«Η αυθαίρετη Μνήμη είναι το πιο βαθύ ανάλογο της πιο απόλυτης λησμονιάς…» Ο τρόπος που το έπος του 40 πέρασε στη συλλογική Μνήμη και από εκεί έγινε πλατύ ποτάμι στο συλλογικό μας φαντασιακό, με χωριστούς ανάλογα με το ιδεολογικό στίγμα παραπόταμους, αποτελεί χαρακτηριστικό είδος της θεραπευτικής λειτουργίας της μνήμης που χρησιμοποιεί μια κοινωνία για να γλύψει τις πληγές της και της αμνησίας που χρησιμοποιεί η ηγεσία της για να καλύψει τις ευθύνες της.

Ads

Ίσως οι πιο ζωντανές αναμνήσεις μας να είναι αυτές που δεν υπήρξαν ποτέ, όχι γιατί δεν υπήρξαν τα γεγονότα και ο συγκλονισμός τους, αλλά γιατί εργολαβικά τα ανέλαβαν μετά το πέρας των άμεσων περιστατικών αυτοί που ουσιαστικά δεν συμμετείχαν στ’ αλήθεια.

«Ήταν ωραίο παιδί, την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε» γράφει ο Ελύτης στο Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» , δημιουργώντας ουσιαστικά το αρχέτυπο του πλασμένου από τον πυλό τον πρώτο, από το στάρι της πατρώας και μητρώας γης ήρωα. Στην πραγματικότητα με αυτόν μεγαλώσαμε, αναπολώντας τον ως τον παππού του Αλβανικού μετώπου στα σαλόνια της παιδικής μας ηλικίας, ή καταγράφοντας τον στην ατομική μνήμη μας μέσα από τα επίκαιρα της εποχής.

Ο ίδιος ο Ελύτης θα μιλήσει μετά το πέρας του πολέμου, με αφορμή την περίπτωση του Σαραντάρη, για τους αλαφροίσκιωτους και τους δυναμικούς, γι αυτούς που μπορέσαν και για αυτούς που επέλεξαν ή και που δεν επέλεξαν. Πάντως γι αυτούς που συμμετείχαν, διαχωρίζοντας τους από τα χοντρόπετσα κτήνη των Αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων όπως τους κατονομάζει που, συλλογικά μιλώντας και πέρα από εξατομικευμένες περιπτώσεις, δεν έχασαν τις θέσεις τους ποτέ. Και πριν και μετά τον πόλεμο. Και κατά την διάρκεια και μετά το πέρας του εμφυλίου. Πολλοί από αυτούς ανήκοντες όχι μόνο στην σωστή τάξη, αλλά και στην σωστή ηγετική ομάδα πέρα από τάξη.

Ads

Κι όμως, ο χαμένος «ανθυπολοχαγός» (λοχίας, στρατιώτης, νεκρός ή ζωντανός, τακτικός φαντάρος ή  γυναίκα της Πίνδου, αντάρτης ή αντάρτισσα,  άνθρωπος που αντιστάθηκε όταν συναντήθηκε με την μικρή του ή την μικρή της μοίρα στο διάσελο της ιστορίας, για να θυμηθούμε τον εκπληκτικό στίχο του Βρεττάκου) έμεινε αθάνατος κρατώντας το στοίχημα ανοιχτό. Όχι το στοίχημα της τελειότητας του εν καιρώ ειρήνης (ποιος ξέρει τι σαπρακιασμένο φορτίο είναι η ειρήνη κάποτε…) αλλά της ετοιμότητας του να ξεπεράσει την μιζέρια του ή την μιζέρια της όταν τον χρειάστηκε ο καιρός, η πατρίδα και ο πλανήτης. Κι αυτή του υπήρξε η μόνη νίκη σε έναν διαρκή θάνατο. Θανατωμένος διπλά, ιδίως εάν έμεινε ζωντανός ως επιβιώσας του πολέμου.

Ας συγκρίνουμε τη δεκαετία του 40 με τη δεκαετία του 50 γράφει ο Αντώνης Παπαδόπουλος. «Τι γίναν οι ήρωες της Πίνδου και του Ρούπελ; Αυτοί που δεν κάμφθηκαν στα υπόγεια της οδού Μέρλιν; Αυτοί που σήκωσαν το μπαϊράκι της αντίστασης; Η δεκαετία του 50 ήρθε σαν καταλύτης. Μετά το ηρωϊκό έπος ο αγωνιώδης νόστος. Η αναδίπλωση. Η εγκατάλειψη θέσεων. Αντί για την ντομπροσύνη η σοφία της σιωπής, οι ελιγμοί, το προσωπείο. Όσοι πέθαναν πάνω στη μάχη είναι τυχεροί γιατί πεθαίνοντας διατήρησαν τον θρύλο τους και τη μεγαλοσύνη τους. Κι όσοι επέζησαν ανταλλάσουν τη μεγαλοσύνη τους στο χρηματιστήριο της καθημερινότητας.»

Η ρητορική που τον συνόδευε υπήρξε περισσότερο υπαρκτή για να κρύψει την απουσία του από τα δρώμενα παρά για να αποκαλύψει τα γεγονότα και να τον τιμήσει. Σε μια χώρα που όλοι περιχαρακώθηκαν ιδεολογικά θρηνώντας για έναν εμφύλιο που δεν μας άφησε ποτέ να θέσουμε τις πραγματικές ερωτήσεις, δημιουργώντας θεούς και δαίμονες, θεούς ή δαίμονες, (φταίγαν πάντα οι άλλοι, μονάχα οι άλλοι, ποτέ ο εθνικός στρατός ή το κόμμα κατά περίπτωση, φταίγαν πάντα οι δυνατοί ποτέ οι βολεμένοι πολίτες, ή, το χειρότερο από όλα, δεν φταίγαν ποτέ οι δυνατοί, και κόλαση επί γης περίμενε τους διαφωνούντες σε έναν έλεγχο «προσδοκώμενο» δηλαδή θεμελιακό) ώστε να απονευρώσει και να απονεκρώσει τους ανθρώπους.

Σήμερα, σε μια κοινωνία που αιμορραγεί από παντού, ο χαμένος ανθυπολοχαγός, κατά Χριστόν Σαλός πια όπως όλοι που βάζουν τα χέρια τους στην φωτιά, επιστρέφει από μια μακρινή μνήμη για να ξαναρίξει στο τραπέζι το  στοίχημα.  Δεν έχει λέξεις  μεγάλες πια. «Ελευθερία» «Ειρήνη» «Δικαιοσύνη» «Ανεξαρτησία». Του της κλέψανε. Όλοι αυτοί κι αυτές που μιλάνε εξ ονόματος του κι εξ ονόματος της: Χυδαίοι πολιτικοί και βολεμένοι πολίτες. Αλλά έχει κάτι σημαντικότερο μαζί του. Μια Μνήμη που δεκαετίες μετά αναζητά να  απελευθερωθεί, να αυτοπραγματωθεί, να γεννηθεί ξανά διαχωρίζοντας την ήρα από το στάρι.

Και μέσα από αυτό να ξαναγίνει αυτό το κάποτε έκπαγλο πλάσμα μπροστά στην ασχήμια του κόσμου, τον φασισμό, που προσπάθησε τότε με νύχια και με τριαντάφυλλα, με όπλα και τραγούδια, να κάνει λίγο πιο όμορφο τον κόσμο… Ξεκινώντας, στην δική μας γωνιά, από το μέτωπο που καταγράφηκε στο συλλογικό μας φαντασιακό με μια λέξη: «Αλβανία…»