Η Παιδεία, είναι η αλήθεια, έχει υποστεί τα πάνδεινα τα τελευταία χρόνια. Άλλοτε ως θύμα της ιδεοληψίας των εκάστοτε κυβερνώντων, οι οποίοι μετονόμασαν τον βίαιο νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό σε… εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και άλλοτε πάλι ως προνομιακή «δαπάνη» προς περιστολή στον κρατικό προϋπολογισμό λόγω οικονομικής συγκυρίας, όταν η κρίση γίνονταν ευκαιρία για την απαξίωση και τη συρρίκνωση των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών, η κυβέρνηση της Αριστεράς έφτασε πράγματι να παραλαμβάνει σήμερα καμμένη γη.  Σε έναν τομέα τον οποίο, οι κατά τα άλλα νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης εταίροι μας στην Ευρώπη, τον θεωρούν επένδυση για το μέλλον…

Ads

Η Οδύσσεια της Παιδείας δεν ξεκίνησε όμως στα χρόνια της κρίσης. Σε ανύποπτο ακόμη χρόνο, η ισχυρή Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων και των μεγάλων έργων, κατατάσσονταν προτελευταία στην Ενωμένη Ευρώπη όσον αφορούσε τις δημόσιες εκπαιδευτικές δαπάνες, με μέση ετήσια χρηματοδότηση ανά φοιτητή, μικρότερη από το ήμισυ της μέσης Ευρωπαϊκής. Όσο για την έρευνα ούτε λόγος να γίνεται. Η δημόσια χρηματοδότηση στη χώρα μας ήταν δέκα φορές μικρότερη από εκείνη της Φινλανδίας, η οποία ξεπέρασε τα δικά της οικονομικά προβλήματα επενδύοντας γενναία στην εκπαίδευση και την έρευνα.

Στη συνέχεια ήρθε η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή του νεότερου, η οποία νομιμοποίησε ιδεολογικά την πολιτική της λιτότητας στη δημόσια εκπαίδευση. Με το ιδεολόγημα της παρομοίωσης της Παιδείας με τον Πίθο των Δαναίδων, με τρύπιο δηλαδή πιθάρι, όπου οι επενδύσεις δήθεν χάνονταν γιατί δεν έπιαναν τόπο, επισφραγίστηκε το κλείσιμο της οικονομικής στρόφιγγας στη δημόσια εκπαίδευση. Προφανώς η αποδοτικότητα της Παιδείας, σε ένα πελατειακό κράτος, κρίθηκε με ανάλογα κριτήρια…

Ακολούθως ήρθε ένας άλλος πρωθυπουργός, ο Γ. Παπανδρέου ο νεότερος, σπουδασμένος κι αυτός σε Αμερικανικά σχολεία και πανεπιστήμια, όπως οι περισσότεροι μέχρι σήμερα πρωθυπουργοί, ο οποίος νομιμοποίησε την πολιτική της κατάρρευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Χαρακτηρίζοντας τα ελληνικά πανεπιστήμια και τους έλληνες καθηγητές ως… τρίτης κατηγορίας, έθεσε τις βάσεις για τον καταστροφικό για τον δημόσιο χαρακτήρα, τις δημοκρατικές παραδόσεις και τις ακαδημαϊκές αξίες των πανεπιστημίων νόμο, γνωστό από την εισηγήτριά του, τότε υπουργό Παιδείας. Το νόμο αυτόν υπεψήφισαν στη Βουλή, καθόλου τυχαία, όλα τα κόμματα τα οποία λίγο αργότερα, ως εκπρόσωποι των δανειστών στην Ελλάδα, θα συνεργάζονταν για την εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της λιτότητας και των μνημονίων.

Ads

Ειρήσθω εν παρόδω ότι μια από τις πρώτες συνέπειες αυτής της πολιτικής, ήταν η αναγνώριση, εν μια νυκτί,  των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων όλων ανεξαιρέτως των κολεγίων που συνεργάζονταν με Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ως ισότιμων με τα δικαιώματα που απορρέουν από τα πτυχία των αναγνωρισμένων δημοσίων ιδρυμάτων. Λίγα χρόνια αργότερα η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων από την πίσω πόρτα ολοκληρώθηκε, συμπεριλαμβάνοντας στην αναγνώριση και τα κολέγια που συνεργάζονται και με εκτός Ευρώπης χώρες… Κάθε σύνδεση της πολιτικής αποδυνάμωσης των δημοσίων ιδρυμάτων με την de facto αναγνώριση των πτυχίων των ιδιωτικών κολεγίων, προφανώς πρέπει να θεωρηθεί κακόβουλη και καταχρηστική.

Κι όλα αυτά όταν στη γειτονική μας Κύπρο, η κατ΄εφαρμογή της ίδιας Ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων, έγινε μόνο όταν ολοκληρώθηκε μια γενναία επένδυση στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Και πάλι όμως, η σκληρή αξιολόγηση που συμφωνήθηκε από όλα τα κόμματα της Βουλής, του ΑΚΕΛ συμπεριλαμβανομένου, κατέληξε στην αναγνώριση μόνο των τεσσάρων εκ των 24 συνολικά υπό κρίση ιδιωτικών Κυπριακών κολεγίων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια, παρά την περί του αντιθέτου συστηματική ρητορική, τη διαρκή υποχρηματοδότηση και τις θεσμικές επιθέσεις που δέχονταν, εξακολουθούσαν να διακρίνονται στον διεθνή στίβο κατά τρόπο απολύτως δυσανάλογο σε σχέση με τις επενδύσεις, τις υποδομές και τη στελέχωσή τους σε προσωπικό.

Η χαριστική βολή για την Παιδεία, ήρθε με την ένταξή της στα μνημόνια. Η κατάρρευση των ήδη ισχνών δημόσιων προϋπολογισμών σε σημείο που να καθιστά τη λειτουργία τους προβληματική έως αδύνατη και η αποψίλωση των πανεπιστημίων από ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό, που ήταν τα κύρια επιτεύγματα της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, δεν  ήταν παρά το αποτέλεσμα του ολέθριου για το μέλλον της χώρας βίαιου νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού που δεν εξαίρεσε, δυστυχώς, ούτε τον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλο και ιδιαίτερα απαιτητικό έργο να επιτελέσει προκειμένου να επουλώσει τις συχνά ανίατες πληγές που επέφεραν στη δημόσια εκπαίδευση οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων. Και οι πρώτες δηλώσεις του νέου υπουργού Αριστείδη Μπαλτά, μόνο σαν βάλσαμο μπορούν να θεωρηθούν.

Ιδιαίτερα η κατανόηση από την πλευρά του της ανάγκης οι αλλαγές να προχωρήσουν μετά από διάλογο, σε έναν χώρο ιδιαίτερα ευαίσθητο και υψηλής κοινωνικής αξίας, ακούστηκε με μεγάλη ανακούφιση από την εκπαιδευτική κοινότητα. Η Αριστερά δεν πρέπει να αντιγράψει τις μεθόδους των προκατόχων της…

Όμως η εκπαίδευση δεν είναι αποκλειστικά και μόνο επιστημονική εξειδίκευση και επαγγελματική κατάρτιση και γι αυτό και δεν εξαντλείται στις επενδύσεις και τις υποδομές. Ο μορφωτικός ρόλος της Παιδείας, που αποσκοπεί στο άνοιγμα του νου και στο βάθεμα της ψυχής των νέων, χρειάζεται εκπαιδευτικούς με γνώσεις, αλλά και με έμπνευση και με προσήλωση στο αντικείμενο και με αγάπη για τον άνθρωπο. Κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο, καθώς οι εκπαιδευτικοί δυστυχώς είναι σήμερα καθημαγμένοι, ταλαιπωρημένοι και φτωχοποιημένοι, σε βαθμό που να αδυνατούν να εμπνευστούν, αλλά και να εμπνεύσουν.

Γι αυτό το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης της Αριστεράς σήμερα, πέραν και πλέον της αποκατάστασης του δημόσιου και δημοκρατικού χαρακτήρα, αλλά και των πληγών που έχει υποστεί η εκπαίδευση, είναι η επανεκκίνησή της ως πνευματικής διεργασίας με μορφωτικό αντικείμενο.

Αυτό λοιπόν που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα, δεν εξαντλείται σε μια ακόμη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Πολύ περισσότερο, επεκτείνεται σε ένα νέο πνευματικό κίνημα στην εκπαίδευση, που θα αποκτήσει τον χαρακτήρα μιας μορφωτικής επανάστασης. Εκεί θα κριθεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και όχι αν αφήσει πίσω της ακόμη ένα σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων…

* Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής και πρώην πρύτανης του Α.Π.Θ.