«Έχω την ισχυρή πλειοψηφία πίσω μου!» / «Μα αυτό είναι η δυστυχία σου. Που έχεις κάτι τόσο εμετικό στο κατόπι σου», Ερρίκος Ίψεν

Ads

Υπάρχει ένα προνομιακό (και σκανδαλωδώς αποδεκτό κατά βάση) πεδίο εκδήλωσης του κοινωνικού κανιβαλισμού, πριν αυτός εκδηλωθεί στο σύνολο της κοινωνίας διαμελίζοντας ανθρώπους, αποσαρθρώνοντας θεσμούς, όρια και σχέσεις. Θύτες και θύματα. Λίγο λίγο και κοινωνίες ολόκληρες. Ο τρόπος αντιμετώπισης των θυμάτων του βιασμού. Κι ο τρόπος που αυτή η αντιμετώπιση καταρρακώνει βαθιά, ή μάλλον ουσιαστικά τις περισσότερες φορές ακυρώνει, την απονομή δικαιοσύνης.

Φαντάζει άσχετο με τον τρόπο παγίωσης των υπόλοιπων σχέσεων εξουσίας, αποτελεί όμως την επιτομή τους. Γιατί δεν είναι άσχετο από τον τρόπο που το πολύπλοκο (αλλά και τόσο  προβλεπόμενο στις επαναλαμβανόμενες κάτω από άλλο μανδύα αντιδράσεις του) δίκτυο εξουσίας διαχέεται προς τα κάτω, (αναπαραγόμενο από όσους στους υπόλοιπους τομείς καταπιέζει), διαποτίζοντας κάθε πλευρά  της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας.
Το ζήσαμε πολύ πρόσφατα (για μία ακόμη φορά) στην μυθική μας χώρα, όπου ακόμη και σε πόλεις με έντονο ιστορικό βιασμών (και μάλιστα μετά φόνου) είδαμε να βγαίνει αθωωτική απόφαση όχι μέσα από την τεκμηριωμένη άρση της καταγγελίας, αλλά την ισοπέδωση της προσωπικότητας του θύματος. Βλέπετε, παρόλο που είναι σωστό πως το βάρος πρέπει να πέφτει στην απόδειξη της ενοχής και όχι της αθωότητας, στις περιπτώσεις βιασμού η αρχή αυτή αίρεται, αλλά «περιέργως» πρώτιστα για το θύμα! Βέβαια αυτό συμβαίνει συχνότερα, και πιο επιτυχημένα, όταν το ένα εξουσιαστικό χαρακτηριστικό, η πατριαρχία, συνδυάζεται με άλλα, όπως την τάξη ή την φυλή.

Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Εάν η κοινωνική ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία έχουν επισημάνει πως η υπεράσπιση του φαλλού συνδέεται με τα βαθύτερα ένστικτα υπεράσπισης της περιοχής και της εσωτερικής της ιεραρχίας μέσα από την συμβολική κυριαρχία επί του «Άλλου», ο βιασμός θυμίζει πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως την συνέργια ενός εαυτού που προηγείται της εξουσίας και, ηθελημένα ή αθέλητα, την αναπαράγει. Ο Λακάν είχε δίκιο όταν επεσήμαινε ενοχλητικά πως ο ‘Μεγάλος ‘άλλος’ είναι η επικοινωνία με το ασυνείδητο. Κι η κοινωνική πρόσληψη, όπως κι η ρητορική γύρω από τον βιασμό, θυμίζει πως «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα».

Ads

Η πανεπιστημιακή ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, κάποια χρόνια πριν, είχε αποδείξει πως η κοινωνική αντιμετώπιση του θύματος και του θύτη, όπως κι οι συνεπαγόμενες γλωσσικές τους αναπαραστάσεις, βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με την θέση του ς στην κοινωνική (οικονομική και πολιτιστική) ιεραρχία και των τρόπο αποτίμησης των «χαρακτηριστικών» της τελευταίας. Με άλλα λόγια εάν ο θύτης είναι γόνος καλών οικογενειών, τότε φταίχτης είναι το θύμα, αλλά εάν είναι πακιστανός φερ’ ειπείν, τότε φταίχτης είναι η ράτσα του. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό (το φύλο στην πρώτη περίπτωση, η φυλή στην δεύτερη) χρησιμοποιείται από την κάθε εσωομάδα με τρόπο που να νομιμοποιεί (είτε μέσα από την εκ προοιμίου αθωότητα είτε μέσα από την εκ προοιμίου ενοχή) ως «αυτονόητη» την αξιολογική κατάτμιση των «ειδών» του ανθρώπου, χρησιμοποιούμενο ως μηχανισμός αστυνόμευσης της ίδιας της κοινωνικής κινητικότητας  και στο βάθος της χειραγωγημένης (και όμως χειριστικής ταυτόχρονα) φύσης του ανθρώπου.

Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση που έλαβε χώρα σε μια επαρχιακή πόλη της μυθικής χώρας είχαμε ανάδυση πολλών από τις ρητορικές που δομούν το συλλογικό πολιτιστικό φαντασιακό μας και το ζύγι κρίθηκε εμφανώς με βάση τον σεξισμό και την συνάφεια του τόπου. Οι δυο φερόμενοι ως δράστες είναι καλής οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, νέοι κι εμφανίσιμοι, (και πάνω απ’ όλα ετεροσεξουαλικοί και ντόπιοι) άρα δεν θα είχαν βίτσια όπως οι «ανώμαλοι» ούτε καμιά ανάγκη ως σωστοί «τσολιάδες» να γ…σουν με το ζόρι. (Λες και δεν έχει αποδειχθεί σε τόσες περιπτώσεις, ακόμη και καθ’ έξην δολοφόνων από τον Παπαχρόνη ως τον Τεντ Μπάντι κλπ, πως το καλό προφίλ δεν αποτελεί εχέγγυο αθωότητας).  Ενώ, αντίθετα, η καταγγέλλουσα, παρόλο που είχε κι αυτή καλό προφίλ (άριστη μαθήτρια, από καλή οικογένεια, με καλή συμπεριφορά κλπ) θεωρήθηκε ύποπτη σεξουαλικής επανάστασης εξαιτίας αυτού του τέλειου προφίλ της! Τώρα γιατί ένιωσε την ανάγκη να καταγγείλει αυτήν της την επανάσταση το άλλο πρωί είναι μυστήριο… Γιατί οι καταγγέλλουσες γενικά των βιασμών, ενώ μυστικά τον ‘ήθελαν’ κάνουν κάτι (καταγγελία) που όχι μόνο αίρει αυτήν την μυστικότητα αλλά και τις εκθέτει στον πιο κυνικό κανιβαλισμό εντός κι εκτός δικαστηρίων, επίσης αποτελεί ενοχλητική αντίφαση. Αντίφαση που καλύπτεται πίσω από τις κραυγές αμφισβήτησης της ηθικής τους, αμφισβητώντας στην πραγματικότητα το δικαίωμα ύπαρξης και δράσης του θηλυκού ανθρώπου στον δημόσιο χώρο εφόσον η δράση αυτή δεν σχετίζεται με την παραγωγή αλλά με την ευχαρίστηση.  

Στην πραγματικότητα, δια της εις ατόπου απαγωγής που τόσο χρησιμοποιείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, ελάχιστοι κι ίσως κανείς, από τους καταγγελλόμενους βιασμούς δεν θα έπρεπε  να αμφισβητείται. Η απαξίωση των γυναικείων χαρακτηριστικών που ακολουθεί, ο στιγματισμός, η δολοφονία της προσωπικότητας και η πασιφανής δυσχέρεια να επανενταχθεί η καταγγέλλουσα στην τοπική κοινωνία, θα αποτελούσαν από μόνα τους ισχυρότατες αντενδείξεις, εξαιρετικά ευδιάκριτες εάν ο νομικός μας πολιτισμός δεν διαμορφωνόταν και δεν απεικόνιζε ταυτόχρονα τους τρόπους που σωματοποιείται η υποτέλεια της γυναίκας. ‘Δεν ανήκω στον εαυτό μου. Είμαι η σωματοποίηση της φαντασίωσης του Άλλου’, όπως έγραψε ο Ζίζεκ, μιλώντας για τον φεμινισμό ως δύναμη απελευθερωτική για όλους τους ανθρώπους, και για την μόνη έντιμη φράση σε σχέση με την γυναίκα.

Στις περιπτώσεις βιασμών, που αποκρυσταλλώνουν με σωματικούς όρους όλη την κυνικότητα μιας εξουσίας που στηρίζεται στην «οικονομία του ίδιου» και στον «νόμο του δυνατού», εξοβελίζοντας υποτάσσοντας ή εξευτελίζοντας ό,τι εμμένει στην πρόσκαιρη έστω ευθραυστότητά του, η ρητορική αντικατοπτρίζει τη γλώσσα της φαλλοκεντρικής δυτικής συμβολικής τάξης και του ηγεμονικού, ‘καρτεσιανού’ κοινωνικού της υποκειμένου: αυτοδύναμο, αρσενικό, ανταγωνιστικό,  ικανό να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στους άλλους και να αποκαταστήσει έτσι την έλλειψη της ενότητας του εαυτού μέσω της κατοχής του Φαλλού. Λέγεται, και σωστά άλλωστε, πως ακόμη κι όταν το θύμα έχει χάσει την ίδια την ζωή του ο βιασμός έχει δυο υπόπτους. Τον βιαστή, και το θύμα. Πρώτα το θύμα και μετά τον βιαστή.

 «Ναι αλλά σ’ αυτήν την μάχη δεν γίνεται αλλιώς…»

Στην πραγματικότητα αυτό που η κοινωνική αυτή ρητορική, και η θεσμική αποδοχή της εντός των δικαστηρίων, περνούν ως αυτονόητο, είναι η επιστροφή στην σπηλιά και στο ρόπαλο, η εξ αρχής ταύτιση κάθε δικαιώματος παρουσίας και δράσης στον δημόσιο χώρο με την δύναμη. Νοοτροπία που καθώς αποδρά από το διαπροσωπικό και διαχέεται στο συλλογικό, παίρνει σβάρνα δικαίους και αδίκους, και πάνω απ’ όλα κάθε ευνομούμενη πολιτεία που θα ’πρεπε να εξασφαλίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα και των δυο. Είναι, ακόμη, η δικαιολόγηση της ανδρικής κυριαρχίας και των ορμών της, ορμών της ‘δύναμης΄, που προκλητικά ξυπνά η παρουσία του προς χρήσην αδύναμου στην μορφή της έκθετης γυναίκας, που κυοφορεί όπως η Λίλιθ, την αιώνια ενοχή της ελευθερίας της. Όπως σωστά η (διωκόμενη για την αλληλεγγύη της στην καταγγέλλουσα!) συλλογικότητα Πελότο έχει επισημάνει, η «ιεροποίηση»  της δύναμης (λες κι επικρατήσαν οι άνθρωποι εξαιτίας της στον πλανήτη των μαμούθ) μέσω της ανδρικής σεξουαλικότητας (και επομένως και η δικαιολόγηση της κι εκτός ορίων δυναμικής της)  περνά από την κοινωνική περιχαράκωση της γυναικείας, με αποτέλεσμα να είναι πάντα η ίδια ατομικά υπεύθυνη για την κακή/δημόσια κοινωνική διαχείρισή της.

Έτσι και στην τελευταία δίκη. Το θύμα είναι που πρέπει να απολογηθεί γιατί δεν απέδρασε, γιατί δεν αντιστάθηκε αρκετά, (κι ας έχει δείξει η μοντέρνα ιατροδικαστική πως συχνά το θύμα απλώς παγώνει και παθητικοποιείται, πως ενώ βρίσκεται εκεί ως σαρκίο ουσιαστικά αποχωρεί γνωστικά σωματικά και συναισθηματικά ως μηχανισμό άμυνας), γιατί δεν πήδηξε στον δρόμο από κινούμενο αυτοκίνητο, γιατί δεν έγινε Τσακ Νόρις τέλος πάντων. Το θύμα είναι που πρέπει να αποδείξει (παρά τις εκθέσεις από το εξωτερικό που βρίσκονται σε ευθεία αμφισβήτηση με αυτές ντόπιων εργαστηρίων) γιατί είχε περίεργα υψηλή αλκοόλη στο αίμα, το θύμα που πρέπει να αποδείξει (παρά τις αντίθετες ιατρικές γνωματεύσεις) πως δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα. Το θύμα και η οικογένεια του είναι που πρέπει να απολογηθεί, απέναντι σε μια πολιτεία και σε μία κοινωνία που υποκριτικά και χυδαία ρωτά μα γιατί δεν αντιστάθηκες, την ίδια ώρα που αν τολμήσει να αντισταθεί καταγγέλλοντας, απλά την τσακίζει.

Αυτό που τολμά όμως να φέρει, τόσο άβολα, στην επιφάνεια κάθε καταγγελία, (διωκόμενη όπως κάθε επώδυνη στην γενναιοφροσύνη της επιλογή που προσπαθεί να επικοινωνήσει το πολιτικό με προσωπικούς όρους), είναι πως αυτό που βρίσκεται εκτός Νόμου είναι το ίδιο το προϊόν του.

Αλλά αυτή η αντινομία δεν αφορά μόνο το απόμακρο κράτος πίσω από τις ευθύνες του οποίου κρυβόμαστε όλοι κι όλες. Αφορά και τους συντηρητικούς και τους επαναστάτες, που δεν αναγνωρίζουν την συντήρηση μέσα τους. Αφορά και τους άντρες που βολεύονται και τις γυναίκες που αναπαράγουν την νοοτροπία τους για ‘ν’ αναδειχθούν’, αφορά και τους δεξιούς με τον ιδεολογικό σεξισμό τους και τους αριστερούς με τον πολιτιστικό. Κι ίσως γι’ αυτό αυτά τα κείμενα είναι λίγο δημοφιλή και πολύ ενοχλητικά. Γιατί, για να παραφράσουμε την Σάρα Κέην , τις μεγάλες αλήθειες κανένα κοινό δεν θέλει να τις δει και κανένας ‘θίασος’ δεν θέλει να τις ‘παίξει’.

Κι όμως, αυτά τα κείμενα αφορούν μάχες που αξίζει να δίνονται. Πάλι και πάλι. «Ναι, αλλά, σ’ αυτή τη μάχη δε γίνεται αλλιώς, ή θα ’χουμε βρώμικα χέρια ή θα ’χουμε κομμένα». Μπέρτολτ Μπρεχτ.