Ξεμεινεμένο λίγο αλάτι στην άκρη της γλώσσας. Λες και ψάχνει πληγή να την τσούξει ξανά. Δεκάξι χρόνια. Ογδόντα νεκροί κι ένα μικρό αγοράκι, που κεριά γενεθλίων δε πρόλαβε να σβήσει στην τούρτα της ζωής του. Μαύρο κύμα το άρπαξε από τα χέρια της μάνας κι άφησε τη γιαγιά να εκλιπαρεί το θεό να ανταλλάξει τη ζωή της, με τη δική του.

Ads

Καράβια-πλωτά φέρετρα στο Αιγαίο και το θανατικό να παίζει για καιρό κρυφτούλι με τους ανυπεράσπιστους νησιώτες, να τους κολλάει σαν όστρακα χωρίς μαργαριτάρι στα βότσαλα του βυθού και στις ανήλιαγες καμπίνες του ΣΑΜΙΝΑ. Εξπρές στα βάθη του μεσονυκτίου.

Τρέμουλο και ρίγος εκείνο το βράδυ στη Σάμο και την Ικαρία. Πως να αντέξεις, πως να περιγράψεις τόση οδύνη-τόσο χαμό… Πως να μη σε αγγίξει η απόλυτη απόγνωση στα μάτια των συγγενών. Οι πληροφορίες έρχονταν ετερόκλητες, οι αληθινές τόσο ανείπωτα απίστευτες που έμοιαζαν ψέμα και οι ελπίδες τόσο αληθοφανώς αναγκαίες, που άφηναν ένα φινιστρίνι ανοιχτό στη μοίρα. Ψαράδες της Πάρου, δυνάμεις ΕΜΑΚ, λιμενικοί. Άνθρωποι γιγαντιαία μαχόμενοι για να σώσουν εκείνες τις ζωές που κάποιοι καταβύθισαν με την αδιαφορία τους.
Μαύρες σακούλες, γοεροί τελευταίοι αποχαιρετισμοί, αλγεινές εμπειρίες, απίστευτες ιστορίες. Οι «πόρτες» της Πάρου και η καταβύθιση της ικανότητας ενός κράτους να διαχειριστεί μια κρίση. Ένας μηχανισμός που «έμπαζε» από παντού νερά και δεν είχε-δεν έχει, ούτε γρήγορα αντανακλαστικά, ούτε σωσίβια, ούτε καν λέμβους. Με «καπεταναίους» που χαζεύουν «μπάλα» κι αφήνουν το κάθε λογής τιμόνι, στα χέρια των αδαών και των «δεύτερων»…

Κάποτε, μας έπνιγαν μέσα στα πλοία της γραμμής. Σήμερα, στα προβλήματα επιβίωσης και διαβίωσης. “Το μαχαίρι στο κόκκαλο” δήλωνε -τότε- με το πολιτικό θράσος και την αλαζονεία του ρόλου του, ο Παπουτσής, μη έχοντας καν τη στοιχειώδη ευθιξία να παραιτηθεί. Τελικά, σε αυτή τη χώρα, σε κάθε συμβάν που εξεγείρει την κοινή γνώμη, το… “μαχαίρι στο κόκκαλο” υπόσχονται οι ηγητορίσκοι πως θα φτάσει, αλλά αυτό το έρμο όλο και στομώνει στο… λίπος!

Ads

Δεκαέξι χρόνια από εκείνη τη νύχτα με τους ογδόντα και έναν, πνιγμένους. Κι ο κρατικός μηχανισμός, απίστευτα βραδύνους, εξακολουθεί να κινείται νωχελικά στα «έκτακτα περιστατικά» μα τάχιστα στα «φορομπηχτικά». Πιθανόν διότι εκείνοι που νέμονται την εξουσία παραμένουν βουτηγμένοι στον χυλό των ανομημάτων και συναισθημάτων, των αδυναμιών και των επιθυμιών τους, μοιάζοντας με σκουλήκια στο γυάλινο βάζο με το μέλι. Από εκεί μέσα, προφυλαγμένοι και καλοταϊσμένοι, βλέπουν τον έξω κόσμο και υποκρίνονται. Πότε τους θλιμμένους και πότε τους αναγκασμένους.

Μα το κακό, περιγελώντας τις εξουσίες και το αλισβερίσι του χρήματος, δείχνει στους κρατούντες τη μωρία τους. Laus Stultitiae, η τιμωρία τους.

“Θε μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση…” έγραφε η Κική Δημουλά.