Μια και χτες ήταν η θλιβερή επέτειος της δικτατορίας του 1967, αποφάσισα να ανεβάσω σήμερα τρεις σχετικά σύντομες μαρτυρίες παρμένες από ένα περυσινό βιβλίο, το βιβλίο Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση του Στέλιου Κούλογλου (Εστία, 2017).

Ads

Στο βιβλίο αυτό, που εχει την επιστημονική επιμέλεια και επίμετρο του Δημ. Σωτηρόπουλου, ο Στέλιος Κούλογλου συγκεντρώνει 69 μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τη δικτατορία που τις οργανώνει σε 10 κεφάλαια. Ενδιαφέρον έχει ότι πέρα από τις μαρτυρίες αντιστασιακών υπάρχουν επισης και κείμενα ανθρώπων που υπηρέτησαν το καθεστώς.

Μια και χτες είχαμε την επέτειο της κήρυξης της δικτατορίας, διάλεξα τρεις μαρτυρίες που περιγράφουν και οι τρεις (και) την πρώτη μέρα της δικτατορίας και τις αμέσως επομενες. Μάλιστα, οι δύο πρώτες μαρτυρίες δένουν η μια με την άλλη, αφού τοσο η Άννα Σολωμού όσο και ο Αντώνης Καρκαγιάννης βρέθηκαν πρώτα στον Ιππόδρομο και μετά στη Γυάρο. Η τρίτη μαρτυρία, του Γιάγκου Σκουλά (1940-2016) περιγράφει το σχετικά άγνωστο κίνημα του Ηρακλείου Κρήτης -όπου ο εξεγερμένος λαος μάταια περίμενε έναν πολιτικό να μπει μπροστά. Ο Αντώνης Καρκαγιάννης (1932-2010) ήταν στέλεχος του ΚΚΕ με πολύχρονες φυλακίσεις στη δεκαετία του 50 και του 60, ενώ μετά τη μεταπολίτευση ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και έγινε διευθυντής της Καθημερινής. Για την Άννα Τεριακή-Σολωμού (1929-2009) δείτε εδώ.

Μια και στις δύο πρώτες μαρτυρίες γίνεται αναφορά στον δολοφονημενο Παναγιώτη Ελή, ας βάλουμε ένα βιογραφικό του βασανισμένου αυτού αγωνιστή για τον οποίο δεν υπάρχει ακόμα άρθρο στη Βικιπαίδεια (αν και υπάρχουν αρκετά άρθρα στο Διαδίκτυο).

Ads

Ο Παναγιώτης Ελής (1922-1967) γεννήθηκε στο Κόσμιο Ροδόπης και κατά την Κατοχή οργανώθηκε στην Αντίσταση κατά των Βουλγάρων κατακτητών. Συλλαμβάνεται και στέλνεται όμηρος στη Βουλγαρία. Στις αρχές του 1943, μεταφέρεται με άλλους ομήρους στο Κουμάνοβο της Σερβίας σε καταναγκαστικά έργα απ’ όπου επέστρεψε μετά την απελευθέρωση. Στο τέλος του 1946, ως στρατιώτης, από το Μεσολόγγι μεταφέρθηκε λόγω πολιτικών φρονημάτων στη Μακρόνησο, όπου θα υποστεί τρομερά βασανιστήρια για να υπογράψει δήλωση μετανοίας ενώ αργότερα εξορίστηκε και στον Άι Στράτη. (Εδω μια μαρτυρία της αδελφής του).

image

Άννα Σολωμού

Όταν σε πιάνουν, πού αφήνεις τα παιδιά;

Την ημέρα της 21ης Απριλίου ήρθαν να με πιάσουν από την Ασφάλεια, όπως πιάσανε και χιλιάδες κόσμο εκείνη την ημέρα. Ώσπου να διαφύγει και ο άνδρας μου, δεν άνοιξα αμέσως την πόρτα. Τη σπάσανε, μπήκανε και με πήγανε στο αστυνομικό τμήμα. Εγώ είχα δύο παιδιά. Το μικρότερο ήταν τεσσάρων χρονών. Το πήρα μαζί μου, γιατί δεν είχα πού να το αφήσω. Είχα κι ένα κορίτσι μεγαλύτερο, που έμεινε στη μητέρα μου. Ορφάνεψε κι αυτό, γιατί κυνηγούσαν και τον άνδρα μου και η μητέρα μου ήταν ανάπηρη.

Τους κρατούμενους της Αθήνας τούς είχαν στον Ιππόδρομο. Μας κράτησαν στον Ιππόδρομο τρεις ή τέσσερις ημέρες. Εκεί σκοτώσανε και τον Ελή. Βασανίσα­νε και τον Ηλία τον Ηλιού. Εγώ το παιδάκι το είχα συνεχώς κοντά μου.

Μετά, μια νύκτα, σκοτεινή μάλιστα ήτανε, πολύ σκοτεινή, μπήκε μέσα ένας στρατιωτικός και μας είπε: «Θα ετοιμάσετε τα πράγματά σας», και αμέσως πήγα­με στα καμιόνια. Εγώ κρατώντας το παιδί αγκαλιά, με βοηθήσανε και οι συγκρατούμενές μου, για να ανέβουμε πάνω στα καμιόνια.

Στον δρόμο ήταν πολύ σκοτεινά και φοβηθήκαμε μήπως μας πάνε για εκτέ­λεση. Ερημιά η Αθήνα, σκοτεινά παντού. Αυτός ο αξιωματικός που σκότωσε και τον Ελή μάς απειλούσε ως την τελευταία ώρα. Φτάσαμε στον ναύσταθμο και μας φορτώσανε στα στρατιωτικά πλοία, δεν μας είπαν πού μας πάνε. Μετά από ώρες ταξίδι, από μακριά είδαμε ένα ξερό νησί, και όσοι είχαν κάνει κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο το αναγνώρισαν και είπαν ότι αυτή είναι η Γυάρος.

Η Γυάρος ήταν ένα πολύ σκληρό νησί, ακατοίκητο, και υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κτίριο, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο, και όταν έμπαινες σου θύμιζε το Νταχάου. Ήταν νομίζω δεκατρείς θάλαμοι κι ένας αξονικός διάδρομος μακρύς, και σε δύο θαλάμους μέναμε γυναίκες. Εγώ τώρα ήμουνα με τις γυναίκες στον θάλαμο μαζί με το παιδί. Ήμασταν διακόσιες με τριακόσιες γυναίκες. Στην αρχή κοιμόμασταν κάτω. Μετά πήραμε κάτι ράντζα.

Οι πρώτοι που φτάσαμε στη Γυάρο ήμασταν από τον Ιππόδρομο, εμείς την ανοίξαμε. Αλλά μετά άρχισαν να φτάνουν και από τις άλλες περιοχές της Αθήνας και από όλη την Ελλάδα, και ήταν χιλιάδες οι κρατούμενοι. Μένανε κάτω στις σκηνές δίπλα στη θάλασσα. Δεν φτάνανε οι φυλακές.

Έχει σκορπιούς και φίδια η Γυάρος πολλά. Πρόσεχα βέβαια και φοβόμουνα για το παιδί, πώς να το περιποιηθώ; Βέβαια, σκεφτόμουν και το άλλο το κοριτσάκι, που ήταν μόνο του στο σπίτι. Δεν έχει νερό το νησί. Δεν είχαμε καθόλου νερό στην αρχή. Να σκεφτείτε ότι τα πιάτα δεν τα πλέναμε, τα σκουπίζαμε με λίγο ψωμάκι. Φαΐ δεν υπήρχε. Μαγειρεία δεν λειτουργούσαν. Κάναμε Πάσχα τις πρώτες ημέ­ρες, και ανοίξαμε κάτι κονσέρβες για να φάμε. Ιατρείο δεν υπήρχε. Αυτό ήταν το κυριότερο. Εμείς οι κρατούμενοι οργανώσαμε τη ζωή μας σιγά-σιγά. Το πρώτο πράγμα που οργανώθηκε ήταν ο ιατρείο, ώστε να υπάρχει μια στοιχειώδης ιατρο­φαρμακευτική περίθαλψη.

Το προσέχανε πάρα πολύ το παιδί όλοι οι κρατούμενοι. Μπορώ να σας πω και οι στρατιωτικοί. Γιατί και αυτοί είχαν παιδιά. Το συμπαθούσαν. Μάλιστα, μου λέγανε και οι ναυτικοί που ερχόντουσαν εκεί, οι στρατιωτικοί, να το δώσω το παιδί επάνω στα καράβια για να παίξει, αλλά βέβαια δεν τους εμπιστευόμου­να. Δεν το έδινα το παιδί σε κανέναν. Το είχα πάντα κοντά μου. Του φτιάξανε κάποια μπάλα και έπαιζε ποδόσφαιρο. Τώρα και το παιδί είχε κουραστεί βέβαια και ρωτούσε κάθε μέρα γιατί μας είχαν εκεί και βάζανε συνεχώς σύρματα. Γιατί στην αρχή, εκείνοι που μας φύλαγαν ήταν οι χωροφύλακες της Βουλής. Ήταν και αυτοί ένα είδος κρατουμένων, γιατί τους είχαν μεταφέρει και αυτούς εκεί. Μας είχαν ελεύθερα στην αρχή, δηλαδή μπορούσαμε να βγούμε έξω να κάνουμε βόλτες. Μετά άρχισαν τα περιοριστικά μέτρα και η μεγάλη πίεση για δηλώσεις, δηλώσεις υποταγής. «Μαμά, βάλε μέσα τα ποδαράκια σου», μου έλεγε το παιδί. Δεν ήθελε να μου δείξει ότι φοβάται, αλλά καταλάβαινε ότι κάτι συνέβαινε, που μας βάζανε κάθε μέρα καινούργιους περιορισμούς.

Τον πρώτο καιρό ήρθε επίσκεψη και ο Παττακός. Ήταν μαζί του κάποιος Αμε­ρικανός, μάλλον γερουσιαστής. Εγώ μάλωσα μαζί του. Του είπα ότι είναι ντροπή το παιδί να βρίσκεται εδώ, και να μας αφήσουν ελεύθερους. Και βέβαια, μιλήσανε και οι άλλες οι κρατούμενες. Τότε μας είπε ο Παττακός: «Εσάς τις γυναίκες θα σας κόψω τις γλώσσες. Είσαστε γλωσσούδες και θα σας κόψω τη γλώσσα σας».

Αλλά το τραγικό που επακολούθησε είναι ότι την άλλη μέρα με κάλεσε ο Διοικη­τής και μου είπε να δώσω το παιδί. Οπότε εγώ αναλύθηκα σε λυγμούς. Μου είπε ότι αν δεν στείλω το παιδί πίσω στην Αθήνα, θα το πάρουν σε ορφανοτροφείο. Αναγκάστηκα και το έδωσα πίσω. Το παρέλαβαν συγγενείς και η μητέρα μου, μεγάλη γυναίκα, ήταν και ανάπηρη.

Αυτά έγιναν τρεις μήνες μετά το πραξικόπημα, ήταν καλοκαίρι. Αλλά ο πρώ­τος χειμώνας που περάσαμε στη Γυάρο ήταν πολύ σκληρός, έκανε πάρα πολύ κρύο, θυμάμαι, και είχαμε έτσι μια ξυλόσομπα που καίγαμε σε έναν τεράστιο θάλαμο, μήπως ζεσταθούμε. Εγώ έμεινα δυόμισι χρόνια κρατούμενη, γιατί μετά από τη Γυάρο μάς πήγανε στις φυλακές Αλικαρνασσού, στην Κρήτη. Απολύθηκα τον Σεπτέμβριο του ’69 και ήρθαν δεκάδες να με δουν σπίτι και να συμπαρα­σταθούν. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ μεσημέρι, βράδυ, πρωί, ερχόταν πάρα πολύς κόσμος. Υπήρχε μεγάλη συμπαράσταση σε μας που είχαμε ταλαιπωρηθεί. Ήταν πολύ συγκινητικό.

Την κόρη μου την είχα στείλει στο Παρίσι, όπου είχε διαφύγει ο άνδρας μου. Το παιδάκι όμως, ο γιος μου, ήταν στην Αθήνα και συναντηθήκαμε ξανά.

Πέρασα πολλά και στερήθηκα τα παιδιά μου, αλλά ορισμένες φορές αξίζει να αγωνίζεσαι. Το 1965 δικαζόμουνα στη δίκη του Γοργοποτάμου. Στις εκδηλώσεις για την επέτειο της ανατίναξης της γέφυρας είχε ανατιναχθεί μια νάρκη. Εγώ ήμουνα παρούσα με τα σωματεία της Εθνικής Αντίστασης, γιατί είχα έναν αδελφό σκοτωμένο από τους Γερμανούς. Και με κατηγόρησαν για σαμποτάζ.

Όταν κατέβαινα από τη Λαμία, όπου μας πήγαν για προανάκριση, ήμουνα μαζί με έναν στρατηγό του ΕΔΕΣ, τον στρατηγό Κοσίντα. Πάλι σκεφτόμουνα τα παι­διά μου, γιατί όταν έχεις και μικρά παιδιά τα σκέφτεσαι πάντα. Μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι, Άννα παιδί μου». Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Εγώ ήμουν τότε νέα κοπέλα. «Είναι ευχάριστες αυτές οι αναμνήσεις στη ζωή σου. Δηλαδή, πέρα από τις δυσκολίες και τις σκληρές μάχες που υποφέρεις, ο καλός αγώνας χρειάζεται στη ζωή των ανθρώπων». Έτσι είναι.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗΣ

Η δολοφονία του Παναγιώτη Ελή

Μπήκαν σπίτι [την 21η Απριλίου] και εγώ τους είδα πάνω από το κρεβά­τι. Ένας αστυνομικός κρατούσε ένα περίστροφο. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Και τότε ρώτησα: «Έχετε ένταλμα;». Αυτός θύμωσε και με έπιασε, με πέταξε κάτω από το κρεβάτι και μου φωνάζει: «Τι ένταλμα;». Γελούσαμε μετά, όταν διηγήθηκα την ιστορία. Και με πήγαν στο Τμήμα. Εκεί με υποδέχθηκε μια διμοιρία στρατιωτών, με επικεφαλής έναν υπολοχαγό, οι οποίοι άρχισαν να με χτυπούν όλοι μαζί.

Με κράτησαν στο Τμήμα μερικές ώρες, και μετά με πήγαν στον Ιππόδρομο, όπου μάζεψαν και τους υπολοίπους. Δηλαδή, έως το βράδυ της 21ης Απριλίου μα­ζευτήκαμε περίπου 500 άνθρωποι. Υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα, όπου αυτοί που παρακολουθούν τις ιπποδρομίες παίζουν τα λεφτά τους. Μεγάλη αίθουσα ήταν, αλλά 500 άνθρωποι ήμασταν υπερβολικά στριμωγμένοι. Η φρουρά ήταν στρατός, δεν ήταν αστυνομία. Ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί και είχαν βάλει μικρά άρματα μέσα στον Ιππόδρομο. Στην αρχή, τα πράγματα ήταν ήρεμα, αλλά από τη δεύτερη μέρα το κλίμα ξαφνικά άλλαξε. Αρχισαν να καλούν διάφορους κρατουμένους, τους βγάζανε έξω και τους γύριζαν με κουβέρτα, πολύ χτυπημένους. Μεταξύ αυτών εί­χαν βγάλει έξω και χτύπησαν άσχημα τον Ηλία τον Ηλιού, ο οποίος ήταν γύρω στα 65, και άρρωστος. Ακριβώς πριν από το πραξικόπημα είχε κάνει και μια σοβαρή εγχείρηση και δεν δίστασαν να τον χτυπήσουν, φυσικά χωρίς κανένα λόγο.

Μας έκαναν διάφορα καψόνια τα οποία είχαν μεταφέρει από τις συνήθειες του στρατού. Μας έβγαζαν έξω και μας κυνηγούσαν, φώναζαν «τροχάδην» κραδαίνοντας περίστροφα και αυτόματα. Οι μέρες μάλιστα εκείνες ήταν βροχερές και το τερέν του Ιπποδρόμου ήταν γεμάτο λάσπη. Ακριβώς σε μια τέτοια σκηνή σκοτώσανε τον [Παναγιώτη] Ελή. Δηλαδή είχαν βγάλει μια ομάδα έξω και τους κυνηγούσαν. Επικεφαλής ήταν ένας ανθυπολοχαγός, με ένα περίστροφο στο χέρι, και την ώρα που τους έβαζαν μέσα, μόλις είχαν μπει στον θάλαμο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.

Εκείνη την ώρα κοιμόμουν αλλά ξύπνησα με τον πυροβολισμό και όταν πετάχτηκα επάνω είδα τον Ελή, τρία-τέσσερα μέτρα μακριά, πεσμένο στο δάπεδο. Πιο πέρα καθόταν ο Γιάννης ο Ρίτσος, ο οποίος είχε κρύψει το πρόσωπό του με τα χέρια, σαν να μην ήθελε να δει αυτό το αποτρόπαιο θέαμα.

Μετά τον πυροβολισμό επικράτησε σιγή σε όλο τον θάλαμο για δυο-τρία δευ­τερόλεπτα, και αμέσως μετά πετάχτηκαν ο Στάθης ο Τσεκούρας και ο Βασίλης ο Καλοπόδης και άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Και μετά, άρχισαν να διαμαρ­τύρονται όλοι οι κρατούμενοι που υπήρχαν μέσα στον θάλαμο.

Εμφανίστηκε ένας υπολοχαγός ο οποίος ήταν πιο ήπιος και προσπαθούσε να μας καθησυχάσει λέγοντας ότι ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Αλλά βέβαια δεν ήταν εύκολο, νομίζαμε ότι ήταν η αρχή και άλλων αγριοτήτων ή και δολοφονιών. 0 ανθυπολοχαγός ο οποίος πυροβόλησε είχε εξαφανιστεί.

Ύστερα από λίγες ώρες, στις τρεις η ώρα εκείνης της βραδιάς, μας ξύπνησαν, μας φόρτωσαν σε καμιόνια και μας πήγαν στον Σκαραμαγκά. Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε, αλλά από τους αξιωματικούς του πλοίου μάθαμε ότι πηγαίναμε στη Γυάρο. Ήταν πέντε τα αρματαγωγά, το δικό μας πλησίασε πρώτο. Οι περισσότε­ροι ξέραμε τη Γυάρο από παλιά, είχε χρησιμοποιηθεί ως τόπος εξορίας το 1961. Μάλιστα ήμουν με την τελευταία αποστολή που έφυγε από εκεί. Την ημέρα που πέταξε ο Γκαγκάριν στο διάστημα, εμείς εγκαταλείπαμε τη Γυάρο. Πλησιάζοντας, όταν αντιληφθήκαμε ότι η φρουρά είναι χωροφύλακες, σχεδόν κραυγάσαμε από τη χαρά μας. Διότι, αν μη τι άλλο, οι χωροφύλακες είχαν κάποια πείρα, ενώ ο στρατός δεν είχε καμιά εμπειρία και γνώση πώς να συμπεριφερθεί σε κρατουμένους. Και αυτή η έλλειψη της πείρας ήταν πάρα πολύ επικίνδυνη.

Τα κτίρια ήταν γερά, αλλά ήταν βέβαια σε άθλια κατάσταση, βρόμικα. Μέσα όμως σε μία μέρα, δύο, τα είχαμε τακτοποιήσει. Στις επόμενες μέρες, στη Γυάρο συγκεντρώθηκαν γύρω στους 8.000 με 10.000 κρατουμένους. Τα κτίρια δεν τους χωρούσαν όλους αυτούς. Και το μεγαλύτερο μέρος τους ζούσε σε σκηνές. Εμείς, που είχαμε φτάσει πρώτοι, είχαμε εγκατασταθεί στα κτίρια.

Μαζί μας είχαν μεταφέρει στη Γυάρο και τις γυναίκες. Στον Ιππόδρομο, τις κρατούσαν σε ξεχωριστό θάλαμο και δεν είχαν δει με τα μάτια τους τη δολοφονία του Ελή. Μάλιστα, η Σολωμού είχε και το παιδί της μαζί. Διότι όταν πήγαν να την πιάσουν δεν είχε πού να το αφήσει. Άλλες μητέρες είχαν αφήσει τα παιδιά τους στον θυρωρό, άλλες στη γειτόνισσα.

Γι’ αυτό τον λόγο στη Γυάρο ήταν πάρα πολύ ανήσυχες και εξαγριωμένες. Εκεί­νες τις πρώτες μέρες, νομίζω τη δεύτερη μέρα μετά την άφιξή μας, ήρθε με ελι­κόπτερο ο Παττακός. Μάλιστα ήρθε με στολή εκστρατείας, φορώντας κράνος, με χειροβομβίδες κι ένα περίστροφο να κρέμονται στη μέση του. Και πήγε στον θάλαμο των γυναικών. Οι εξαγριωμένες αυτές γυναίκες κατάφεραν και τον έκλεισαν μέσα, έκλεισαν την πόρτα. Ακούγαμε ουρλιαχτά από μέσα, και εμείς απ’ έξω ήμαστε φο­βερά ανήσυχοι -όπως και η φρουρά του Παττακού- μη συμβεί κάτι. Είχαν περικυκλώσει τον Παττακό και απαιτούσαν τα παιδιά τους. Ο Παττακός τα είχε χάσει. Του ξήλωσαν τα γαλόνια, τον τραβούσαν. Όταν μπόρεσε να απελευθερωθεί, ανέβηκε σε ένα πεζουλάκι, μέσα στο προαύλιο, και απευθυνόμενος στις γυναίκες είπε: «Ο Θεός να βοηθήσει και εσάς και εμάς». Ήταν ένα επεισόδιο τρομερό σε ένταση.

Τους επόμενους μήνες έκαναν μια επιλογή, 400 με 450 κρατούμενους, στελέχη βα­σικά, και μας πήγαν στο Παρθένι της Λέρου. Στο Λακκί, στην άλλη μεριά του νη­σιού, ήταν γύρω στους 2.000 εξόριστους. Στη Λέρο ήμουν αρχιμάγειρας, είχαμε δε καταφέρει να προμηθευτούμε ένα ραδιοφωνάκι. Ακούγαμε ξένους σταθμούς και βγάζαμε κανονικό δελτίο ειδήσεων, γραπτό, το οποίο κυκλοφορούσε μεταξύ των κρατουμένων. Απ’ αυτό το ραδιοφωνάκι μάθαμε το ’68 για τη διάσπαση του ΚΚΕ. Εγώ άκουσα την είδηση. Στην αρχή, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε την ενότητα, στη βάση ότι όλοι ήμασταν κρατούμενοι της δικτατορίας. Αλλά το καλοκαίρι, όταν έγινε η εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, πάνω από 60 κρατούμενοι υπογράψαμε μια αυστηρή διαμαρτυρία για την εισβολή των τανκς.

Απολυθήκαμε το 1971, μετά από παρεμβάσεις του Ερυθρού Σταυρού και άλλων ξένων οργανώσεων. Εγώ είχα βγάλει ένα ογκίδιο στο μάτι και απολύθηκα περίπου έξι μήνες πριν από τους άλλους. Με συνέλαβαν μετά το «Πολυτεχνείο» και με κρατούσαν στο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας. Με άφησαν μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Από τότε και μέχρι τη μεταπολίτευση κρυβόμουν. Δεν είχαν τίποτα εναντίον μου, όπως δεν είχαν και όταν με συνέλαβαν, το 1967. Αλλά εκείνη την εποχή δεν χρειαζόταν να έχεις κάνει κάτι για να συλληφθείς.

ΓΙΑΓΚΟΣ ΣΚΟΥΛΑΣ

Η εξέγερση στο Ηράκλειο

Την 21η του Απρίλη σηκώθηκα πολύ νωρίς, ήταν ημέρα Παρασκευή, τότε έβγαζα μια βδομαδιάτικη εφημερίδα, Το Κρητικό Φως. Μόλις ακούσαμε τα εμβατήρια, πήγα να βρω κάποιους φίλους της ΕΔΗΝ, τον Κώστα τον Κληρονόμο, τον μετέπειτα δήμαρχο και ευρωβουλευτή, και τον αείμνηστο δικηγό­ρο Γιάννη Παπάζογλου. Πήγαμε στο γραφείο του αδελφού μου του Θανάση, και η πρώτη σκέψη που μας ήρθε ήταν να διαδώσουμε, ψευδώς βέβαια, ότι το 2ο Σώμα Στρατού εστασίασε, για να δώσουμε θάρρος στον κόσμο. Πράγμα το οποίο έπιασε. Το είπαμε στη Χανιόπορτα και, μέχρι να πάμε με αμάξι στην Αλικαρνασσό, είχε διαδοθεί παντού.

Ο κόσμος ανεθάρρησε και άρχισε να μαζεύεται κατά ομάδες. Ψάξαμε να βρού­με κάποιον βουλευτή για να ηγηθεί σε οτιδήποτε επακολουθούσε. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε ούτε έναν, από τους οκτώ βουλευτές του Ηρακλείου. Κάναμε και μια συ­νάντηση με την Αριστερά, ήταν εκ μέρους των Λαμπράκηδων ο Μαυρομάτης ο Δή­μος από την Αθήνα, μέλος της καθοδήγησης που είχε έρθει για κομματική δουλειά, και ο Ανδρέας ο Κριαδάς. Αλλά δεν είχαμε κανένα δεδομένο διότι επικοινωνίες δεν υπήρχαν, όλα ήταν από το ράδιο αρβύλα.

Κατά τις πέντε το απόγευμα πήγα στις Τρεις Καμάρες, άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Στα πηγαδάκια όλοι λέγανε να ξεσηκωθούμε. Γύρω στις έξι, ενεφανίσθη ο διορισμένος νομάρχης, ο λοχαγός Παναγής, ο οποίος άρχισε να μας βρίζει και να μας απειλεί, πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Η Χωροφυλακή είχε άριστη στάση. Ειδικά ο διοικητής της Χωροφυλακής, ο Μανώλης ο Σταυρουλάκης, μας έδινε συμβουλές, μας έλεγε ότι μέχρι τις εφτά, που θα λήγει η δικαιοδοσία της Χωροφυλακής, να μη φοβόμαστε τίποτα, λες και μας έλεγε «παιδιά ξεσηκωθείτε». Εάν βρίσκαμε έναν οποιοδήποτε βουλευτή εκείνη την ημέρα και έμπαινε μπροστά­ρης, το Ηράκλειο δεν θα έπεφτε. Στο ερώτημα γιατί δεν εμφανίστηκαν, πρέπει να δώσουν οι ίδιοι απάντηση.

Κατά τις εφτά είχε μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος. Αρχίσαμε να βαδίζουμε φωνάζοντας συνθήματα, «1-1-4», «Δεν περνά ο φασισμός», κατεβήκαμε προς την πλατεία Νικηφόρου Φωκά, το Μεϊντάνι. Μόλις φτάσαμε εκεί, βλέπουμε μια τερά­στια φάλαγγα κόσμου να έρχεται από την 25ης Αυγούστου, και μετά από δέκα λεπτά έρχεται μια άλλη φάλαγγα από την Καλοκαιρινού, και γίνεται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση. Εκεί αποφασίζεται, στο πόδι, να κάνουμε καθιστική διαμαρ­τυρία, και στις εφτά ακριβώς, μόλις ανέλαβε ο στρατός, με συλλαμβάνουν και με πηγαίνουν στα κρατητήρια που είναι λίγο παραπάνω, στη Λεωφόρο Δικαιοσύνης. Οι άλλοι άναψαν φωτιές και έφτιαξαν οδοφράγματα με ό,τι βρήκαν μπροστά τους και συγκρούστηκαν με τον στρατό, που έβαλλε με πραγματικά πυρά. Από επίσημο έγγραφο προκύπτει ότι εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν 2.500 σφαίρες.

Στα κρατητήρια υπήρχε το αδιαχώρητο, γιατί όλη την προηγούμενη νύκτα συνελάμβαναν τα μέλη της ΕΔΑ, ήταν οι πρώτοι που την πλήρωναν πάντα. Και με βάλανε σε ένα από αυτά τα κελιά. Η συμπαράσταση των Ηρακλειωτών ήταν κάτι το τρομερό. Ερχονταν, φέρνανε τσιγάρα, φέρνανε φαΐ, δεν τους τρόμαξε τίποτα. Την πρώτη βραδιά, συνέβη κάτι πολύ ευτράπελο το οποίο μας ενθάρρυνε πολύ. Είχε συλληφθεί κάποιος αχθοφόρος στην Αγία Τριάδα, Τζατζαβάκης Μα­νώλης. Τον ρώτησε κάποιος χωροφύλακας Βασιλάκης, από τα μέρη της Νεάπολης: «Κύριε Τζατζαβάκη, γιατί σας φέρανε εδώ;». Λέει: «Είπα “γαμώ τον βασιλιά”». Μετά από είκοσι λεπτά, ο χωροφύλακας έρχεται από το παραθυράκι και λέει: «Κύριε Τζατζαβάκη, γιατί σας φέρανε εδώ;». Ξαναλέει: «Είπα “γαμώ τον βα­σιλιά”». Ήρθε πολλές φορές ο χωροφύλακας και του έκανε την ίδια ερώτηση, ώσπου στο τέλος τού λέμε: «Τι θέλεις, δέκα φορές σ’ το είπε». Λέει: «Μου αρέ­σει να τ’ ακούω».

Η δίκη έγινε στις 11 του Σεπτέμβρη του ’67. Κατηγορούμενοι: εγώ, ο Μά­ριος Ιωαννίδης, αδελφός του Φοίβου, η Κάτια Ιωαννίδου, ο Ξενικάκης, ο Μαρματάκης ο Αναστάσης, ο Γιαννακάκης ο Μιχάλης και ο Ηρακλής ο Ξενικάκης. Επίσης κατηγορούμενος, ο φίλος ο Άγγελος Τσαγκαράκης, τον οποίο όμως δεν τόλμησαν να τον φέρουν, γιατί αυτοί επέμεναν πως ό,τι έγινε, έγινε αναίμακτα [Ο Τσαγκαράκης είχε τραυματιστεί σοβαρά από πυροβολισμό στο γόνατο κατά τις συγκρούσεις με τον στρατό]

οπότε θα αποδεικνυόταν ότι είχε χυθεί αίμα στο Ηράκλειο. Μας καταδίκασαν σε φυλακίσεις από τρία μέχρι πέντε χρόνια, αλλά βγήκαμε με την αμνηστία τον Δεκέμβρη, μετά το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που βγήκα, τα χιλιάδες φιλιά, δημόσια, στη Λεωφόρο Καλοκαιρινού, χωρίς να τους νοιάζει τίποτα.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com