Την παραγκούπολη της Κιμπέρα, μπορεί οι περισσότεροι να μην την έχουν ακούσει. Αλλά μπορεί να την έχουν δει να «πρωταγωνιστεί» στον Επίμονο Κηπουρό του Φερνάρντο Μεϊρέγιες. Και υπάρχουν και εκείνοι που θέλουν να τη δουν από κοντά, κάνοντας αυτό που αποκαλείται «τουρισμός στις παραγκουπόλεις». Μένουν  χρήματα στην κοινότητα, υποστηρίζουν οι τουριστικές εταιρίες, φεύγουμε πιο αφυπνισμένοι, λένε οι τουρίστες. Αλλά, όπως ισχύει σε καθετί, το καλύτερο είναι να ρωτήσει κανείς «αυτόν που το υφίσταται». Επειδή, κάπου εκεί κοντά, κρύβεται η αλήθεια.

Ads

Η Κιμπέρα είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη του Ναϊρόμπι. Σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης ζουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, που δε «χωράνε» σε καμία καταμέτρηση: από 170.000 μέχρι και ένα εκατομμύριο, λένε -πολύ- διαφορετικές εκτιμήσεις. Αν για τον αριθμό τους δεν υπάρχει βεβαιότητα, η κατάστασή τους δεν αμφισβητείται. Οι περισσότεροι ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχιας. Λίγα σχολεία, ελάχιστο καθαρό νερό, ανύπαρκτες στοιχειώδεις υποδομές.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που έφερε τουρίστες εδώ; Κανείς στην Κιμπέρα δε θυμάται πότε ακριβώς άρχισε. Αλλά όλοι θυμούνται να βλέπουν τουρίστες να έρχονται και να φεύγουν. Στην αρχή ήταν λίγοι, και πολλοί ντόπιοι πίστευαν ότι ήταν εθελοντές στους πολλούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς που βρίσκονται στην περιοχή. Αλλά ο αριθμός συνέχισε να μεγαλώνει -και κάποιοι ντόπιοι νέοι άρχισαν να εμφανίζονται δίπλα στους ξένους. Ήταν οι «οδηγοί», έγραφε τo 2013 η εφημερίδα της Κένυας Daily Nation. Και ο τουρισμός της παραγκούπολης είχε μόλις γεννηθεί.

Τουρισμός στις παράγκες

«Ελάτε στην πιο φιλική παραγκούπολη του κόσμου», διαφημίζουν τα φυλλάδια και οι ιστοσελίδες των εταιριών.

Ads

Τουρίστες από όλο τον κόσμο, με τις κάμερες κρεμασμένες στο στήθος και έναν ντόπιο οδηγό δίπλα τους, περπατούν στα στενά σοκάκια της Κιμπέρα, και παρατηρούν τις αυτοσχέδιες μεταλλικές παράγκες. Μαζί, και τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές. Οι τιμές ποικίλουν. Μπορεί κανείς να «κλείσει» ξενάγηση λίγων ωρών και με 25 δολάρια.

Οι εταιρίες ισχυρίζονται ότι οι ξεναγήσεις βοηθούν να γίνεται πιο γνωστό το ζήτημα της φτώχιας, και ότι φέρνουν επιπλέον εισόδημα στους κατοίκους αυτών των καταυλισμών. Είτε με τις αγορές προϊόντων από τους τουρίστες, είτε από τις δωρεές τους, είτε από χρήματα που -όπως υποστηρίζουνοι ίδιες οι εταιρίες- επιστρέφουν από τα κέρδη τους στους κατοίκους.

«Μέσα σε δύο με τέσσερις ώρες, αλλάζει ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων», έλεγε ο τουριστικός πράκτορας Τζέιμς Ασούντι. «Δείχνουμε μια αθέατη πλευρά της Κένυας», υπερθεματίζουν και άλλοι ιδιοκτήτες.

Και οι κάτοικοι; Πώς νιώθουν όταν τους φωτογραφίζουν; Ο δημοσιογράφος Τζέισον Πάτινκιν που πήγε στην Κιμπέρα για μία ξενάγηση, έγραφε το 2013 στην ιστοσελίδα του Next City, ότι ο οδηγός είπε στον ίδιο και μια ακόμη τουρίστρια να φωτογραφίζουν αφού πάρουν άδεια. «Στην αρχή οι κάτοικοι απεχθάνονταν να τους φωτογραφίζουν», του ανέφερε ένας άλλος ξεναγός, «αλλά σταδιακά το αποδέχτηκαν, αφού τους είπαν ότι οι τουρίστες δεν έχουν άλλα κίνητρα».

Τι λένε οι τουρίστες

Η 29χρονη Μπαχάρ Μπαχραμπούρ, εργαζόμενη στη δημόσια υγεία της Δανίας επισκέφθηκε την Κιμπέρα με μια φίλη της από το Βέλγιο. «Είμαστε ευλογημένοι που βρισκόμαστε εδώ. Μας εντυπωσιάζει να βλέπουμε πώς οι άνθρωποι βοηθούν και στηρίζουν ο ένας τον άλλο στον καταυλισμό για να αντιμετωπίσουν τα καθημερινά τους προβλήματα», είπε στο Ευρωπαϊκό Φωτογραφικό Πρακτορείο-EPA η 29χρονη.

Η φίλη της προσθέτει ότι πριν από την επίσκεψη συζήτησαν πώς να συμπεριφερθούν στον καταυλισμό, για να είναι σίγουρες ότι δε θα έχουν μια συμπεριφορά που «ταιριάζει σε σαφάρι». Οι δυο τους τελικά αποφάσισαν να μην τραβήξουν φωτογραφίες. Όταν τις ρώτησαν πώς απαντούν στην κριτική ότι η ξενάγηση είναι «ηδονοβλεψία στη φτώχια», απάντησαν ότι «πρόκειται για πολύ σοβαρή κριτική, και θα συνεχίσουμε να την αντιμετωπίζουμε σοβαρά».

Ένας τουρίστας από την Αυστραλία που μίλησε στο Channel 4, παραδέχεται ότι η επίσκεψη μοιάζει κάπως με εισβολή, αλλά θεωρεί ότι οι επισκέπτες βοηθούν αγοράζοντας πράγματα ή διηγούμενοι αυτά που είδαν και σε άλλους. Δε θέλουν, λένε κάποιοι τουρίστες, να προσβάλουν κανέναν. Αλλά μετά, είναι η σειρά των κατοίκων να μιλήσουν.

Slumming it in Kenya…και τι λένε οι κάτοικοι

«Συνέβη προτού προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου», έλεγε το 2013 στη Daily Motion η Λίλιαν Γουάμπα, περιγράφοντας την πρώτη της εμπειρία με τους τουρίστες. Είχε βάλει το δύο μηνών μωρό της σε μια γούρνα έξω από την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα για να πάρει μια πετσέτα. Καθώς έβγαινε ξανά έξω, δύο ξένοι εμφανίστηκαν ξαφνικά στο μονοπάτι μπροστά από το σπίτι της. «Ο ένας έβγαλε μια κάμερα και άρχισε να φωτογραφίζει το μωρό καθώς ο άλλος έγειρε χαμογελώντας του. Ήθελα να διαμαρτυρηθώ, αλλά είδα να με κοιτάει προειδοποιητικά ένα μέλος της Σιάφου -συμμορία η οποία έλεγχε μεγάλο μέρος της Κιμπέρα- που τους συνόδευε, και έτσι δε μίλησα». Οι τρεις τους εξαφανίστηκαν όσο γρήγορα είχαν έρθει. Αυτά συνέβησαν το 2008, όταν ο τουρισμός αυτός κυρίως ελεγχόταν από καρτέλ. Μετά, ανέλαβαν οι εταιρίες.

Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος της Λίλιαν μεγάλωσε. Γνωρίζει ήδη κάποιες αγγλικές λέξεις, από τους τουρίστες που συχνάζουν στη γειτονιά τους. Όπως και πολλά άλλα παιδιά, ενθουσιάζεται όταν βλέπει έναν λευκό, «Μουζούνγκου» όπως τους αποκαλούν οι ντόπιοι, να περνάει. «Τι κάνεις;», του φωνάζει, και υψώνει το χέρι του ελπίζοντας να πάρει μια απάντηση. «Νιώθω ενοχλημένη όταν βλέπω τα παιδιά να φέρονται έτσι, αλλά είναι ακόμη μικρά και αθώα. Όμως, αισθάνομαι άσχημα όταν άνθρωποι από άλλες χώρες έρχονται να δουν πόσο φτωχοί είμαστε», λέει η μητέρα του.

Τσαγκάρης από την περιοχή, ο Κρίστοφερ Ομόλο πιστεύει ότι πρόκειται για ταπεινωτική επιχείρηση εκμετάλλευσης. «Υπάρχουν τόσα ορφανοτροφεία και εθνικά πάρκα τα οποία μπορούν να επισκεφτούν οι τουρίστες. Δε βλέπω τίποτα που θα μπορούσε να τους προσελκύσει εδώ, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν το θέλουν».

Ένας πρώην τοπικός σύμβουλος λέει ότι οι τουρίστες είναι καλοδεχούμενοι, την ώρα που ένας πλανόδιος πωλητής συνοφρυώνεται μπροστά στην κάμερα η οποία τον φωτογραφίζει, και εκφράζει την ακριβώς αντίθετη άποψη, έγραφε η βρετανική εφημερίδα Guardian to 2009.

Ο Τουαλίμπ Τζούμα απεχθάνεται να τον λυπούνται. Είναι ρακοσυλλέκτης. Δεν του αρέσει να τον φωτογραφίζουν. «Είναι ταπεινωτικό. Είναι και κάπως απάνθρωπο. Ενδιαφέρονται μόνο για τη φτώχια των ανθρώπων της παραγκούπολης», έλεγε το 2014 στο ρεπορτάζ του Channel 4 και τον Τζαμάλ Οσμάν.

Είναι η φτώχια θέαμα;

Νοιάζονται πραγματικά οι τουρίστες να δουν «όλη την εικόνα», και όχι μόνο θραύσματά της; Ο ζωγράφος και τεχνίτης Οτιένο Νγκόμπα, που εμπνέεται όπως λέει από τη ζωντάνια της Κιμπέρα, πιστεύει ότι οι τουρίστες στην πραγματικότητα δε θέλουν να δουν όλες τις πτυχές της αληθινής ζωής στην Κιμπέρα. «Έρχονται εδώ, και αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η πλευρά της φτώχιας. Προτιμούν να φωτογραφίσουν ένα αγόρι δίπλα στα σκουπίδια. Αυτό τους βολεύει, επειδή αυτό ψάχνουν. Δε λένε ‘πήγαινέ με στην αγαπημένη σου παμπ’ ώστε να τους δείξω: ‘έτσι είναι η αγαπημένη μας παμπ’».

Τουριστικές εταιρίες υποστηρίζουν ότι επιστρέφουν χρήματα στην κοινότητα. Αλλά, μία οργάνωση για τη στήριξη παιδιών, από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς στην Κιμπέρα, έχει άλλη άποψη. «Βλέπω τουρίστες εδώ κάθε μέρα, αλλά εκτός από τις δωρεές που αφήνουν φεύγοντας, καμία εταιρία δε δίνει μέρος των χρημάτων που χρεώνει τους τουρίστες. Μάλιστα, κάποιες επιστρέφουν και απαιτούν μέρος των δωρεών που έχουμε λάβει», λέει ο υπεύθυνος του κέντρου Κάχι Χάντσον στο ρεπορτάζ της Daily Motion. Κάτι που επιβεβαιώνει ο δημοσιογράφος του Next City Τζέισον Πάτινκιν. Παρά τις διαβεβαιώσεις της ξεναγού του ότι οι εταιρίες δίνουν χρήματα σε οργανώσεις από την κοινότητα όπου γίνονται οι ξεναγήσεις, όταν ο ίδιος επέστρεψε -χωρίς συνοδεία- για να ρωτήσει κάποιες οργανώσεις, του είπαν το αντίθετο. Μάλιστα, στο εργαστήρι μικροαντικειμένων που είχε επισκεφθεί, ο υπεύθυνος του ανέφερε ότι στην πραγματικότητα οι ίδιοι πληρώνουν την τουριστική εταιρία με κάποιο ποσοστό από τα κέρδη τους από τις πωλήσεις σε τουρίστες. Άλλοι κάτοικοι, πάντως, που συνάντησε, δεν εμφανίστηκαν αρνητικοί στις επισκέψεις τουριστών.

Ένα enfant terrible της γαλλικής λογοτεχνίας, ο Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ, είχε γράψει, πολλά χρόνια πριν, στο βιβλίο του 15,99 Ε: «Στην Αφρική, ένας Λευκός που απευθύνει τον λόγο σε έναν Μαύρο δεν έχει πια τη ρατσιστική συγκαταβατικότητα που είχαν οι αποικιοκράτες των παλιών καιρών. Τώρα πια τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά. Τώρα έχει το σπλαχνικό βλέμμα του ιερέα που δίνει το ευχέλαιο σε έναν μελλοθάνατο.»

Και, πάνω απ’ όλα, υπάρχει ένα βασικό ερώτημα. Όσο αγαθό κι αν είναι το κίνητρο -τουλάχιστον κάποιων τουριστών- πόση ηθική μπορεί να «χωρέσει» σε μια πρωτοβουλία που γίνεται με σκοπό το κέρδος, χωρίς καν την ενεργητική συμμετοχή αυτών οι οποίοι -υποτίθεται- ότι θα ωφεληθούν; Και είναι ένα ερώτημα, που δε μπορεί να μπει στην άκρη.

Πηγές: EPA, Next City, Daily Motion, Channel 4, Guardian – Από την ΕΡΤ