“Ξέχνα τις (αναμενόμενες) πράξεις, τα πάντα βρίσκονται μέσα στις λέξεις!, ούρλιαζε η ηρωίδα στην ‘Ιστορία της Σόνετσκα’ της Τσβιτάγιεβα.

Ads

Κάθε Πρωτοχρονιά, κυοφορώντας την γύμνια της λέξης της, ρετουσάρει το γερασμένο της πρόσωπο πίσω από την μάσκα μυριάδων βεγγαλικών στις πρωτεύουσες του κόσμου. Όσο περισσότερο οι κοινωνίες απογυμνώνονται εσωτερικά παράγοντας απόκληρους και πεινασμένους, όσο περισσότερο οι κοινωνίες  μένουν το άδειο κέλυφος ώστε να  ασκήσει η παγκόσμια κυριαρχία τις βουλιμικές επιδιώξεις της, όσο περισσότερο απομονωμένο και κυνικό είναι το κοινωνικό υποκείμενο που δημιουργούν και που τις συν-δημιουργεί, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη  για μια σύνθετη κι υπερπολυτελή θεατρικη επίδειξη με μας μετόχους ως καταναλωτές και φευγαλέους (του δίωρου) συναισθηματικούς αποστάτες της “πραγματικότητας” μας, που θα ξεχνά ποιοί είμαστε και θα συσκοτίζει που έχουμε ανάγκη να πάμε.

Στην πραγματικότητα ο χρόνος, αδιάφορος παίχτης ενός συμπαντικού παιχνιδιού που εξελλίσεται δίχως προκαθυορισμούς στ’ αλήθεια, δεν γνωρίζει την ύπαρξη της ‘πρώτης μέρας’, ούτε της ‘νέας χρονιάς’. Όπως και δεν αναγνωρίζει την σύμβαση της ημερολογιακής μας ταυτότητας που τσουβαλιάζει τους πιο διαφορετικούς, συναισθηματικά, βιολογικά και γνωστικά,  ρυθμούς ωρίμανσης τους οποίους βιώνουμε εύθραυστα, μοναδικά και όμως τελεσίδικα όλοι, κι ο καθενας κι η καθεμιά μας.

Η “ομορφιά” των στολιδιών μέσα από τα οποία σερβίρεται εύγευστα και ‘λαχταριστά’ ο πολιτισμός μας κι οι νέες ευκαιρίες που δήθεν μας δίνει μέσα από βαρετά επαναλαμβανόμενες ‘αρχές’, μετουσιώνει στην πραγματικότητα, στο τόσο πρόσφορο πεδίο της κατανάλωσης, δηλαδή της ‘βρώσης’, την γενικευμένη πρόσκληση αλληλοφαγώματος από την επόμενη κιόλας ημέρα. Όπως η βία πάνω στην οποία στηρίζεται ο ίδιος πολιτισμός (για να θυμηθούμε τα Minima Moralia)  ‘σημαίνει καταδίωξη όλων από όλους, και όποιος έχει μανία καταδίωξης, μειονεκτεί μόνο στο ότι κατηγορεί τον γείτονα του γι’ αυτό που διαπράττει το σύνολο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κάνει σύμμετρο το ασύμμετρο’. Όλοι που δραπετεύουν από τα όρια δίχως να χάνουν όμως την συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης τους,  καίγονται γιατί γυρεύουν να τσακώσουν με γυμνά χέρια τον βαθύ παραλογισμό και την απαράμιλλη κυνικότητα του ‘φυσιολογικού’ της ‘προόδου’ και της ‘τάξης’ που στηρίζονται ακριβώς στην τελειοποιημένη τους ‘μεσολάβηση’, το σύνθετο και πολυεπίπεδο κρυφτό από μια γύμνια που δεν θ’ αντέχαμε ούτε λεπτό πριν και μετά από κάθε ίδια με την προηγούμενη Πρωτοχρονιά. Ε ψιτ! Το Σημαντικό δεν είναι ν’ Αλλάξει ο Χρόνος αλλά ν’ Αλλάξεις Εσύ! ‘όπως  γελιογράφησε ο Quino.

Ads

  Την ίδια στιγμή, ακριβώς γιατί είναι εύθραυστη, η ιστορία του κάθε ανθρώπου, η δική σου κι η δική μου  ιστορία, μέσα από τις διαφορετικές ανάγκες και τον ίδιο νόστο, μπορεί να είναι κλειδαρότρυπα για να δούμε φευγαλέα μια κουκίδα από το παλίμψηστο του αιώνιου, ακόμη και τις φευγαλέες μέρες των γιορτών. Εκεί που το στοίχημα για την πλήρωση ενός ταξιδιού που στο βάθος δεν κάναμε ποτέ, κι ας το μεταμφιέσαμε άτεχνα κι αβανταδόρικα, βολικά και μαγικά, παράλογα κι αναγκαία μες στους αιώνες σε πόλεμο κι εξερεύνηση κι αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία ή για προσωπική ευτυχία ή για αρπακτική επιτυχία ως μέσο ‘πλήρωσης’, δεν τελειώνει ποτέ. Και όντως δεν τελειώνει ποτέ: “Είναι βέβαιο γιατί είναι αδύνατο” όπως έγραψε ο Τερτυλιανός.

Έτσι η Πρωτοχρονιά, με το ψέμα της  υπόσχεσης της (μια μεσολάβηση κι αυτή των υποσχέσεων της πολιτικής ή της θρησκείας) μετατρέπεται σε μια Διονυσιακή μέθεξη ψεύτικης και διαρκώς επανερχόμενης νιότης, σε υπερπολυτελή τελετή ενός μοναδικά απροσπέλαστου ‘τώρα ή ποτέ’, που αργά ή γρήγορα θα μας απογοητεύσει ξανά. Κι όμως η δημιουργική, η εύθραυστη κι επικίνδυνη μα μυστικά συμπαγής πλευρά μας, που τόσο σχηματικά μα και βαθιά κρύβουμε πίσω από μια λέξη πάλι, την λέξη ´ο ποιητής’, γράφει πάντα για το μέλλον που, διαρκώς συντελεσμένο καθόλου δεν χάνει από τις αντιφατικές και πολύκροτες επαναλήψεις του.. Που να καταλάβετε όλοι εσείς γιατί εγώ όρθιος στων χλευασμών την μπόρα μέσα στο πιάτο την ψυχή μου αποθέτω. Στο γεύμα μιας επερχόμενης εποχής; έγραψε ο Μαγιακόβσκι. Δεν υπάρχει τελικά, όπως έχει επισημανθεί, κατασκευή ούτε του μέλλοντος ούτε της μνήμης που να μην μετέχει στο παρόν. Εάν, μέσα από εορταστικές τελετές ή εκπομπές χλιδής, η καθημαγμένη παγκόσμια κοινωνία ενός κόσμου σε μετάβαση ή θανάτωση διαπραγματεύεται συλλογικά της τραύματα ελπίδες και μνήμες, αναζητεί την ίδια στιγμή θεραπευτικές προσεγγίσεις ενάντια σ’ένα παρόν που φαντάζει πολύπλοκο όσο και απειλητικό. Και που πρόχειρα προσπαθεί να το καλύψει μέσα από εξωτερικά γιορτινά φώτα που καλύπτουν ιδιωτικές δυστυχίες αποτυχιών στο βάθος περισσότερο συλλογικών.

“Δεν πιστεύω στην λέξη μοίρα, είναι το καταφύγιο κάθε αυτοκαταναλούμενης αποτυχίας” Andrew Soutar

Υπάρχει η ανάγκη η Πρωτοχρονιά να παλιώσει, δίχως να χάνει την συμβατική έτσι κι αλλιώς, ορμή μιας αρχής που δεν έχει να κάνει με την προσθήκη ενός χρόνου στην ηλικία μας αλλά με την άρση της τυπικής, άλλοτε άβολης κι άλλοτε βολικής, αριθμητικής του χρόνου: Το πρωϊνό του 186 μΧ που ένας Ύπατος, τελειώνοντας  ουσιαστικά την ‘αρχαία Αθήνα’ στην εκδοχή της Ρώμης, ανακοίνωνε στους Ρωμαίους ‘πολίτες’ τα μέτρα με τα οποία η Σύγκλητος σκόπευε να απαγορεύσει τα Βακανάλλια, τις γιορτές υπερ του Διονύσου που τόσο αντίθετα από τον ‘άρτο και τα θεάματα’ διοργάνωναν οι ίδιοι οι πολίτες και θεωρήθηκαν απειλή για την τάξη και το καθεστώς, έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές μέσα στους χρόνους, σε χώρους ιδιωτικούς και δημόσιους, σε σχέσεις διοαπροσωπικές ή διακρατικές, όποτε η επιδίωξη της ελευθερίας και της αυτοπραγμάτωσης, δλδ το Αιώνιο, έπρεπε να ζυγιστεί με το διαρκώς παρόν μα πρόσκαιρο στις εκδοχές του, δλδ με τους ηγεμόνες και τις δικές τους γιορτές. Και να φυλακιστε, αιώνια και πρόσκαιρα, σαν το πουλί.

Ο Μύθος του Φυλακισμένου πουλιού έχει παίξει έναν ρόλο στην ιστορία και στην λογοτεχνία. Ο Ησίοδος χρησιμοποίησε τον μύθο του φυλακισμένου από το γεράκι αηδονιού για να δείξει πόσο οι αδύναμοι πρέπει να υπακούν στους δυνατούς, πόσο δίχως αντίκρυσμα (όμοια με κάθε συμβατική ημερομηνία πρώτης ημέρας) κάθε πέταγμα προς τον ουρανό είναι. Λέγεται ότι το κείμενο αυτό υπήρξε η αφορμή ώστε ο Σολωμός, έπειτα από αιώνες, να αποδώσει “δια της ποιήσεως” δικαιοσύνη. “Άκου, ω γεράκι, το φτωχό αηδόνι… ” ξεκινά ο Επτανήσιος.

Το πέταγμα, η προσπάθεια για ό,τι αληθινά καλό, μπορεί να χλευάζεται από τους δυνατούς ή του κυνικούς κάθε χώρου, μα το αηδόνι τραγουδά. Ίσως αυτή να είναι η δυναμική μέσα στις αντιφάσεις μας μα πάντοτε παρούσα “ανάπτυξις του στίλβοντος ποδηλάτου” ή αλλιώς η αγωνιώδης μας ισορροπία, που ύμνησε ο Εμπειρίκος. Ίσως αυτό να είναι το Αιώνιο που ξεπερνά το προσωρινό. Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, μπορεί ο Οιδίποδας να μη νικά την Σφίγγα και να μην λύνει ποτέ το αίνιγμα (μας), ο Άμλετ δεν βρίσκει την απάντηση ποτέ στην υπαρξιακή του (μας) αγωνία, οι Δαναίδες, οι μικρές του Δαναού κόρες που βλεπαν το νερό να χύνεται από τα τρύπια τους πυθάρια, νικιούνται ως μετανάστριες στους Ικέτες τελικά, κι η Αντιγόνη θανατώνεται πάντοτε στη Σπηλιά. Αλλά από όλους αυτούς τους ήρωες ανά τους αιώνες δεν έχει σημασία τι χάνεται (έτσι κι αλλιώς χαμένο μέσα στην βεβαιότητα του θανάτου μας) αλλά τι διασώζεται: Από την ανάστροφη λοιπόν.

Ο Οιδίποδας θα τολμά πάντα την κρίσιμη στιγμή να πει το “ακουστέον”, ο Άμλετ θα τολμά να κρατήσει το κρανίο μας στα χέρια, οι κόρες του Δαναού θ’ ανακαλύπτουν ότι δεν ξεδίψασαν μα φύτρωσαν στην έρημο λουλούδια ξερικά από τις στάλες του “χαμένου” τους φορτίου, κι η Αντιγόνη θα στέκεται όρθια στους αιώνες μπροστά από την άδικη εξουσία του Κρέοντα, επιβιώνοντας όλοι αυτοί από τις δήθεν νεωτερικές τους αναγνώσεις. Κι επιβιώνουν κι έρχονται να μας φέρουν το μήνυμα μέσα από τον λόγο, την γραφή. Αφήνοντας ανοιχτό το στοίχημα της ουσιαστικής πράξης. Αυτής που θυμίζει πως το αιώνιο είναι η μόνη πραγματική νιότη. Και δεν χρειάζεται βεγγαλικά, φωτάκια ή τυπικά ημερολόγια… Δεν χρειάζεται καταναλωτές. Εμάς χρειάζεται. Για να γίνει πραγματικά μια “Πρώτη Ημέρα” κάποια μέρα.

“Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν/ Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες/ Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι/Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά/Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!”(Οδ. Ελύτης)