικών θεσμών, και έχουν πολύ καλούς διαύλους επιρροής των πολιτικών κομμάτων. Έτσι διατηρείται η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση, οι υποψήφιοι γονείς εξακολουθούν να βασανίζονται κατά το δοκούν των αρμοδίων, να εμπλέκονται εκόντες άκοντες σε παράνομες συναλλαγές, τα παιδιά να μένουν σε ιδρύματα αντί σε οικογένειες, οι διαδικασίες να παραμένουν «διπλές» (μια πραγματική και μια για τον τύπο του νόμου) και πάει λέγοντας…

Τι θα έπρεπε να γίνει;

Τι θα έπρεπε να γίνει αμέσως; Ξεπερνώντας τις αντιστάσεις της οπισθοδρόμησης, θα έπρεπε σήμερα κιόλας η πολιτεία να προχωρήσει συντεταγμένα και στην αναθεώρηση των υφιστάμενου πλαισίου αλλά και στην ενίσχυση των πόρων των αναμορφωμένων πια αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών. Μια αναθεώρηση του πλαισίου επί του παρόντος θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον:

  • Τη διεύρυνση της αρμοδιότητας αναδοχών ανηλίκων στο μεγαλύτερο δυνατό εύρος κοινωνικών υπηρεσιών του ευρύτερου και στενότερου δημοσίου τομέα χωρίς εξαιρέσεις, για να σπάσουν τα στεγανά και να εναρμονιστεί επιτέλους η χώρα μας σε αυτό τον τομέα με ό,τι συμβαίνει σήμερα και δεκαετίες τώρα σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
  • Τη θεσμοθέτηση ενός Εθνικού Φορέα Αναδοχής για την ανάπτυξη και δημιουργία (α) ενιαίων πρωτοκόλλων και διαδικασιών στις οποίες θα οφείλουν να συμμορφώνονται όλοι όσοι έχουν την αρμοδιότητα αυτή χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις, και (β) ενδεχομένως πιλοτικών μονάδων υλοποίησης που θα δώσουν μια άλλη κατεύθυνση στο σύστημα προσφέροντας λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα αναδοχής και τεκνοθεσίας ιδιαίτερα βρεφών και νεογνών.
  • Τη θεσμοθέτηση σαφώς περιγεγραμμένων οριοθετήσεων της επείγουσας και επαγγελματικής αναδοχής, προκειμένου όντως να αποτελέσει εναλλακτική της ιδρυματικής τοποθέτησης παιδιών, χωρίς αυτό να παραπέμπεται σε άλλες νομοθετικές πράξεις (δηλαδή ενδεχομένως τις Ελληνικές Καλένδες).
  • Την ρύθμιση τεχνικών θεμάτων όπως η πλήρης κάλυψη ασφαλιστικά κ.λπ. των παιδιών που βρίσκονται σε καθεστώς αναδοχής και τεκνοθεσίας και την απλοποίηση των διαδικασιών με διεύρυνση του προσδιορισμού των δυνητικών θετών ή ανάδοχων γονέων πέραν του παραδοσιακού τύπου ετερόφυλης οικογένειας (με τι επιχειρήματα μπορεί κανείς να υποστηρίξει άλλωστε τη διαμονή παιδιών σε άθλια ιδρύματα αντί τη ζωή τους μέσα σε μια οικογένεια;).

Και βεβαίως μια τέτοια νομοθετική μεταρρύθμιση οφείλει να συνοδεύεται από την ενίσχυση των πόρων των υπηρεσιών αυτών: γενικεύοντας την αρμοδιότητα αναζήτησης, εκπαίδευσης, υποστήριξης και επίβλεψης ανάδοχων γονέων σε κοινωνικές υπηρεσίες πιο «πρώτης γραμμής» (π.χ. των δήμων), πράγμα ούτως ή άλλως απολύτως επιβεβλημένο καθώς οι υπηρεσίες αυτές είναι πολύ πιο κοντά στην κοινωνία από τα κέντρα του σημερινού συγκεντρωτικού πλαισίου, θα πρέπει παράλληλα οι υπηρεσίες αυτές να στελεχωθούν αλλά και να πλαισιωθούν ώστε να λειτουργούν εναρμονισμένα και σύμφωνα με τις διεθνείς, σύγχρονες επιστημονικές προδιαγραφές.

Αυτό αντιστοιχεί στις ανάγκες της κοινωνίας και στις προκλήσεις της εποχής. Όσο κι αν υπάρχουν αντιστάσεις από δυνάμεις συντήρησης και διατήρησης της παρούσας κατάστασης πραγμάτων, αργά ή γρήγορα κάτι τέτοιο θα γίνει και στη χώρα μας. Οτιδήποτε λιγότερο είναι εμφανώς αναντίστοιχο των σημερινών κοινωνικών αναγκών.

Τώρα, με δεδομένα όλα τα παραπάνω, οι ανακοινώσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης εντός του θέρους μοιάζουν να έχουν τουλάχιστον αφουγκραστεί την κοινωνική πραγματικότητα στο πεδίο αυτό. Το ερώτημα ωστόσο είναι αν, με δεδομένη την αντίδραση των δυνάμεων της οπισθοδρόμησης (που άλλωστε έχουν διαύλους προνομιακής πρόσβασης σε κράτος και κόμματα), θα αποτολμηθεί τελικά μια πραγματική τομή ή θα μετρήσουμε μια ακόμα χαμένη ευκαιρία στην παιδική προστασία στην Ελλάδα.