Η εικοτολογία, δηλαδή το να μιλάει κανείς με εικασίες, δεν έχει συνήθως ενδιαφέρον.  Εκτός αν έχεις καεί στον χυλό – οπότε αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι για το εάν αυτό που έχεις στο πιάτο σου είναι όντως γιαούρτι. 

Ads

Πριν τις εκλογές του ’15 όποιος ρωτούσε «και τι θα γίνει ρε παιδιά αν οι δανειστές δεν υποχωρήσουν;» εισέπραττε την εξής αντερώτηση από τους «επαϊοντες»: «Δεν συγκεντρώνουμε καλύτερα το μυαλό μας στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης να δούμε τι θα κάνουμε»; Έτσι, φτάσαμε στο απόλυτο αδιέξοδο χωρίς να έχουμε συζητήσει στα σοβαρά μια εναλλακτική λύση.

Το πάθημα θα έπρεπε κανονικά να έχει γίνει μάθημα για όσους υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να συζητάμε ανοιχτά τα πιθανά ενδεχόμενα που έχουμε μπροστά μας – όπως το θέμα των πρόωρων εκλογών και της επόμενης ημέρας. Βεβαίως, όλος ο κόσμος εύχεται αυτή τη φορά να πάνε όλα καλά με την αξιολόγηση. Αλλά ποιο είναι το πρόβλημα αν κάνουμε από τώρα έναν αδρό υπολογισμό για να μη βρεθούμε πάλι προ απροόπτου;  

Πρόωρες εκλογές μπορεί να προκύψουν με δύο τρόπους: Είτε μέσω μιας σχετικά συντεταγμένης διαδικασίας (με πρωτοβουλία της κυβέρνησης), είτε με έναν απρόβλεπτο, επεισοδιακό τρόπο (δηλαδή ως «ατύχημα») αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τη δεδηλωμένη. Το πολιτικό ρεπορτάζ λέει ότι το κυβερνητικό επιτελείο δεν εξετάζει τη λύση των πρόωρων εκλογών για μια ποικιλία λόγων. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι βάσιμοι και κάποιοι όχι. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το επιχείρημα ότι οι πρόωρες εκλογές θα επιβαρύνουν  την οικονομία και θα επιταχύνουν την παλινόρθωση ενός φαύλου συστήματος εξουσίας που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει όμως αυτή η θηριώδης υπερβολή που διακινείται ημι-επισήμως, ότι δηλαδή επίκειται ένα επενδυτικό και αναπτυξιακό «μπουμ» άπαξ και ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. 

Ads

Όχι ότι δεν έχουν βελτιωθεί οι οικονομικοί δείκτες – όλοι, ακόμη κι οι Γερμανοί, δίνουν συγχαρητήρια στην κυβέρνηση. Όχι ότι δεν έχουν αυξηθεί πέρα από κάθε προσδοκία τα δημόσια έσοδα. Ποιο είναι όμως το σουρεαλιστικό; Το σουρεαλιστικό είναι να περιμένει κανείς ότι με τη λήξη των «εχθροπραξιών» μια καθημαγμένη κοινωνία, με 23% ανεργία (με ευρωπαϊκό μέσο όρο 9.6%) και με εκατοντάδες μνημονιακούς νόμους στην πλάτη της, θα μετατραπεί εντός μερικών μηνών σε πρωταθλητή παραγωγικότητας και σε φάρο που ακτινοβολεί ελπίδα και αισιοδοξία. 

Αν ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα, επενδύσεις μπορεί να γίνουν. Αλλά, εκτός αν συμβεί κάποιο θαύμα, αυτές οι επενδύσεις δεν πρόκειται να είναι ούτε αρκετές ούτε του κατάλληλου είδους για να στηριχθεί η λεγόμενη «δίκαιη ανάπτυξη».  Οι τράπεζες μπορεί να χαλαρώσουν και να δώσουν κάποια δάνεια, η ανεργία μπορεί να μειωθεί κατά τι, αλλά αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα με τους μικρομαγαζάτορες που έχουν βάλει οριστικά λουκέτο, τη φτωχοποιημένη μεσαία τάξη που χάνει τα σπίτια της ή στενάζει από τον ΕΝΦΙΑ και τους συνταξιούχους που πληρώνουν τον τζερεμέ των άνεργων παιδιών τους και επιβαρύνονται ταυτόχρονα με τεράστιους έμμεσους φόρους και δαπάνες για τη φροντίδα της υγείας τους. Το μέλλον για όλους αυτούς διαρκεί πολύ, ίσως πέρα από τα όρια της ζωής τους.

Βεβαίως, σουρεαλιστές ή αφελείς στο μέγαρο Μαξίμου δεν υπάρχουν. Στην πραγματικότητα, αυτό που περιμένει η κυβέρνηση αν επιτύχει το κλείσιμο της αξιολόγησης και την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν είναι η δραματική βελτίωση της οικονομίας, αλλά η μεταβολή του πολιτικού κλίματος και η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εύχεται ακριβώς το αντίστροφο:  Να σκαλώσει κάπου η διαδικασία και, πριν φτάσουμε πάλι στο μη παρέκει, να γίνουν οι εκλογές εν μέσω κλίματος απαξίωσης για τον Αλέξη Τσίπρα. Με όλες τις δικαιολογίες που μπορεί να φανταστεί κανείς, ο Μητσοτάκης θα κλείσει τότε την αξιολόγηση όπως-όπως και θα προχωρήσει ακάθεκτος στην υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας του με τις ευλογίες του ΔΝΤ και της Κομισιόν. 

Αν όλα αυτά ακούγονται αυτονόητα, ας εξετάσουμε ένα πιο πονηρό σενάριο:  Ότι η συμβιβαστική λύση που τίθεται στο τραπέζι για να κλείσει η αξιολόγηση προβλέπει κάποια μορφή ρήτρας για την πενταετία μετά το ’18. Μιας ρήτρας, έστω, υπό αίρεση και εντέχνα παραμετροποιημένης:  «Εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι του μνημονίου, τότε αυτό και τ’ άλλο». Ας υποθέσουμε ακόμη για την οικονομία της συζήτησης ότι οι Θεσμοί δεν απαιτούν την άμεση νομοθέτηση αυτού του «εάν», αλλά μόνο μια έγγραφη δέσμευση της κυβέρνησης – η οποία βεβαίως θα δεσμεύει και την επομένη. Τί θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση; Θα συμφωνήσουν ο πρωθυπουργός και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος; Θα καθησυχάσει αυτή η λύση την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ; Θα αλλάξει το πολιτικό κλίμα; Και το πιο βασικό: Θα εκλείψει έτσι η πολιτική αστάθεια ή όλοι θα περιμένουν με το ντουφέκι πότε θα φύγει ο επόμενος βουλευτής για να ανατρέψουν την κυβέρνηση; 

Αν και καλά κάνουμε και τα συζητάμε – για να συνεννοηθούμε καλύτερα –  κάτι μου λεει ότι τίποτα απ’ αυτά δεν πρόκειται τελικά να συμβεί.  Η πιο ισχυρή δύναμη στη ζωή είναι η αδράνεια κι η πιο σίγουρη διαδικασία η φθορά. Με αυτόν τον γνώμονα, εκείνο που φαίνεται πιθανότερο είναι να σέρνεται η κατάσταση επί μήνες, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η πολιτική του Τραμπ και οι εκλογές που έχουν μπροστά τους οι «σύμμαχοί» μας στην Ευρώπη. Εν μέσω λοιπόν χειρονομιών καλής θελήσεως, αλλά και περιστασιακών λεονταρισμών (κι απ’ τις δυο πλευρές), το θέμα είναι πιθανόν να λιμνάσει, μέχρι να φτάσει (πάλι) στο αδιέξοδο ή να συμβεί κάποιος τυχοδιωκτισμός από πλευράς Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, η Αριστερά – κι όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ – θα εξακολουθεί να εισπράττει το κόστος μιας συνεχιζόμενης αβελτηρίας κι ο κόσμος θα πνίγεται στο δίκιο του μη μπορώντας να ανταπεξέλθει. 

Κάτι είχε ειπωθεί κάποτε για τη λεγόμενη «ηθική του  φρονήματος» και την «ηθική της ευθύνης». Ισχύει ακόμα;