Οκτώβριος του 2008, ο κρατικός  προϋπολογισμός του 2009 ετοιμάζεται προς ψήφιση. Προβλέπει έλλειμμα της τάξης των 5,2 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ), εξέλιξη όμως που αμφισβητείται. Δεν περνά πολύς καιρός και η διάψευση έρχεται. Μόλις τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της χρονιάς, το έλλειμμα εκτροχιάζεται και οι νέες εκτιμήσεις το ανεβάζουν στα 9,4 δισ. ευρώ (3,7% του ΑΕΠ). Τον Οκτώβριο του 2009 κατά τη σύνταξη του κρατικού προϋπολογισμού του 2010, το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στα 30,5 δισ. ευρώ (12,7% του ΑΕΠ). Τελικά με το κλείσιμο του έτους το έλλειμμα του 2009 παγιώνεται στα 36 δισ. ευρώ!

Ads

Τα Τάρταρα άνοιξαν για την ελληνική οικονομία με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2009, έκφραση του ευδαιμονισμού που βίωνε η χώρα, έχοντας ως κορυφή της σπατάλης την πενταετία μετά το 2004. Μετά από πέντε λοιπόν χρόνια υπέρμετρων δημοσίων δαπανών (2004-2009) όπου η τότε κυβέρνηση δημιουργεί γύρω στα 25 δισ. ευρώ καταναλωτικές δαπάνες, η χρεοκοπία είναι ante portas. Ουδείς απόρησε όταν ακούστηκε ότι η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος στον χώρο της υγείας κατά την περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 2000 ως τα μέσα της επόμενης άγγιξε τα 85 δισ. ευρώ!.

Η ευρωζώνη ανέτοιμη να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σοκ, προσπαθεί τα περισώσει ταυτόχρονα, το διεθνές τραπεζικό σύστημα το εκτεθειμένο στα ελληνικά ομόλογα, όπως και το ίδιο το ευρώ.

Η τρόικα εμφανίζεται επιβάλλοντας μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική λιτότητας. Οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται δραστικά ως το 2015 (από 82 δισ. ευρώ το 2009 σε 55,9 δισ. το 2015) μαζί με τους μισθούς και τις συντάξεις. Η επιλογή αυτή επιδιώκει την άμεση μείωση του διπλού ελλείμματος, δηλαδή των εξωτερικών σχέσεων (του ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών) και του κρατικού προϋπολογισμού. Αδιαφορεί βέβαια η τρόικα για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας μέσω μηχανισμών δημιουργίας ρευστότητας στην άκρως βραχυχρόνια περίοδο. Αυτή η επιλογή αποτελεί και την αντίφαση του συστήματος. Έτσι οδηγούμαστε σε βαθιά ύφεση.

Ads

Ρευστότητα κατά την τρόικα μπορούσε να προκληθεί με δυο τρόπους. Μέσω της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και μέσω του κλεισίματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (Κόκκινων Δανείων). Τα παραπάνω όμως διευκολύνουν τη ρευστότητα στη μεσοπρόθεσμη περίοδο και όχι στη βραχυχρόνια, δεδομένων των γραφειοκρατικών διαδικασιών και της προσπάθειας για προστασία της πρώτης κατοικίας.  

Το πρόβλημα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας

Ως προς την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και τη μη εκπλήρωση του στόχου αυτού κατά την πρώτη περίοδο της κρίσης, εδώ σημειώνονται τα ακόλουθα. Η Διεύθυνση του Μητρώου της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (ΚΕΔ), με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών (δορυφορικών συστημάτων κ.λπ) κατέγραψε με συστηματικό τρόπο την περιουσία του Δημοσίου στις αρχές της δεκαετίας του 2010.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης της, καταγράφηκαν 71.000 ακίνητα του ελληνικού Δημοσίου αξίας, εκείνη την εποχή, 272 δισ. ευρώ. Να σημειώσουμε ότι το χρέος του Δημοσίου το 2010 ανερχόταν σε 330,7 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 146% του ΑΕΠ της χώρας. Βέβαια, αξίζει να τονιστεί ότι από το ανωτέρω σύνολο μόνο ένα ποσοστό 40% ήταν καθαρό, με την έννοια έτοιμο προς αξιοποίηση-εκμετάλλευση.

Στα 272 δισ. ευρώ (εξαιρείται από το ποσό αυτό η αξία της γης) πρέπει να προστεθεί και η αξία των 50-60 δισ. ευρώ των ακινήτων του Υπουργείου Υγείας (2.490 ακίνητα), όπως και του Υπουργείου Εργασίας-Πρόνοιας. Αυτά, μαζί με την αχαρτογράφητη περιουσία των Δήμων και του ΟΣΕ, ξεπερνούσαν τα 350-400 δισ. ευρώ κατά τους οικονομολόγους της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.).

Η Ν.Δ. υποστήριζε τότε ότι μπορούσε να πωλήσει περιουσία 50 δισ. ευρώ μεσοπρόθεσμα, (Βλ. “Ζάππειο”, 7 Ιουλίου 2010), θέση που έδειχνε την έξοδο από την κρίση.

Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ, κινούμενο στα ίδια ίχνη, πρότεινε παρόμοιες διεξόδους. Αναλυτικότερα, στο Μεσοπρόθεσμο του 2012-15 (Ιούνιος 2011)  σημειωνόταν ότι “Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2011-2015…”.

Τι έγινε από όλα τα προαναφερθέντα; Παλινωδίες, μεταθέσεις δράσεων –συνήθης τακτική– αθέτηση στόχων, απροθυμία, φόβος απώλειας πολιτικής πελατείας λόγω ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ οδήγησαν σε δυο εξελίξεις. Από τη μια πλευρά η περιουσία απαξιώθηκε μέσα στον χρόνο λόγω απραξίας, ενώ από την άλλη το προϊόν των όποιων μεγαλεπήβολων διακηρύξεων για αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας παρέμεινε θεόφτωχο.

Έτσι, όλα τα παραπάνω δημιούργησαν ένα κλίμα αναξιοπιστίας και καχυποψίας στα μάτια των Θεσμών, ενώ δεν ήταν λίγοι οι ψίθυροι που σύνεδεαν την (ίσως εσκεμμένη) απαξίωση της δημόσιας περιουσίας διαχρονικά με διάφορα οικονομικά οφέλη κατευθυνόμενα σε άγνωστους πρωταγωνιστές (“μεσίτες” των προς ιδιωτικοποίηση εταιριών του Δημοσίου κ.λπ). Την απαξίωση αυτήν την είδαμε στην πώληση του 33% του ΟΠΑΠ, στην περίπτωση πώλησης του “Ελληνικό” κ.ά.

Η μείωση των μισθών και συντάξεων χωρίς παράλληλες κινήσεις που θα οδηγούσαν στην ελάφρυνση των ιδιωτικών χρεών προς τις τράπεζες, προκαλούν ένα εκρηκτικό μίγμα στην οικονομία. Ως προς τις συντάξεις, με το νόμο του 3869/11, όπου το κράτος δεσμεύεται να καλύπτει μόνο τις βασικές συντάξεις, προδιαγράφεται το τέλος του ΕΚΑΣ και η δραστική μείωση των Επικουρικών συντάξεων.

Από την άλλη, αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό τα χρέη των πολιτών προς του Δημόσιο. Το 2009 ανερχόταν σε 33 δισ. ευρώ ενώ στα τέλη του 2014 έφθασαν στα 79 δισ. ευρώ για να καταλήξουν το 2018 στα 110 δισ. ευρώ.

Ως προς τα Κόκκινα Δάνεια, με τον νόμο Κατσέλη-Σταθάκη επιδιώκεται η προστασία συγκεκριμένων κατηγοριών δανειοληπτών ενώ οι υπόλοιποι αφήνονται να ελπίζουν. Οι προηγούμενες του 2015 κυβερνήσεις αρνούνταν να αγγίξουν το πρόβλημα στο βάθος του. Έτσι το μετέθεταν στο απώτερο μέλλον μέσω διαφόρων νόμων, που εισήγαγαν απλά την αναστολή των πλειστηριασμών κατοικιών ως τα τέλη του 2014. Ουδείς από τους ιθύνοντες κατά  την περίοδο 2010-2014 σκέφθηκε να αγγίξει τις ακριβές κατοικίες οφειλετών ενταγμένων στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια.

Λάθος στρατηγική

Η τακτική της “διακυβέρνησεως δια μεταθέσεων” διαπερνά όλες τις πολιτικές ως τα τέλη του 2014, με συνέπεια τη μη εφαρμογή όσων είχαν αποφασιστεί, πλην των λύσεων όπου η τρόικα χρησιμοποιείται ως άλλοθι επιβολής τους (μείωση μισθών-συντάξεων). Η απροθυμία αυτή εκδηλώνεται ακόμη και σε μέτρα που οδηγούν στον εκσυγχρονισμό βασικών λειτουργιών του κράτους.

Η Ελλάδα αποτελεί το πρώτο παράδειγμα παγκοσμίως, όπου η κρίση ξεπέρασε τα τρία χρόνια. Η ύφεση διήρκησε κατά την πρώτη της περίοδο, έξι ολόκληρα χρόνια (2009-2014) με στρατηγικές που θεωρήθηκαν από το Ευρωπαϊκό  Ελεγκτικό Συνέδριο ως ανεπαρκείς.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αναλυτικότερα σε ειδική έκθεση για την Ελλάδα στα τέλη του 2017, στη σελίδα 7 σημειώνει “την επίτευξη σε περιορισμένο βαθμό των στόχων τους”, στην σελίδα 8 τονίζει “την ανεπάρκεια των μέτρων του 2010…”, στη σελίδα 9 γράφει ότι “στο 1ο  και 2ο  πρόγραμμα δεν ιεραρχήθηκαν σωστά οι όροι των προγραμμάτων”. Ακόμη στις σελίδες 30 και 32 σημειώνει ότι “οι όροι των προγραμμάτων ήταν γενικοί και αόριστοι, ενώ επιβεβαιώνει τη θέση αναφορικά για “τη στέρηση σαφούς στρατηγικής για εξαγωγές, έλλειψη στρατηγικής για τη δημοσιονομική εξυγίανση με σκοπό την ανάπτυξη”. Κλείνοντας τονίζει στη σελίδα 46 “την προχειρότητα σε ό,τι αφορά την φορολογική πολιτική”.

Προβλέψεις μακράν των αποτελεσμάτων

Το 2014 οι υποστηρικτές της τότε οικονομικής πολιτικής υποστηρίζουν ότι ή αρχή της ανάκαμψης ανέτειλε  στον ορίζοντα, θεωρώντας ότι η τελευταία ανακόπηκε από την πολιτική αλλαγή των αρχών του 2015. Σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο 2015-2018 προβλεπόταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 28 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια. Το 2014 όμως, που εύλογα επηρέαζε τις εξελίξεις της επόμενης χρονιάς, οι προβλέψεις ήταν μακράν των αποτελεσμάτων. Το ίδιο συνέβη και με το 2013 όπως και το 2012.

Ως προς το 2014, η εκτίμηση του ΔΝΤ για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% καταρρίφθηκε από το αποτέλεσμα (0,7%). Οι επενδύσεις εκτροχιάστηκαν (πρόβλεψη 10,3%, αποτέλεσμα –2,8%), όπως και οι εισαγωγές (πρόβλεψη 2,4% αποτέλεσμα 7,7%).

Το 2015 επιδιώχθηκε η αλλαγή στρατηγικής, που θα οδηγούσε σε άλλο μίγμα οικονομικής πολιτικής. Τα όσα πρότεινε η προηγούμενη κυβέρνηση (βλ. mail Χαρδούβελη) για το 2015 ήταν ανεπαρκή (μέτρα Μίκυ Μάους κατά τον Τόμσεν του ΔΝΤ) και δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της οικονομίας. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα όφειλε να αποπληρώσει δάνεια της τάξης των 54 δισ. ευρώ την διετία 2015-6. Ως εκ τούτου θα προσέφευγε σε νέο Μνημόνιο. Αυτό ήταν αναπόφευκτο σε μια περίοδο όπου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είχαν εξαντλήσει όμως τις δυνατότητες και αντοχές τους.

Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η στρατηγική που θα οδηγούσε σε άλλης μορφής συμφωνία με τους θεσμούς. Η προσπάθεια αυτή για ριζική αλλαγή πλεύσης, απόλυτα συμβατή με τις θέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου,  δεν στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι οι θεσμοί επέβαλαν μια πολιτική όμοια του παρελθόντος. Ωστόσο παρά τον συμβιβασμό, μέτρα υπέρ του εκσυγχρονισμού της οικονομίας τέθηκαν σε ισχύ στο χρόνο που έπρεπε, δίνοντας άλλη πνοή στην οικονομία. Μετά τη μικρή ύφεση που κατέγραψε η Ελληνική οικονομία το 2015,(μείωση 0,2% του ΑΕΠ) η ανάκαμψη αρχίζει. Το δημόσιο όμως χρέος της χώρας απαιτεί μια άλλη αναπτυξιακή δυναμική με ιδιαίτερα ψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων-παραγωγής. Αξίζει να σημειωθεί φυσικά ότι οι πρόσφατες ρυθμίσεις υπέρ του δημοσίου χρέους περιορίζουν τον κίνδυνο υπέρ της βεβαιότητας.

Μεγάλες επενδύσεις σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες –κι όχι σε δρόμους και γεφύρια– που εντάσσονται σε μια διαφορετική λογική από την επικρατούσα δείχνουν το δρόμο που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα (βλ. ενδεικτικά https://mardas.eu/PDF/Stratigiki_Anaptiksis.pdf).  Η λογική αυτή μπορεί να λειτουργήσει σε συνδυασμό με  πολιτικές υπέρ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και  των ξένων επενδύσεων εκμεταλλευόμενες κάθε δυνατότητα παροχής επενδυτικών κινήτρων (όπως π.χ. τα κουφάρια των βιομηχανικών ζωνών κ.ά.).

Πολιτικές για συγκράτηση του brain drain

Από την άλλη η μαζική έξοδος από τη χώρα νέων με δεξιότητες αποτελεί το κυριότερο πρόβλημά της, πολύ σοβαρότερο από εκείνο του χρέους. Εδώ απαιτείται μια άλλη πολιτική. Επίκεντρό της πρέπει να είναι κάθε προσπάθεια με σκοπό τη συγκράτηση των νέων στη χώρα ή τον επαναπατρισμό τους. Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θεωρείται η αύξηση των πραγματικών αμοιβών, η ελάφρυνση των ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ (βλ. σχετική πρόταση).

Υπάρχουν πολλά επιτυχημένα παραδείγματα χωρών που μπορούμε να αντιγράψουμε, ιδίως στο θέμα του επαναπατρισμού των νέων. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ενδείκνυται η δημιουργία ενός Ταμείου (με όνομα λόγου χάρη Hellenic Fund) με χρήματα που θα συγκεντρωθούν από τους Έλληνες της διασποράς όπως και από τους πόρους της χώρας.

Σκοπός του Ταμείου θα είναι η χρηματοδότηση δράσεων υπό μορφή κινήτρων με σκοπό την επιστροφή νέων στη χώρα. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, οι δράσεις αυτές αφορούν λόγου χάρη στη χρηματοδότηση ερευνητικών ινστιτούτων και τη σύνδεσή τους με την παραγωγή, στην αγορά γης και την απόδοσή τους σε επαναπατρισθέντες νέους, στην παροχή κινήτρων για το άνοιγμα Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε επιλεγμένους τομείς  κ.λπ.

Ο συνδυασμός όλων όσων αναφέρθηκαν σε μια περίοδο σταθεροποίησης της οικονομίας μπορεί να αποφέρει τους επιθυμητούς καρπούς, θέτοντας σε άλλη τροχιά την εγχώρια παραγωγή.

* Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης

Πηγή: Capital.gr