Το βέτο, με το οποίο η Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα εμπόδισε μια καταδικαστική δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, προκάλεσε μια ομόφωνη, αλλά υποκριτική, διεθνή κατακραυγή. Όμως, παρόλα αυτά, αυτή η κακοφωνία ήταν χρήσιμη στο να μας οδηγήσει σε κάποιες σκέψεις για τους ζοφερούς καιρούς που διατρέχουμε.

Ads

Το χρονικό είναι γνωστό: με το «όχι» της, η Αθήνα εμπόδισε να αναγνωσθεί στο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα (OHCHR) η τελετουργική έκκληση της ΕΕ (για την οποία απαιτείται η συμφωνία όλων των κρατών μελών) που κατακρίνει το Πεκίνο για τη συστηματική καταστολή ακτιβιστών και κάθε είδους διαφωνίας που απειλεί την παραμονή του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) στην εξουσία.

Γιατί τώρα;

«Η Κίνα βρίσκει έναν σύμμαχο στην Ελλάδα ενάντια στην κριτική για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου», ήταν ο τίτλος των Τάιμς της Νέας Υόρκης, που υποδείκνυε την «πολιτικά ορθή» γραμμή. Λες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα – που προηγουμένως τα υπεράσπιζαν σθεναρά οι μεγάλες δυνάμεις – βρέθηκαν ξαφνικά σε κίνδυνο εξαιτίας της (αμφισβητήσιμης) θέσης της κυβέρνησης Τσίπρα!

Ads

Αξίζει να θυμηθούμε ότι, πριν λίγες εβδομάδες, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον (πρώην διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil), εξηγώντας τη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής της διοίκησης Τραμπ, δήλωσε: «Το καθήκον μας δεν είναι να επιβάλλουμε στους άλλους πώς να ζήσουν. Η εθνική ασφάλεια υπερισχύει των αξιών. Πρώτα η ασφάλεια, μετά τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Η Αμερική του δισεκατομμυριούχου Τραμπ τρέφεται με ένστικτα προστατευτισμού στην οικονομία και απομονωτισμού προς έναν εξωτερικό κόσμο που γίνεται αντιληπτός ως εχθρικός και επικίνδυνος. Αυτό το δεύτερο στοιχείο – που αποτελεί τμήμα της πολιτικής σκέψης, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «πρωτόγονη», των συμβούλων του Ντόναλντ – είναι επίσης το αποτέλεσμα των πολέμων που εξαπέλυσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, πάνω απ’ όλα του αιματηρού ιρακινού φιάσκου, με την επέμβαση για την εκδίωξη του δικτάτορα Σαντάμ, που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της σιιτικής  εξέγερσης υπό την καθοδήγηση του Ιράν, και με τον συνεπαγόμενο πολλαπλασιασμό των σουνιτιστικών σχηματισμών των τζιχαντιστών σε όλη τη Μέση Ανατολή και ακόμη πάρα πέρα.

Απέναντι σε μια δύναμη που αρνείται να προωθήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στον κόσμο, μέσα από τον «ιμπεριαλισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», όπως τον αποκάλεσε ο δημοσιογράφος Αντόνιο Γκαμπίνο, χρησιμεύει ως αντίβαρο ένα έθνος που δεν έμαθε ποτέ να τα προωθεί, διότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είχαν ποτέ πραγματικά εδραιωθεί ούτε πριν ούτε μετά την άνοδο του ΚΚΚ στην εξουσία το 1949. Οι πρόσφατες εκστρατείες εναντίον ΜΚΟ, δικηγόρων και συνδικαλιστών δεν συνιστούν εξαιρέσεις, αλλά μάλλον τον κανόνα για ένα Κόμμα – Κράτος που ο αυταρχισμός του εγγράφεται σε μια κυβερνητική παράδοση αιώνων που δεν ανέχτηκε ποτέ πριν κάποια άλλη μορφή οργάνωσης ή ένωσης των υπηκόων παλαιότερα, και, στη συνέχεια, των Κινέζων πολιτών.

Όσο και αν κρίνεται η κίνηση της περασμένης εβδομάδας ως μια υπερβολή οπορτουνιστικού ζήλου, είναι κατά τα άλλα λυπηρό αλλά αναγκαίο να θυμηθούμε ότι δηλώσεις σαν αυτή που προετοίμασε η ΕΕ (την οποία το υπουργείο Εξωτερικών της Αθήνας αποκάλεσε «άχρηστη κριτική στην Κίνα») στην ουσία δεν παρήγαν μέχρι σήμερα σημαντικά αποτελέσματα για την προστασία των κατηγοριών που είναι αντικείμενο της κρατικής καταστολής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Α λα καρτ οι αρχές του ευρωπαϊκού μπλοκ

Η εναλλακτική σε μια Αμερική φοβισμένη, που πιστεύει στον απομονωτισμό, και σε μια Κίνα, που σε κάποιες πλευρές της είναι ακόμη σταλινική, μπορεί λοιπόν να εκπροσωπηθεί από εκείνη την Ευρωπαϊκή Ένωση που ισχυρίζεται περήφανα ότι είναι σημαιοφόρος των αξιών του διαφωτισμού και των δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν από τους εργαζομένους της τον εικοστό αιώνα;

Στην πραγματικότητα, κάτω από τα χτυπήματα των βαθιών αλλαγών που συγκλονίζουν τη διεθνή σκηνή, οι αρχές του ευρωπαϊκού μπλοκ (όχι μόνο στο κινεζικό μέτωπο) είναι όλο και λιγότερο βαρυσήμαντες. Την 19η Ιουνίου, για παράδειγμα, μια δεκάδα μη κυβερνητικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων η Human Rights Watch και η Διεθνής Αμνηστία, κατήγγειλαν ότι «τα 28 μέλη έχουν έλλειμμα στρατηγικής και αξιοπιστίας» και ότι «σε τρεις περιπτώσεις στις τελευταίες τρεις εβδομάδες δεν έδειξαν να έχουν σκοπό ούτε οίκτο, ούτε στρατηγική οπτική  για να προλάβουν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα».

Παράλληλα, με την οικονομικά καταστροφική και ηθικά ταπεινωτική συμπεριφορά που της επιφύλαξε η Ευρωπαϊκή Ένωση με την ώθηση του Σόιμπλε, η Ελλάδα άρχισε να εντείνει τις σχέσεις της με το Πεκίνο. Επιπλέον, οι βαθιές ανισότητες μιας μη αλληλέγγυας Ευρώπης αντανακλώνται ξεκάθαρα στις αντίστοιχες συμπεριφορές της Γερμανίας και της Ελλάδας απέναντι στην Κίνα: Μια προγραμματισμένη και επωφελής συμφεροντολογική σχέση στην πρώτη περίπτωση, στη δεύτερη μια βιαστική φιλία που φαίνεται να την υπαγορεύει η ανάγκη.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Κίνα τα τελευταία χρόνια αγόρασε μια ακαθόριστη ποσότητα ομολόγων του ελληνικού χρέους, της παραχωρήθηκε το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο ανανέωσε, για να το μετατρέψει σε έναν κόμβο διακίνησης εμπορευμάτων του νέου της δρόμου του Μεταξιού, και υπόσχεται νέες επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ αυξάνονται οι πολιτιστικές και τουριστικές ανταλλαγές ανάμεσα στους δύο λαούς.

Ποια στήριξη πρόσφεραν σ’ αυτά τα χρόνια στον ελληνικό λαό αυτοί που σήμερα κατηγορούν τον Τσίπρα ότι δεν υπεράσπισε τα δικαιώματα των Κινέζων;

Μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς

Εποχή