«Λέω, άμα γεράσω, όταν θα ‘χω ξοφλήσει τα χρωστούμενα, χωρίς άλλη έγνοια. θα κάτσω εδώ με ένα πολύ μεγάλο τελάρο για να ζωγραφίσω το βουνό. Λέω στα γεροντάματά μου θα ‘χω τα μάτια για να μπορώ να δω τον κάμπο και το βουνό και τη θάλασσα. Θα ‘χω κερδίσει τη σεμνότητα και την υπομονή για να δω τα δέντρα και τα σπαρτά να μεγαλώνουν. Ώς τώρα δεν τόλμησα να πάω πέρα από τα σχέδια. Και καμαρώνω τον Θεόφιλο που τα ζωγράφισε όλα τόσο αληθινά» (Πετρί, Αύγουστος 1977).

Ads

«Πάντα έλεγα πως, όταν φτάσω στην ηλικία των γηρατειών, τότε μόνο θα είμαι σε θέση να μπορώ να ζωγραφίσω ένα τοπίο» λέει καθισμένος σε ένα σκαμνάκι, στην άκρη του ατελιέ του, ο Χρόνης Μπότσογλου…

Γελαστός και στοχαστικός συνάμα, αποπνέει μια αίσθηση γαλήνης, που δεν σε αφήνει να εντοπίσεις πάνω του τη δύναμη που αποπνέουν οι «ζωγραφιές» του, όπως συνηθίζει να τις λέει, ή τα γραπτά του.

Άραγε αυτό το καταστάλαγμα εννοεί όταν μιλάει για τα “γηρατειά”, αναρωτιέμαι, ζητώντας του να μου πει περισσότερα για την έκθεση Απέναντι του βουνού, που παρουσιάζει από τις 14 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Εϋνάρδου του ΜΙΕΤ.

Ads

Οι 110 πίνακες που εκθέτει εκεί αποκαλύπτουν έναν άλλο Μπότσογλου, όχι τον ζωγράφο της ανθρώπινης μορφής, αλλά τον «τοπιογράφο», όπως χαρακτηρίζει κάποια στιγμή τον εαυτό του γελώντας…

«Τα τοπία αυτά τα κάνω εδώ και οκτώ χρόνια, στο Πετρί, έναν μικρό οικισμό πάνω από την Πέτρα, στη Λέσβο, όπου έχουμε ένα σπίτι και πηγαίνουμε τα καλοκαίρια. Είναι σε πολύ ωραία θέση, βλέπεις την Τουρκία απέναντι, κάποιες φορές και το Άγιο Όρος, το ηλιοβασίλεμα, το καλοκαίρι, όταν ο καιρός είναι καθαρός» λέει.

Γιατί όμως συνδέει αυτά τα τοπία με τα γηρατειά; «Πάντα έλεγα πως, όταν φτάσω σε αυτήν την ηλικία, τότε μόνο θα είμαι σε θέση να μπορώ να ζωγραφίσω ένα τοπίο. Το θεωρούσα το πιο δύσκολο. Από πολύ νέος δεν πήγαινα ούτε εκδρομές, ούτε έφευγα πολύ από την πόλη και μόνο όταν έκανα οικογένεια αρχίσαμε να πηγαίνουμε κάθε χρόνο στην Πέτρα».

Ζωγραφίζει από τρυφερή ηλικία, πήρε μάλιστα το πρώτο του βραβείο μαθητής ακόμα, το 1953. Τόσα χρόνια δεν έκανε ποτέ τοπία; «Πάντοτε προσπαθούσα να κάνω, αλλά δεν έβγαιναν όπως τα ήθελα. Δεν ήξερα πώς να τα βάλω στο χαρτί μου».

Η ιδέα, όμως, δούλευε διαρκώς μέσα του, όπως φαίνεται κι από τις ημερολογιακές σημειώσεις που παραθέτει στο βιβλίο του Το χρώμα της σπουδής, συνδέοντάς τη μάλιστα με μια εμπειρία ενόρασης: “Αν αξιωθώ στη ζωή μου να ζωγραφίσω το απέναντι βουνό της Λαφιώνας, ίσως μπορέσω να συνδεθώ ξανά με εκείνη την αίσθηση και να τη μεταφέρω στη ζωγραφιά μου” γράφει.

Ρωτώντας τον γι’ αυτό, σχολιάζει: «Ξύπνησα ένα απόγευμα και κοίταζα απέναντι, είχε αλλάξει εντελώς το τοπίο, δεν ξέρω γιατί. Το κοίταζα και μου άρεσε τόσο πολύ… Έλεγα ‘αν μπορέσω να το ζωγραφίσω έτσι, τότε θα αξίζει τον κόπο’. Ξεκίνησα σιγά – σιγά να δοκιμάζω. Δεν τα κατάφερα, βέβαια, γιατί, κακά τα ψέματα, αυτά τα πράγματα δεν ξέρεις ούτε πώς έρχονται ούτε πώς φεύγουν… Ήταν μια περίεργη κατάσταση».

Ήταν κάτι που τον παίδεψε πολύ, λοιπόν; «Τα πρώτα έργα που έκανα ήταν εικονογραφήσεις, δεν είχαν άλλη διάσταση. Ήταν συμπαθητικά, αλλά εικονογραφήσεις. Πολύ αργότερα άρχισα να τα βλέπω σαν τοπία». Τι ήταν αυτό που τον δυσκόλευε; «Δεν καταλάβαινα πώς να το βάλω σε έναν χώρο άλλο από αυτόν που είναι ο δικός του, ο πραγματικός» λέει και συμπληρώνει γελώντας: «Πάντοτε το πραγματικό μάς υπερβαίνει!».

«Έτσι βγήκαν αρκετές ζωγραφιές, πάνω από εκατό, μερικές είναι μεγάλες, τρίπτυχα, τετράπτυχα… Πίστευα ότι το χρωστάω αυτό στον εαυτό μου. Και τα έκανα, έβγαλα αυτό το μεράκι… Έτσι έγινα και τοπιογράφος» λέει γελώντας.

Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια θα έχει ζήσει από κοντά, τα καλοκαίρια, το ατέλειωτο πηγαινέλα των προσφύγων. «Ναι, κάποια στιγμή ήταν πολύ άσχημο, πολύ θλιβερό, τόσο που αισθανόμασταν ότι δεν θα ξαναπάμε στο νησί» αποκρίνεται και το βλέμμα του σκοτεινιάζει. «Από τη στιγμή που κάπως στεγάστηκαν οι άνθρωποι, ηρέμησαν τα πράγματα. Βέβαια έρχονται συνέχεια, άλλοι φεύγουν, άλλοι μένουν…».

Αναρωτιέμαι αν έχει την αίσθηση ότι αυτές οι εικόνες των προσφύγων «δουλεύουν» μέσα του, αν κάποια στιγμή θα μεταστοιχειωθούν σε ζωγραφικό έργο. Απαντά με μακρές παύσεις, σημάδι ότι το ερώτημα τον βασανίζει: «Ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος αν μπορεί να βγει κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν δουλεύτηκε μέσα μου κι αν μπορεί να βγει μια άλλη εικόνα. Δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί δίνουν τον εαυτό τους, δεν ξέρουν τι θα τους συμβεί, έχουν έρθει χαμένοι, δεν ξέρουν τι κάνουν και πού πάνε… Δεν γίνεται ένα τέτοιο θέμα με ευκολίες…».

Τον ρωτώ αν θα συνεχίσει την τοπιογραφία ή αν αισθάνεται ότι ο κύκλος αυτός έκλεισε και ετοιμάζεται να ανοίξει κάποιος άλλος. «Τώρα δεν προβλέπω ότι θα ξανακάνω τοπία. Αλλά δουλεύω συνεχώς. Συνήθως ξαναζωγραφίζω τα παλιά έργα, ξανά και ξανά, σε πολλές εκδοχές… Όσα είναι εκτός εργαστηρίου και έρχονται εδώ τα κοιτάζω σαν να είναι ξένα, τα έχω ξεχάσει και το πιο συνηθισμένο είναι να πάρω ένα πινέλο και να πάω να φτιάξω πράγματα επάνω. Έχω χαλάσει καναδυό, αλλά τα πιο πολλά έγιναν καλύτερα».

Είναι άραγε αυτός ένας διάλογος με το παρελθόν, σημάδι των γηρατειών για τα οποία μίλαγε; «Έτσι όπως δουλεύω, είναι ένα παρόν που συνεχίζεται και συνεχίζεται… Όπως και στη ζωή, είμαστε πάντα παρόν. Το παρελθόν είναι κάτι ξένο».

Αυτό δεν σημαίνει όμως απόρριψη ενός μέρους του παρελθόντος; «Καθόλου. Άλλωστε στη δική μου πορεία οι αλλαγές ήταν πολύ πιο ομαλές, δεν προχωρούσα με άλματα. Θα προτιμούσα βέβαια να υπήρχαν περισσότερα άλματα, αλλά δεν ήμουν από τους χαρακτήρες που μπορούν να δουλέψουν έτσι».

info

ΧΡΟΝΗΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Μέγαρο Εϋνάρδου (Αγ. Κωνσταντίνου 20). Διάρκεια: 14/10 – 3/12/2016. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Παρασκευή, 12.00 π.μ. – 8.00 μ.μ. Σάββατο: 11.00 π.μ. – 5.00 μ.μ. Κάθε Σάββατο 11.00 π.μ. – 1.30 μ.μ. ο καλλιτέχνης θα ξεναγεί το κοινό.

Από την Αυγή