Η μνήμη της εθνεγερσίας του 1821 αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο, ακόμη, πεδίο καταγραφής της ιστορικής εμπειρίας στη χώρα μας. Ειδικότερα η βιωματική γραφή και μνήμη, όπως καταγράφεται στη ποίηση, διαμορφώνει τους όρους ανάδειξης της αφηγηματικότητας ως μιας μάλλον παραμελημένης διάστασης της ευρύτερης ιστορικής εμπειρίας και γνώσης, «εξαιρετικά σημαντικής όμως για τη συγκρότηση του -σ.σ. ατομικού και συλλογικού- μας εαυτού» (Σρεντεδάκις, 2012).

Ads

Όπως η Αριστούλα Ελληνούδη στον Ριζοσπάστη επισημαίνει το 21 υπήρξε τροφός της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι ακόλουθες παραγραφοι είναι δικές της:

Πολλοί συγγραφείς ιστόρησαν την υποδούλωση και απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Ο πρώτος, αλάθευτος, αντικειμενικότερος ιστορητής και ο τελειότερος εικονοπλάστης της τεράστιας ανθρώπινης και γεωγραφικής «τοιχογραφίας» της μακραίωνης σκλαβιάς του ελληνικού λαού και των μακρόχρονων απελευθερωτικών αγώνων του, δεν υπήρξε άλλος από τη Δημοτική Ποίηση του λαού.

«Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι, κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν. Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει! Αφήνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα, χωρίζει κ’ ένα αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο (…)».

Ads

Κορυφαίοι διανοητές, ιστορικοί, πεζογράφοι, δραματουργοί, ποιητές, ύμνησαν τον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας και τον απελευθερωτικό αγώνα του λαού της.

Τολμούμε, όμως, να πούμε ότι κανένα ποίημα και των μεγαλύτερων ξένων ποιητών δεν έφθασε το μετρικό πλούτο, το γλωσσικό κάλλος, τη μυθοπλαστική ευλυγισία και παραστατικότητα, τη συγκινησιακή δύναμη της ελληνικής Δημοτικής Ποίησης. Αυτή θα αποτελεί το μέγιστο, ασύγκριτο μνημείο του μακρόχρονου, προδρομικού αγώνα της κλεφτουριάς και έπειτα του ’21.

Τι μπορεί να συγκριθεί με τραγούδια σαν της «Δέσπως» (1803), που «Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει/. “Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε, παιδιά μ’ μαζί μου ελάτε”. Και τα φισέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν».

Ή του Διάκου, που πεθαίνοντας κραύγαζε στους δημίους του «Σκυλιά, κι α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη./ Ας είν’ ο Οδυσσεύς καλά κι ο καπετάν Νικήτας,/ που θα σας σβύσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι». Πώς να ‘βρεις ομορφιά ανάλογη του «Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,/ να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα», με ομιλητή κι ένα πουλί: «Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;/ -./ Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,/ να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,/ να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,/ να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,/ και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,/ που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Σαν το «Έχετε γεια ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδα,/ δροσιές με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι,/ κ’ εσείς, μωρέ κλεφτόπουλα, που είσαστε παλληκάρια,/ δε σας τρομάζει ο πόλεμος, πηδάτε σαν λιοντάρια». Σαν το «Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια/ έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι(…)».

image

Η δημοτική ποίηση αφήνει απέθαντο ακόμη και τον πρωτομάρτυρα, τον Καρατζά Ο Καρατζάς, αυτός που σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης -με ιερέα τον Ηλιο όχι τον εφευρημένο ππγ- στο Πατρινό Κάστρο στις 21 Μάρτη, αναγκάζοντας τους παραδουνάβιους να βιασθούν επιτέλους, μεγαλομάρτυρας του προδομένου ’21, ξεχάστηκε γιατί ως πολύ έντιμος κι απροσκύνητος είχε άλλωστε κακό τέλος, ως συνήθως από «συνέλληνες» (Αχαιούς κοτζαμπάσηδες… ) και μόνο η μαρτυρία ξεχασμένων Δημοτικών μένει για να κάνει ρωγμές στην επίσημη Μνήμη…

«Τρεις περδικούλες κάθουνταν στης Κούκουρης τη ράχι. Η μια τηράει τα πέλαγα κι’ η άλλη κατά την Πάτρα. Κι’ η τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει: Θε μου ο Καρατζάς τι γίνηκε, αυτός ο καπετάνιος; Μάιδε στην Πάτρα φαίνεται μάιδε στο Σαραβάλι. Μας είπαν πως τον σκότωσαν μέσ’ του Ομπλού την πόρταν».

Η φιγούρα του κλέφτη κι αρματωλού, φιγούρα ιδιαίτερη, εξωραΐστηκε και νομιμοποιήθηκε μεταπελευθερωτικά από ένα κράτος που ήθελε (όπως όλα τα κράτη) να κάνει ιδεολογική χρήση της ιστορίας.

Η φιγούρα όμως του Παπά Αντάρτη, που θα επαναληφθεί λίγες δεκαετίες αργότερα στα Βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας (συχνά ξεχασμένη -αν και για διαφορετικούς λόγους- από όλες τις μεριές που όμως έχουν κοινό πως κρύβονται πίσω από ιδεολογήματα και δεν ακούν τη φωνή της γης που πλάθει και τις γνήσιες ιδεολογίες), δεν έπαψε να στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό μας… Υπενθυμίζοντας ότι αν η Μνήμη κάθε απελευθερωτικού Αγώνα είναι αμφιλεγόμενη, είναι γιατί είναι τόσο μα τόσο άβολη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα…

«Γιατί η Επανάσταση του ΄21 που ΄μεινε η κορυφαία επανάσταση της εποχής μας» γράφει ο Ηλίας Γκρης στην παλιά Καθημερινή:, με διακόσιες χιλιάδες σκοτωμένους αγωνιστές και τριακόσιες πενήντα χιλιάδες άμαχους νεκρούς, απέδειξε κι έγραψε με αίμα ότι η τραγωδία είναι ένα ελληνικό συνεχές. Αλλά δεν άξιζε να’ χει την τύχη που είχε. Να κάνει τους προύχοντες και κοτζαμπάσηδες με τους τουρκοχειροκροτημένους ψευδάρχοντες γερά κατέχοντες, θεμελιωτές ενός σαθρού οικοδομήματος που επιβιεί ως σήμερα. Και τους αγωνιστές, που μετάγγισαν αίμα και ψυχή στη λευτεριά, να τους καταντήσει υπόδικους, απόβλητους και χλεύη των άκαπνων αρχόντων.»

Εδώ έρχεται και παρεμβαίνει η ποίηση όπως σημειώνει ο ίδιος: Και ο ποιητής τι σχέση έχει με την ιστορία; Ο ποιητής πάντα γράφει ιστορία, δηλαδή την μεταπλάθει σε ποίηση της ιστορίας.

Γράφει η Ελληνούδη και πάλι: Αμύθητος, αμέτρητος, αθάνατος θησαυρός, η Δημοτική Ποίηση για τη σκλαβιά και κλεφτουριά έθρεψε τις ιδέες του «Πρωτεργάτη – Εξάγγελου» της επανάστασης όλων των λαών κατά των κάθε λογής τυράννων Ρήγα Φεραίου, το σύνολο του έργου του και τον εθνεγερτήριο «Θούριό» του:

«Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,/ μονάχοι, σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;/ (…) Κάλλιό ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,/ παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!/ Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βατούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν,/ στεριάς και του πελάγου να λάμψει ο Σταυρός,/ κ’ εις τη δικαιοσύνη να σκύψη ο εχθρός,/ ο κόσμος να γλυτώση απ’ αύτην την πληγή/ κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια, εις την Γη!».

Ο σκλαβωμένος, αγωνιστής και ποιητής λαός, όπως γράφει η Ελληνούδη, ενέπνευσε τον διωκόμενο στην Ευρώπη επαναστάτη ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Τις εθνεγερτήριες «Ωδές» του Ανδρέα Κάλβου: «Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε/ ψυχαί θερμαί γενναίαι». Ο ποιητής – αγωνιστής λαός ενέπνευσε τα ποιητικά θαύματα του Σολωμού, όπως οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οι «Χαιρετισμοί», ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν», η ελεγεία για το θάνατο του λόρδου Βύρωνα.

Η Δημοτική μας Ποίηση «γονιμοποίησε» στο πολλαπλάσιο τα φιλελληνικά αισθήματα στην Ευρώπη, ακόμα και στην Αμερική, στα προεπαναστατικά, επαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν οι μεταφράσεις και εκδόσεις συλλογών δημοτικών ποιημάτων (ιστορικών και κλέφτικων κυρίως) από αληθινούς φιλέλληνες, με πρώτους τους Γάλλους Κλοντ Φοριέλ και Ερνέστ Ρενάν. Το φιλελληνικό «έδαφος» στη Γαλλία είχαν προετοιμάσει ο αβάς Μπαρτολεμί, μεταφράζοντας το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

Το υμνητικό για την αρχαία Ελλάδα έργο του Σενιέ. Οι πεζογραφικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα των Σατωμπριάν και Γκωτιέ. Την πένα παίρνουν μορφές όπως οι Σταντάλ, Λαμαρτίνος, Βερανζέρος, Ουγκώ, Ντελαβίν, Βινύ, Οζανώ, Πισά.

Οσο αναπτύσσεται το επαναστατικό ρεύμα στην Ευρώπη, και οι Φιλικοί και άλλοι Ελληνες παραμονές της επανάστασης και στη διάρκειά της τριγυρίζουν την Ευρώπη, ενημερώνοντας και καλλιεργώντας δεσμούς με διανοούμενους και ντόπιες επαναστατικές αλληλέγγυων δυνάμεις, τόσο πληθαίνουν οι φωνές και τα έργα φιλελλήνων. Η Ελλάδα φλέγεται. Κι αναφλέγει την Ευρώπη.

Συνεχίζει η Ελληνούδη: Η έκδοση της συλλογής δημοτικών τραγουδιών από τον Φοριέλ προκάλεσε ενδιαφέρον και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γερμανία, λ.χ. (όπου ευδοκιμούσε η ελληνο-αρχαιολατρική ποίηση των Σίλερ, Χαίλντερλιν, Χέρντερ, κ.ά.), βοηθούντος και του γερμανικού επαναστατικού πνευματικού κινήματος «Θύελλα και Ορμή», η συλλογή του Φοριέλ, μεταφρασμένη από τον φιλέλληνα Γερμανό ποιητή Βίλχελμ Μύλερ (1794-1827), !/ Χωρίς τη λευτεριά, τι θα ήσουν συ, Ελλάδα,/ Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τι θα ήταν ο κόσμος;».γνώρισε μεγάλη απήχηση, όπως και η ποίηση των Σολωμού και Κάλβου, σε εποχή που η ποίηση ήταν βαθιά αλληλεπιδραστική και είχε μεγάλη κοινωνική και πολιτική αξία. Η ελληνική δημοτική ποίηση εμπνέει μεταξύ άλλων και τον κορυφαίο ποιητή Γκαίτε.

Κορυφαίοι του βρετανικού λογοτεχνικού φιλελληνισμού ήταν ο Σέλεϊ, που έγραψε τα λυρικά δράματα «Προμηθεύς λυόμενος» και «Ελλάς» και, βέβαια, ο αρνητής της αριστοκρατικής τάξης του, λόρδος Βύρων, που έκανε υπόθεσή του τη λευτεριά του λαού μας και μαχόμενος υπέρ αυτού έπεσε στο Μεσολόγγι. Από τα ουκ ολίγα έξοχα ποιήματα του Μπάυρον, επιλέγουμε ελάχιστα σπαράγματα:

«Με ποτάμια από αίματα/ καταχτιέται η λευτεριά./`Η στη μάχη θα πέσουμε/ ή θα ζήσουμε λεύτεροι πια./ Κάτω όλοι οι βασιλιάδες,/ τύραννοι, σύμβολα σκλαβιάς/(…)».

«Μες στον άδοξο δρόμο, που μια τύχη με σέρνει,/ με φυλή που σηκώνει της σκλαβιάς αλυσίδα,/ κάποιο βάλσαμο κούφιο στο τραγούδι μου φέρνει/ η ντροπή που με πιάνει για μια τέτοια πατρίδα!/ Και τι νάχει εδώ άλλο ποιητής παρά μόνο/ για τους Ελληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνοι!».

Κάλλιο έτσι: Ο Ελληνας στη χώραν του Ελευθερίαν να φέρει./ μονάχος δίχως βάρβαρους μ’ ειρήνης περιστέρι».

image

Στη Ρωσία, όπου ο Ρήγας, πρώτος, με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Οικονόμου, προσπάθησε να κυκλοφορήσει μια συλλογή ελληνικής δημοτικής ποίησης, αναπτύχθηκαν ουκ ολίγες φιλελληνικές ποιητικές φωνές. Επρόκειτο για τους σημαντικότερους ποιητές του ρώσικου ρομαντισμού, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν ενταγμένοι ή στήριζαν το επαναστατικό κίνημα των «Δεκεμβριστών» και έγραψαν ποιήματα για την ελληνική επανάσταση.

Οι σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Γκλίνκα. Ο Παύλος Κατένιν (ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στην τρίτομη μελέτη του «Η Ρώσικη Λογοτεχνία», τέλειωνε το ποίημά του «Πολιτικός Υμνος» με την έκκληση του Ρήγα «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή(…)» και πολλοί άλλοι. Και, βέβαια, ο Λέρμοντοφ και αρκετοί Ρώσοι πεζογράφοι και δραματουργοί. Προπάντων, ο «Δεκεμβριστής», θαυμαστής της ποίησης και του αγώνα του Μπάυρον, και μέγας Ρώσος ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν, που στίχους του παραθέτουμε σε μετάφραση του Κώστα Βάρναλη.

«Εμπρός, στηλώσου Ελλάδα επαναστάτισσα/ βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου,/ μάταια δεν ξεσηκώθηκε ο Ολυμπος,/ η Πίνδος, οι Θερμοπύλες – δόξασμά σου./ Απ’ τα βαθιά σου σπλάχνα ξεπετάχτηκε/ η λευτεριά σου ολόφωτη, γενναία/ κι από τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα/ της Αθήνας, πάντα ιερά και νέα./ Θεών και ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα/ το ζυγό σου και την ενάντια μοίρα,/ με την ηχώ που βγάνει του Τυρταίου σου,/ του Μπάυρον και του Ρήγα η άξια λύρα».

Κι όμως! έξι γενιές βαπτίστηκαν μέσα στην νόθευση του αυθεντικού νοήματος της επανάστασης του 1821 σημειώνει ο Γκρης και εμποτίστηκαν με ψέματα και ψευδολογήματα που στόχευαν στη διαιώνιση φαιδρών ιδεολογημάτων, παραχαράσσοντας και προσβάλλοντας τα ιστορικά γεγονότα. Οι αληθινοί ήρωες παραμερίστηκαν και τη θέση τους πήραν λογής λογής τυχοδιώκτες, δολοπλόκοι, και καιροσκόποι.

Η ιστορία ‘όμως είναι πλήρες βίωμα ζωής και θανάτου των ανθρώπων στον επάλληλο βίο τους. Γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Οφείλει να σκαλίζει τις δοσμένες αλήθειες, να φέρνει στην επιφάνεια το κρυμμένο φως. Ακόμη κι αν χρειαστεί να σκαλίσει με τα νύχια τον βράχο. Όπως κι η ποίηση ακριβώς…
Αλλά τελικά το «επίγραμμα» και το επιτύμβιο» μιας σπουδαίας αλλά χαμένης γενιάς μάλλον γράφτηκε από τον Γέρο του Μωριά που ποιητ’ης δεν ήταν:

«Τούτο το κράτος Κλέφτες το έκαμαν και ‘’κλέφτες’’ θα το χαλάσουν».