Ο κίνδυνος της επιστροφής στην ύφεση και οι αντιφατικές στρατηγικές των κύριων πρωταγωνιστών.

Ads

Το υπαρξιακό ερώτημα της Ευρωζώνης

Η εξαγορά χρόνου έχει τα όριά της. Και η Ε.Ε., αργά ή γρήγορα, θα έρθει αντιμέτωπη με το γεγονός ότι τα όποια σχέδια διατυπώθηκαν το προηγούμενο διάστημα για την εμβάθυνση της νομισματικής, οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης δεν έχουν μπορέσει να ξεπεράσουν το στάδιο της απλής εξαγγελίας.

Δεν κάνει πιο εύκολα τα πράγματα το ότι το 2019 είναι χρονιά ευρωεκλογών, που σημαίνει ότι το μεν πρώτο εξάμηνο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα περιπέσουν σε “χειμερία νάρκη”, το δε δεύτερο εξάμηνο θα μαίνεται η μάχη για τη νέα σύνθεσή τους.

Ads

Θα περάσει συνεπώς πολύτιμο χρονικό διάστημα προτού οι Βρυξέλλες επιστρέψουν σε πλήρη λειτουργία, την ίδια στιγμή που σε πολιτικό επίπεδο η επέκταση της κρίσης νομιμοποίησης δείχνει να επεκτείνεται από τη σοσιαλδημοκρατία προς τις διάφορες εκδοχές της κεντροδεξιάς, ανοίγοντας τον δρόμο για μια ισχυρή παρουσία ακροδεξιών και λαϊκιστικών δυνάμεων.

Οι πραγματικές δυσκολίες αφορούν, ωστόσο, τον επαναπροσδιορισμό του πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Την ώρα που η παγκόσμια οικονομία οδεύει αν όχι προς νέα ύφεση, σίγουρα προς επιβράδυνση των ήδη μάλλον ισχνών αναπτυξιακών ρυθμών των προηγούμενων χρόνων, επείγει, αλλά και απουσιάζει, κάποιο νέο ουσιώδες σχέδιο για τη δρομολόγηση αντίρροπης δυναμικής. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μόλις ολοκληρώθηκε τυπικά η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.

Στο δημοσιονομικό επίπεδο, η διακηρυχθείσα περαιτέρω αυστηροποίηση των κανόνων και του συντονισμού σχετικοποιείται από τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που αναγκάζονται είτε να προχωρήσουν συμβιβασμούς με “απείθαρχες” εθνικές κυβερνήσεις, σαν την ιταλική, είτε να κάνουν τα “στραβά μάτια”, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, που προανήγγειλε επί της ουσίας παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων, προκειμένου να κατευνάσει το κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας που εκπροσώπησαν τα “κίτρινα γιλέκα”.

Την ίδια στιγμή μεγαλεπήβολα σχέδια, που θα θωράκιζαν την ευρωπαϊκή οικονομία έναντι επερχόμενων αναταράξεων στην παγκόσμια οικονομία, όπως η τραπεζική ένωση, στην πραγματικότητα μένουν στα χαρτιά, με τα κράτη μέλη να μην μπορούν να συμφωνήσουν σε κοινούς κανόνες για την εφαρμογή τους. Ιδίως η κοινή ασφάλιση καταθέσεων κρίνεται αδύνατο να προχωρήσει, όσο δεν έχει ξεκαθαρίσει το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων.

Όμως, το βασικό πρόβλημα είναι πρωτίστως μια ιδιότυπη κρίση ηγεσίας, που αφορά τόσο το εσωτερικό των κρατών μελών (από τη σταδιακή απόσυρση της καγκελαρίου Μέρκελ μέχρι την ταχεία φθορά του Εμανουέλ Μακρόν) όσο και την ίδια την Ένωση, κυρίως λόγω της απροθυμίας της Γερμανίας να αναλάβει το κόστος τής εκ των πραγμάτων ηγετικής θέσης της. Το “μείγμα” οδηγεί σε διαρκή αναβολή της αναμέτρησης με ερωτήματα κρίσιμα και επείγοντα.

Εμπορικός πόλεμος με ανοιχτή έκβαση

Η διορία σιγά σιγά εξαντλείται. Η αρχή του νέου έτους συμπίπτει με τα μισά της 90ήμερης “εκεχειρίας” που συμφώνησαν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος ομόλογός του Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στο Μπουένος Άιρες, επιδιώκοντας την επίτευξη μιας συμφωνίας, ώστε να αποφευχθεί η κλιμάκωση ενός εμπορικού πολέμου που μπορεί να παρασύρει προς τα κάτω ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία.

Η διαπραγμάτευση δεν θα είναι καθόλου εύκολη, καθώς το διακύβευμα είναι μεγάλο και για τις δύο πλευρές. Ο Ντόναλντ Τραμπ γνωρίζει βέβαια ότι οι κλάδοι της αμερικανικής οικονομίας που συστρατεύονται πίσω από τις επιλογές του δεν μπορούν να αντέξουν μεσοπρόθεσμα ό,τι καταγγέλλουν ως ασύμμετρη εμπορική σχέση με την Κίνα – ούτε μπορεί η αμερικανική οικονομία να στηριχτεί μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις με παγκοσμιοποιημένη διαδικασία παραγωγής. Όμως και ο Σι Τζινπίνγκ, στη ρητορική του οποίου έχει επιστρέψει η αναφορά στην “αυτάρκεια”, δύσκολα θα δεχτεί άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας τέτοιο που να περιορίσει πραγματικά τον έλεγχό της από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Όμως, την ίδια στιγμή, αμφότερες οι κορυφαίες οικονομικές δυνάμεις γνωρίζουν ότι με ριζική αύξηση των δασμών και έναν συνακόλουθο περιορισμό του παγκόσμιου εμπορίου, διατρέχουν τον κίνδυνο να ενεργοποιήσουν υφεσιακές δυναμικές στην παγκόσμια αγορά. Και τις επιπτώσεις δεν είναι διόλου δεδομένο ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν με τα εργαλεία που διαθέτουν, είτε πρόκειται για την αυξημένη κερδοφορία και απασχόληση στις ΗΠΑ, είτε την επέκταση της εσωτερικής αγοράς στην Κίνα – δεν είναι άλλωστε γνωστό κατά πόσον η ανάπτυξη των μεγάλων κινεζικών εταιρειών σε τεχνολογίες αιχμής θα υπερκαλύψει τυχόν μαζική μεταφορά κατασκευαστικών βάσεων ξένων εταιρειών στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας.

Σε όλα αυτά προστίθεται και η ανησυχία ενδεχόμενης επέκτασης της αντιπαράθεσης εκτός του οικονομικού πεδίου. Ήδη πνέει ένας αέρας περισσότερο συγκρουσιακός σε ζητήματα όπως η Νότια Σινική Θάλασσα, το μέλλον της Ταïβάν ή ακόμα και η κορεατική κρίση.

Πάντως, ακριβώς επειδή το τοπίο τού εν εξελίξει εμπορικού πολέμου παραμένει αχαρτογράφητο, οι πιθανότητες επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων εντός του Ιανουαρίου, ή έστω η παράταση της εκεχειρίας, έχουν κερδίσει έδαφος.

Τι θα γίνει με τα επιτόκια;

Για περίπου μία δεκαετία η πολιτική επιτοκίων της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας αποτέλεσε μία από τις βασικές δικλίδες ασφαλείας της παγκόσμιας οικονομίας. Στηριγμένη στη μελέτη των συμπερασμάτων από τα λάθη στην αντιμετώπιση του κραχ του 1929, η Fed επέλεξε μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων και κολοσσιαίας παροχής ρευστότητας που επέτρεψε την απορρόφηση των κραδασμών της κρίσης του 2007-08 και την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Επέμεινε μάλιστα να διατηρεί πολύ χαμηλά τα επιτόκια βάσης ακόμη και όταν η αμερικανική οικονομία είχε πια ανακάμψει, επιτρέποντάς της να επανέλθει, ύστερα από πολλά χρόνια, σε μια συνθήκη σχεδόν πλήρους απασχόλησης, ενώ ταυτόχρονα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο οι αποτιμήσεις επέστρεφαν σε ύψη-ρεκόρ.

Υπό κανονικές συνθήκες και με βάση τους προσδιορισμένους στόχους της Fed, που είναι να διατηρεί χαμηλά τον πληθωρισμό και υψηλά την απασχόληση, η κεντρική τράπεζα έχει την υποχρέωση κατά την ανοδική συγκυρία να προχωρά σε μικρές αυξήσεις των επιτοκίων βάσης και κατά συνέπεια του συνολικού κόστους δανεισμού, ώστε να αποτρέπει το ενδεχόμενο υπερθέρμανσης της οικονομίας. Άλλωστε, ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας δεν μπορεί να διαστέλλεται επ’ άπειρον.

Όμως, λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα της διεθνούς ανάκαμψης και ενόψει σημαδιών που παραπέμπουν σε ενδεχόμενη νέα ύφεση (ήδη η ανοδική φάση του κύκλου διαρκεί μια δεκαετία), η αύξηση των επιτοκίων δεν ερμηνεύεται από τις αγορές παρά ως ακόμα μία πηγή άγχους, μαζί με άλλες εξελίξεις, όπως η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ και Κίνας.

Αυτό εξηγεί και την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον κεντρικό τραπεζίτη Ζερόμ Πάουελ για την πολιτική επιτοκίων, με τον Αμερικανό πρόεδρο να κατηγορεί την ομοσπονδιακή τράπεζα ότι διακυβεύει την καλή πορεία της αμερικανικής οικονομίας – για να διασκεδάσει τελικά τις εντυπώσεις διακηρύσσοντας ότι η Fed αύξησε τα επιτόκια ακριβώς επειδή η οικονομία πάει τόσο καλά.

Η ίδια η νομισματική επιτροπή δείχνει να ταλαντεύεται. Προχώρησε σε αύξηση επιτοκίου, αλλά ανακοίνωσε άλλες δύο και όχι τρεις (όπως αρχικά είχε αποφασίσει) αυξήσεις για την επόμενη χρονιά, ομολογώντας ότι ακόμη δεν έχει πλήρη εικόνα για τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας. Μόνο που έτσι, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, γίνεται η ίδια παράμετρος αστάθειας και αβεβαιότητας στο διεθνές τοπίο – ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες μετρούν ήδη τις “πληγές” τους από τον επαναπατρισμό της αφειδούς ρευστότητας με το οποίο η Fed τροφοδότησε το σύστημα.

Το αίνιγμα της αγοράς πετρελαίου

Οι τιμές του μαύρου χρυσού διαμορφώνονται πάντα ως αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων οι οποίοι συχνά δεν κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Το ενεργειακό κόστος εξαρτάται από τη γενική τάση της παγκόσμιας οικονομίας, άρα και τη ζήτηση, τις εξελίξεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αν και αργεί ακόμη η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα), τη διάθεση των παραγωγών να αυξήσουν ή να μειώσουν τη συνολική προσφορά, την ανάγκη να επιτρέπουν οι τιμές τις επενδύσεις στην αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων και νέων πηγών όπως οι σχιστολιθικοί υδρογονάνθρακες, αλλά και την αυξανόμενη σημασία των χρηματιστηριακών πράξεων επί των μελλοντικών τιμών του μαύρου χρυσού.

Όσο πιο ευμετάβλητη γίνεται η παγκόσμια οικονομία, τόσο αυξάνονται και οι διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί τον Οκτώβρη φτάσαμε σε μερικά από τα υψηλότερα σημεία των τελευταίων ετών ενώ προς το τέλος της χρονιάς είχαμε σημαντική αποκλιμάκωση.

Πάντως, οι περισσότεροι αναλυτές των ενεργειακών αγορών εκτιμούν ότι σε γενικές γραμμές το 2019 δεν θα είναι μια χρονιά σημαντικής υποχώρησης και εκτιμούν ότι μια τιμή αναφοράς γύρω στα 70 δολάρια ανά βαρέλι μπορεί να αποτελέσει το σημείο ισορροπίας της αγοράς.

Μια σειρά παραγόντων συντελούν σε αυτή την εκτίμηση. Δεν είναι δεδομένο ότι μέσα στο 2019 θα υπάρξει τέτοια ύφεση που θα οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης για ορυκτά καύσιμα. Ξεκινά με τη νέα χρονιά η εφαρμογή των σχετικών περιορισμών στην παγκόσμια παραγωγή που συναποφάσισαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες (με τη μορφή πλέον του OPEC+, ήτοι με τη συμφωνία ανάμεσα σε Σαουδική Αραβία και Ρωσία). Οι ΗΠΑ, πάλι, έχουν συμφέρον να διατηρούνται οι τιμές σε επίπεδα που να καθιστούν κερδοφόρο την παραγωγή σχιστολιθικού αερίου.

Όμως, οι αβεβαιότητες παραμένουν. Αυτές δεν αφορούν μόνο τις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας ή τις επιπτώσεις από περιφερειακές συγκρούσεις, όπως της Υεμένης, αλλά και τη συμπεριφορά των ίδιων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Για παράδειγμα, η αύξηση της τιμής ενισχύει και την αμερικανική παραγωγή (που μπορεί να φτάσει τα 12 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως), άρα και την παγκόσμια προσφορά, οδηγώντας ακολούθως στην απότομη υποχώρηση των τιμών. Καθόλου τυχαία, οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν σημαντικές διακυμάνσεις στη διάρκεια της χρονιάς.

Πηγή: Capital