Σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο για την καταπολέμηση ψυχικών ασθενειών. Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά μελετών αναδεικνύουν ότι η πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη διατροφή είναι επιβλαβής για το μυαλό και το σώμα καθώς οδηγεί σε μια αλληλουχία αντιδράσεων στον εγκέφαλο, οι οποίες θα μπορούσαν τελικά να προκαλέσουν ακόμα και κατάθλιψη. Επιμέλεια: Μικαέλα Κόλλια

Ads

Αν και η παραπάνω υπόθεση δεν είναι ακόμα πλήρως αποδεδειγμένη, ο φόβος ότι συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες ανοίγουν το δρόμο προς την κατάθλιψη απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα, η οποία καλεί κυβερνήσεις και οργανισμούς να αναλάβουν δράση.

Σύμφωνα με το BBC, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ χρηματοδοτεί μια μελέτη που επικεντρώνεται στη σύνδεση της διατροφής με ψυχικές ασθένειες, δίνοντας σε μια ομάδα πρώην στρατιωτών ένα μενού πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, με σκοπό να εξετάσει αν μπορεί να μειώσει τα ποσοστά αυτοκτονίας σε βετεράνους του στρατού.
 
Παράλληλα, στην αρχή του τρέχοντος έτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκαινίασε το 9μηνο πρότζεκτ «MoodFood» για να διερευνήσει περαιτέρω τον τρόπο που τα διαφορετικά θρεπτικά συστατικά μπορούν να επηρεάσουν το ανθρώπινο μυαλό.

Παρόλο που κανείς δεν υποστηρίζει ότι ένα νέο είδος διατροφής θα πρέπει να αντικαταστήσει, τουλάχιστον αμέσως, τις υπάρχουσες θεραπείες, οι νέες αυτές έρευνες προτείνουν έναν απλό, συμπληρωματικό τρόπο για την αντιμετώπιση των ψυχικών ασθενειών, εξετάζοντας το κατά πόσο ο υγιεινός τρόπος διατροφής μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά αποκατάστασης ή ακόμα και να αποτρέψει πιθανές εκδηλώσεις συμπτωμάτων.
 
Μυαλό και σώμα
 
Για να κατανοήσουμε γιατί κάποια από τα πιο αγαπημένα μας  πιάτα θα μπορούσαν να επηρεάζουν την ψυχική μας υγεία, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε μια παράξενη πτυχή της σύνδεσης μεταξύ  μυαλού και σώματος, που ήρθε για πρώτη φορά στο φως πριν από 20 χρόνια. Τότε, οι γιατροί ανησυχούσαν ότι η κακή ψυχική υγεία θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο σε λοιμώξεις. Εντούτοις, ανακάλυψαν ακριβώς το αντίθετο: το ανοσοποιητικό σύστημα ατόμων που έπασχαν από κατάθλιψη φαινόταν να υπερλειτουργεί. Για παράδειγμα, το αίμα των καταθλιπτικών ατόμων ήταν «γεμάτο» με ένα συγκεκριμένο τύπο πρωτεΐνης, που ονομάζεται κυτοκίνη και η οποία, συνήθως, οδηγεί στη δημιουργία φλεγμονής μετά από ασθένεια ή τραυματισμό, πράγμα που σημαίνει ότι λειτουργούσε το ανοσοποιητικό τους σύστημα.
 
Καθώς οι επιστήμονες συνέχισαν τις έρευνες, κατέστη σαφές ότι αυτή ήταν μια αμφίδρομη διαδικασία: όχι μόνο θα μπορούσε η κατάθλιψη να προκαλέσει φλεγμονή, αλλά και μια φλεγμονή από άλλες αιτίες αποδείχθηκε ικανή να ενεργοποιήσει την κατάθλιψη. Ορισμένοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή τη σύνδεση προήλθαν από τη συστηματική ανάλυση ορισμένων ασθενειών που είναι γνωστό ότι ενεργοποιούν κυτοκίνες μέσα στο σώμα, όπως η αρθρίτιδα ή ο καρκίνος.
 
Μάλιστα, ορισμένοι ασθενείς αναφέρουν συχνά κατάθλιψη πριν καν ακόμη γίνει διάγνωση. «Οι άνθρωποι γίνονται καταθλιπτικοί ακόμα και πριν μάθουν ότι πάσχουν από καρκίνο, και αυτό συνδέεται με τα υψηλά επίπεδα των κυτοκινών», αναφέρει ο Μάικλ Μαές από το Πανεπιστήμιο Deakin στην Αυστραλία, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στις έρευνες για τη βιολογική βάση της κατάθλιψης.
 
Περισσότερα αδιάσειστα στοιχεία παρείχε ένα πείραμα που διεξήγαγε η Ναόμι Άιζενμπέργκερ στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς της παρείχε σε υγιείς εθελοντές ενέσεις με μικρά ποσοστά του βακτηρίου E. Coli, τα οποία αν και δεν ήταν ικανά να προκαλέσουν τροφική δηλητηρίαση ενεργοποιούσαν το ανοσοποιητικό σύστημα των εθελοντών, προκαλώντας την απελευθέρωση κυτοκινών. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ευτυχείς και υγιείς, κατά τη διάρκεια της ημέρας άρχισαν να αναπτύσσουν πολλά από τα συναισθήματα που συνδέονται κανονικά με την κατάθλιψη: η διάθεση τους έπεσε κατακόρυφα και έγιναν πιο ευαίσθητοι στις κοινωνικές διαδράσεις, αναφέροντας αρνητικά συναισθήματα, όπως μοναξιά. Και όταν η Άιζενμπέργκερ τους ζήτησε να παίξουν ένα παιχνίδι στον υπολογιστή, με πραγματικά χρηματικά έπαθλα, οι ασθενείς φάνηκαν να εκδηλώνουν λιγότερη ευχαρίστηση για τις νίκες τους, σε σχέση με όσους δεν είχαν εμβολιαστεί με τα βακτήρια, αλλαγές που αντικατοπτρίστηκαν και στις σαρώσεις των τμημάτων του εγκεφάλου που συνδέονται με τα κυκλώματα ανταμοιβής. Η αδυναμία να νιώσουν οι εθελοντές ευχαρίστηση, που ονομάζεται ανηδονία, είναι ένα από τα πιο κοινά συμπτώματα της κατάθλιψης.
 
Διατροφή και κατάθλιψη
 
Σύμφωνα με την Άιζενμπέργκερ, η εκδήλωση λήθαργου κατά τη διάρκεια μιας ασθένειας μπορεί να εξηγηθεί λογικά. «Όταν έχουμε να κάνουμε με λοίμωξη, ο οργανισμός τείνει να επιβραδύνει τις λειτουργίες του, και χρησιμοποιεί την ενέργεια του για να συνέλθει», σημειώνει η επιστήμονας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Αλλά αν, για οποιονδήποτε λόγο, τέτοιου είδους εκδηλώσεις γίνουν μακροπρόθεσμες, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι καταστροφικά, επειδή εκτός από τη μείωση της διάθεσή, η φλεγμονή μπορεί να επιδεινώσει το οξειδωτικό στρες στον εγκέφαλο. Το οξειδωτικό στρες, που προκαλείται από τοξικές «ελεύθερες ρίζες», θα μπορούσε να προκαλέσει κατάθλιψη, δεδομένου ότι μπορεί να σκοτώσει τους νευρώνες, να διαβρώσει τις συνδέσεις μεγάλης εμβέλειας του εγκεφάλου και να διαταράξει τη χημική σηματοδότησή του. Αυτές οι σαρωτικές αλλαγές φαίνεται να συνδέονται με μακροχρόνιες ψυχικές ασθένειες.
 
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας αναδεικνύουν ότι η κατάθλιψη αποτελεί μια ασθένεια του σώματος και του μυαλού, και, εφόσον ισχύουν, εισάγουν πολλές περισσότερες αιτίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχικές ασθένειες. Για παράδειγμα, η κακή γενική κατάσταση, το κάπνισμα και ο αλκοολισμός είναι από τις πιο γνωστές συνήθειες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης μιας φλεγμονώδους αντίδρασης.

Ads

Με το ίδιο σκεπτικό, η δίαιτα αποτελεί και αυτή με τη σειρά της ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα, καθώς η υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και τα υψηλά  επίπεδα σακχάρου είναι γνωστό ότι αυξάνουν τις φλεγμονές και το οξειδωτικό στρες. Αντίθετα, ορισμένα θρεπτικά συστατικά, όπως τα ωμέγα-3 ιχθυέλαια και τα μέταλλα, όπως ο ψευδάργυρος και το σελήνιο, είναι αντιοξειδωτικά που μπορούν να μειώσουν μια πιθανή φλεγμονή και να απομακρύνουν μερικές από τις τοξικές χημικές ουσίες, ενισχύοντας παράλληλα άλλους παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν τον εγκέφαλο να θεραπευθεί. 

Αποδεικνύοντας ότι τα παραπάνω ευρήματα περί φυσικής κατάστασης, διατροφής και λοιμώξεων μπορούν πραγματικά να εξηγήσουν ορισμένα είδη κατάθλιψης, η επιστημονική έρευνα προχωρά ένα βήμα παραπέρα στην κατανόηση και την αντιμετώπιση των ψυχικών ασθενειών. Ωστόσο, σύμφωνα με άρθρο του BBC,  αν και μερικές αρχικές μελέτες είχαν δείξει ότι τα άτομα με κατάθλιψη συχνά έχουν μια ανεπάρκεια σε θρεπτικά συστατικά, όπως ο ψευδάργυρος, και ότι η παροχή συμπληρωμάτων διατροφής θα μπορούσε να βελτιώσει τα συμπτώματά τους, θα ήταν δύσκολο να γνωρίζουμε εάν τα ευρήματα είχαν προκύψει κατά τύχη.
 
Όμως γύρω στο 2010, τρεις έρευνες ορόσημο προσέφεραν περισσότερες πληροφορίες και συνέδεσαν πιο αποτελεσματικά τις ψυχικές παθήσεις με τις διατροφικές συνήθειες. Η μία από αυτές πραγματοποιήθηκε στη νότια Ευρώπη όπου οι γιατροί αποτύπωσαν τη μετάβαση από τις παραδοσιακές μεσογειακές δίαιτες, πλούσιες σε θαλασσινά, ελαιόλαδο και ξηρούς καρπούς, με το γρήγορο φαγητό που σερβίρεται στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Εκτός από τη μελέτη για τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων και διαβήτη, οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης την ψυχική υγεία 10.000 συμμετεχόντων. Οι διαφορές ήταν εντυπωσιακές. Εκείνοι που ακολουθούσαν σχεδόν αποκλειστικά την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή είχαν περίπου τις μισές πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, ​​σε σχέση με όσους κατανάλωναν πιο ανθυγιεινά τρόφιμα, ακόμα και όταν έλεγχαν και άλλους εξωτερικούς παράγοντες, όπως η εκπαίδευση και η οικονομική κατάσταση.
 
Περίπου την ίδια εποχή, οι βρετανοί ψυχολόγοι, εξετάζοντας την σωματική και ψυχολογική κατάσταση των δημόσιων υπαλλήλων, βρήκαν ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Κατά τη διάρκεια πέντε ετών, τα άτομα που προτιμούσαν επεξεργασμένα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη είχαν περίπου 60% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Στη συνέχεια, έρευνες του Πανεπιστημίου Deakin της Αυστραλίας επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα με 1.000 εθελοντές.
 
Μια ακόμα σημαντική έρευνα από το εργαστήριο του Φρανκ Χου στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εντόπισε τις άμεσες συνδέσεις ορισμένων προτύπων διατροφής με τα επίπεδα των κυτοκινών και την κατάθλιψη. Τα ευρήματα της έρευνας μας πληροφορούν ότι τα τρόφιμα πλούσια σε ελαιόλαδο, τα φυλλώδη λαχανικά και το κρασί μειώνουν τη φλεγμονή καθώς τον κίνδυνο κατάθλιψης κατά περίπου 40%, σε σύγκριση με την «προ-φλεγμονώδη διατροφή», η οποία περιελάμβανε ζαχαρούχα ποτά, επεξεργασμένα δημητριακά και κόκκινο κρέας.

Νερό και ψυχική υγεία
 
Επιπλέον, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Βόρειου Τέξας (University of North Texas Health Science Centre), ακόμα και το νερό θα μπορούσε να επηρεάσει τη ψυχική κατάσταση των ατόμων. Οι επιστήμονες μελέτησαν τη ψυχική υγεία των ανθρώπων στις δυτικές περιοχές του κράτους, που αποτελούν κατά κύριο λόγο αγροτικό πληθυσμό ο οποίος εξακολουθεί να καταναλώνει πόσιμο νερό από κοντινά πηγάδια. Διαπίστωσαν έτσι η ύπαρξη ορυκτού σελήνιου στο νερό, ενός αντιοξειδωτικού που μπορεί να καταπολεμήσει το στρες και εμπλέκεται με το κύκλωμα σηματοδότησης του εγκεφάλου, είχε άμεσο αντίκτυπο στις πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Αντλώντας νερό από πηγάδια με τα υψηλότερα επίπεδα σεληνίου, οι άνθρωποι είχαν περίπου 17% χαμηλότερες βαθμολογίες σε ένα πρότυπο μέτρο για την κατάθλιψη, σε σύγκριση με το νερό άλλων περιοχών.
 
Παρόλα αυτά, οι ερευνητές παραδέχονται ότι έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν πριν να μπορούν να είναι σίγουροι για αυτά τα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, η Άιζενμπέργκερ αναγνωρίζει ότι ορισμένες τροφές μπορούν να αυξήσουν την φλεγμονώδη αντίδραση των οργανισμών, αλλά τονίζει ότι δεν είναι τόσο έντονη. Έτσι, δεν είναι σαφές ότι μια κακή διατροφή θα ήταν αρκετή για να οδηγήσει κάποιον σε βαριά κατάθλιψη και προειδοποιεί ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για να μην υπέρ-γενικεύουμε τα αποτελέσματα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το τρόπο και το λόγο που κάθε ασθενής εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης. Τα γονίδια, ο τρόπος ζωής και οι προσωπικές περιστάσεις θα μπορούσαν να παίξουν κάποιο ρόλο. Εξαιτίας της ύπαρξης πολλών διαφορετικών αιτιών που προκαλούν κατάθλιψη, πολλοί από τους ερευνητές τονίζουν ότι  είναι σημαντικό να προσδιοριστεί το ποιος θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια καλύτερη διατροφή και ποιος επηρεάζεται από περαιτέρω παράγοντες.
 
Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα προέρχονται ως επί το πλείστον από μελέτες παρατήρησης της συμπεριφοράς των ανθρώπων και γι’ αυτό οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να αλλάξουν τις δίαιτες των ανθρώπων σε τυχαιοποιημένες μελέτες, για να ελέγξουν πώς αυτό θα αλλάξει την ψυχική υγεία τους υγεία.
Σύμφωνα με το BBC, η  επιτυχία αυτών των ερευνών δεν είναι καθόλου εγγυημένη. Οι  εμφανείς συσχετίσεις που παρατηρήθηκαν σε μελέτες παρατήρησης μπορεί να αποδειχθούν αβάσιμες, ειδικά σε περιπτώσεις που οι επιστήμονες προσπαθούν να παρέμβουν δραστικά στις ζωές των ανθρώπων – είτε επειδή κρύβεται κάποια άλλη εξήγηση πίσω από την εμφανή επίδραση είτε επειδή οι ίδιες οι παρεμβάσεις δεν είναι πρακτικές. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα,  οι άνθρωποι με κίνδυνο κατάθλιψης μπορεί να είναι πιο δύσκολο να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, εάν αντιμετωπίζουν ήδη και άλλες πιέσεις.
 
Eύρημα – έκπληξη
 
Εντούτοις, ένα τυχαίο εύρημα από τον Τσαρλς Ρέινολντ του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ δίνει κάποια περιθώρια για αισιοδοξία. Αρχικά, ο Ρέινολντς δοκίμασε μια νέα μορφή ψυχοθεραπείας σε μια ομάδα από Αφροαμερικανούς που βρίσκονταν στη τρίτη ηλικία. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια δυσανάλογη επιβάρυνση των παραγόντων που ενισχύουν την πιθανότητα κατάθλιψης», εξηγεί ο ίδιος. Αν και δεν είχαν επισήμως διαγνωστεί με κατάθλιψη, η ελπίδα του ήταν ότι η θεραπεία θα μπορούσε να προσφέρει κάποιο είδος προστασίας έναντι στα προβλήματα ψυχικής υγείας στο μέλλον. Ως σύγκριση, η μισή ομάδα εφοδιάστηκε με απλές συμβουλές για το πώς να τρώνε πιο υγιεινά, με βασικά στοιχεία σχετικά με τους τρόπους για να τρέφονται νόστιμα και με χαμηλό προϋπολογισμό. Ο Ρέινολντ  δεν περίμενε ότι μια τέτοια απλή αλλαγή του τρόπου ζωής θα ήταν αρκετή να βοηθήσει τους επισκέπτες του αλλά ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως βάση για να μετρήσει τα οφέλη από την «πραγματική» θεραπεία.
 
Δύο χρόνια αργότερα ήταν σαφές ότι κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι άνθρωποι που λάμβαναν ψυχοθεραπεία είχαν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης αλλά το ίδιο ίσχυε και για την ομάδα διατροφής. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή την ομάδα είχαν τις μισές πιθανότητες να αναπτύξουν κατάθλιψη και μια αξιοσημείωτη αύξηση της διάθεσης. «Το αποτέλεσμα μας εξέπληξε ειλικρινά», τονίζει ο Ρέινολντ.  Είναι σημαντικό ότι αυτές οι βελτιώσεις ήρθαν ύστερα μετά από μόνο υ 10 ωριαίες συνεδρίες σε δύο χρόνια. «Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με το μέγεθος των αποτελεσμάτων», υπογραμμίζει ο ερευνητής, η έρευνα του οποίου δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό American Journal of Psychiatry.
 
Σύμφωνα με τις προηγούμενες επιφυλάξεις της Άιζενμπέργκερ, ο Ρέινολντ επισημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η αλλαγή στη διατροφή θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλη επιτυχία και οι πιθανές αντί-φλεγμονώδεις επιδράσεις είναι μόνο μία. Παράλληλα, αναφέρει ότι, η προετοιμασία πιο υγιεινών γευμάτων είναι, από μόνη της, μια εμπειρία που τονώνει την αυτοπεποίθηση.
 
Σε αντίθεση με τη μελέτη του Ρέινολντ, η έρευνα που διεξάγει το Πανεπιστήμιο Deakin της Αυστραλίας προσπαθεί να ανακαλύψει αν η διατροφή μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα σε εκείνους τους ανθρώπους που έχουν ήδη διαγνωστεί με κατάθλιψη. Τα άτομα που θα συμμετέχουν στη μελέτη θα έχουν τακτικές συναντήσεις με διαιτολόγο, ο οποίος θα τους συμβουλεύει σχετικά με τους καλύτερους τρόπους βελτίωσης της διατροφικής αξίας των γευμάτων τους. Με τον τρόπο αυτό και με εξετάσεις αίματος, οι επιστήμονες σκοπεύουν να εξετάσουν τη δυνατότητα να σφυρηλατήσουν μια πιο συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των συστατικών της δίαιτας, των επιπέδων της φλεγμονής και του οξειδωτικού στρες, και τα συνεχιζόμενα συμπτώματα των εθελοντών. Αν οι επισκέψεις στο διαιτολόγο έχουν μια αρκετά μεγάλη επίδραση στο ποσοστό ανάρρωσής τους, τότε ίσως να είναι δυνατόν να δοκιμάσουν μια διαιτητική αλλαγή ως θεραπεία από μόνη της.
 
Ο Ρέινολντ επισημαίνει ότι αυτού του είδους η προσέγγιση μπορεί να απευθύνεται σε ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται άβολα με άλλα είδη θεραπείας. «Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί να είναι μια πιο αποδεκτή θεραπεία, επειδή δεν επιβαρύνονται με το στίγμα του “αρρώστου” και δεν είναι τόσο ακριβή», ανέφερε ο Ρέινολντ στο BBC προσθέτοντας ότι η βελτίωση της ποιότητας της διατροφής θα μπορούσε όχι μόνο να μειώσει την κατάθλιψη, αλλά και τη συνολική ποιότητα ζωής.
 
Σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις, σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των Αμερικανών θα είναι παχύσαρκοι μέχρι το 2030, με πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο να ακολουθούν παρόμοιες τάσεις. Όπως τονίζουν οι επιστήμονες,  αν σε αυτό προσθέσουμε την κατάθλιψη με το βάρος της ασθένειας που προκύπτει από την ανθυγιεινή διατροφή καμία χώρα δεν μπορεί να αντέξει το κόστος.