Το καλοκαίρι, το έχουμε ξαναπεί, βάζουμε πότε-πότε επαναλήψεις, άρθρα από τα πρώτα χρόνια του ιστολογίου μας, που πιθανώς οι σημερινοί αναγνώστες να μην τα έχουν διαβάσει. Και το σημερινό άρθρο επανάληψη είναι, αν και αυτή τη φορά διάλεξα να αλλάξω εντελώς τον αρχικό τίτλο, που ήταν “Όπου πατάει ο Έλληνας, χορτάρι δε φυτρώνει!” Το παλιό εκείνο άρθρο, που είχε δημοσιευτεί πριν από πέντε χρόνια και βάλε, ήταν συνεργασία του φίλου Ηλεφούφουτου. Εδώ τη μεταφέρω έχοντας προσθέσει μερικά πράγματα από τα σχόλια του αρχικού άρθρου.

Ads

Με χαρά παρουσιάζω μια ενδιαφέρουσα εργασία του αγαπητού Ηλεφούφουτου, που εστιάζεται σε μια πτυχή του ευρύτερου θέματος των εθνικών στερεοτύπων: στα στερεότυπα που υπάρχουν σε διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς για τους Έλληνες. Έχει περισσότερο ιστορικό ενδιαφέρον, με την έννοια ότι οι παροιμίες και φράσεις τις οποίες θα δείτε πιο κάτω είναι εντελώς άγνωστες σε σημερινούς Βούλγαρους. Το βασικό στερεότυπο που υπάρχει σήμερα στα βουλγάρικα για τους έλληνες είναι «βυζαντινός» (βιζαντίετς), που χρησιμοποιείται συχνά στις εφημερίδες. Περισσότερα για τον εθνοφαυλισμό αυτόν μπορείτε να δείτε σε άρθρο των Ιών, εδώ.

Ο Ηλεφούφουτος αντλεί το υλικό του από ένα πολύτομο βουλγάρικο λεξικό, του Νάιντεν Γκέροφ, που κυκλοφόρησε πριν από έναν αιώνα και κάτι. Στο τέλος, προσθέτω κι εγώ τα δικά μου.

image
Το λήμμα Έλληνας από το λεξικό του Γκέροφ
 
Найден Геров,  Речник на блъгарский язик с тлъкувание речити на блъгарски и руски ( = Λεξικό της βουλγάρικης γλώσσας με ερμηνείες στα Βουλγάρικα και στα Ρώσικα)  (1895–1904), 5 τόμοι + συμπλήρωμα το 1908 από τον Πάντσεφ.

Ads

Παρά τον τίτλο του λεξικού, οι εξηγήσεις στα Ρωσικά είναι καθ’ όλο το λεξικό λίγες και σποραδικές.

Λίγα λόγια για τον κυριούλη:

Την πανεπιστημιακή του παιδεία την απέκτησε στη Ρωσία, μέρος όμως από τη σχολική του εκπαίδευση το έλαβε στο ελληνικό σχολείο της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ). Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων κατά το 19ο αι.

Το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε ήταν η προώθηση της συμμαχίας των Βουλγάρων με τη Ρωσία και η καταπολέμηση, με ιδιαίτερη εμπάθεια, της ελληνικής (φαναριώτικης) επιρροής στα μέρη του. Ιδιαίτερα ευαίσθητος ήταν στο θέμα των Βούλγαρων που “προσπαθούν να γίνουν Έλληνες”. Όλα αυτά τον έκαναν ιδιαίτερα μισητό στους Φαναριώτες που πρωταγωνίστησαν σε εκείνες τις κόντρες, πράγμα που αποδεικνύεται από τα επανειλημμένα διαβήματά τους προς τις οθωμανικές αρχές εις βάρος του, με τα οποία προσπαθούσαν να τις πείσουν (γλιτς γλιτς) ότι είναι επικίνδυνος και Ρώσος κατάσκοπος.

Μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε μεταξύ άλλων και προκειμένου να προβάλει στους Βουλγάρους τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, ώστε να γίνουν σημεία αναφοράς της εθνικής τους συνείδησης. Ανέπτυξε ένα δικό του σύστημα γραφής για τη βουλγαρική γλώσσα, όπου το μεν αλφάβητο είναι σχεδόν ίδιο με το καθαυτού κυριλλικό η δε ορθογραφία ακολουθεί αυστηρά το ετυμολογικό κριτήριο, ώστε να αναδεικνύεται η σχέση της σύγχρονής του Βουλγαρικής με την παλιά εκκλησιαστική Σλαβική. Τελικά το σύστημά του δεν υιοθετήθηκε και ξενίζει έντονα τους σημερινούς Βουλγάρους. Το υλικό του για το λεξικό προέρχεται από τη λαϊκή γλώσσα της εποχής και αποθησαυρίζει χιλιάδες παροιμίες και δημοτικά τραγούδια. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η λαογραφία  ανθούσε κι έθαλλε στη Ρωσία την εποχή του και αποτέλεσε βάση (ίσως περισσότερο από τις αναγωγές σε κάποιο ένδοξο απώτερο γλωσσικό παρελθόν) για την ανάπτυξη του ρωσικού εθνικισμού αλλά και των εθνικισμών άλλων σλαβικών και μη εθνών της Ανατολικής Ευρώπης. Το πώς ευνόησαν όλα αυτά έμμεσα και τον δικό μας δημοτικισμό νομίζω ότι δεν έχει τονιστεί αρκετά στην ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος.

Λοιπόν, η μετάφραση:

1. Έλληνας και λύκος ένα και το αυτό/ Ο Έλληνας είναι σαν το λύκο
(Εδώ έχουμε παιχνίδι με την ηχητική ομοιότητα των δύο λέξεων: grək και vlək)
Грък като влък. (σημειωτέον ότι ο σημερινός καθιερωμένος τύπος για τη λέξη στα Βουλγάρικα είναι вълк)

2. Όπου πατά ο Έλληνας χορτάρι δε φυτρώνει
Грък дето стъпи, трева не никне.

3. Οι Έλληνες είναι σαν την ψωριάρα κατσίκα: όσο τη δέρνει το χαλάζι, τόσο πιο πολύ σηκώνει την ουρά της.
Гърцити са като крастава коза: колкото я чюка градът, толкова повяче си вири опашката.

Σύμφωνα με σχόλιο αναγνώστη στην αρχική δημοσίευση, παρόμοια παροιμία υπάρχει στην Ήπειρο: “Του γιδ του βάργι του σιούγκραβου κι αυτό μι τουν ούρου απάν”. Δηλαδή το γίδι το χτύπαγε το χαλάζι κι αυτό εξακολουθούσε να έχει την ουρά όρθια. Χρησιμοποιείται για ανθρώπους που εξακολουθούν να περηφανεύονται παρά τις πολλαπλές κακοτυχίες που τους βρίσκουν ή που δεν έχουν συναίσυηση της δύσκολης θέσης τους.

4. Μουρμουρίζει σαν Έλληνας που τον κλέψαν στο παζάρι (εννοεί ότι παριστάνει τον αδικημένο)
Брътви си като обран Грък на купне.

5. Κράζει σαν Έλληνας πάνω απ’  το φίδι.
Грачи като Грък над змии.

(Πάσα ερμηνεία ευπρόσδεκτη – παίζει βέβαια κι εδώ συνήχηση του graci „κράζει“ με το grək «Έλληνας»)

6. Φουκαράς χατζής, Έλληνας κουρελής και γουρούνι που σφαδάζει, ένα και το αυτό.
Сиромах хаджия, дрипав Грък и гръчява свиня едно е.

(Σημειωτέον ότι ο σημερινός τύπος για το «σφαδάζουσα» είναι  гърчава· με τον τύπο που χρησιμοποιείται στην παροιμία έχουμε πάλι συνήχηση με το grək «Έλληνας»)

7. «Παραφούσκωνέ τα, Έλληνα, κι ύστερα συνέρχεσαι
Посвали, Гръче! или; лъжи, Гръче, и свестися!

Λέγεται για κάποιον όταν ψεύδεται συνέχεια.

8. Ο Έλληνας τον Τσιγγάνο τον ξεπερνά στα ψέματα.
Грък Циганина надлъгва.

9. Ο Έλληνας ψεύδεται για εννιά Τσιγγάνους.
Грък лъже за девят Цигани.

10.  Ο Έλληνας λέει ψέματα και πιστεύει κι ο ίδιος τις καυχησιές του.
Грък лъже и сам си вяра хваща.

11. Ο Θεός να φυλάει από λύκους της Βλαχίας κι από Έλληνες του Αιγαίου.
(εδώ υπάρχει ρίμα)
Бог да пази от Влашки влъци и от Беломорски Гръци.

12. Θε μου, φύλαγε από Έλληνα που τούρκεψε, από αλεπού που καλογέρεψε κι από γάιδαρο που έγινε περιβολάρης!
Пази, Боже, от Грък потурчен, от лисица калугерка и от магаре градинар.

13. Από Βούλγαρο εξελληνισμένο από Τσιγγάνο τουρκεμένο και από φουκαρά χατζή, να φυλάει ο Κύριος!
От Българин Грък, от Циганин Турчин и от сиромах жаджия да пази Господ!

(Σημείωση Ν.Σ.: αυτό με τον φουκαρά χατζή, εξηγείται με το ότι όταν ένας φτωχός πήγαινε για χατζιλίκι στα Γεροσόλυμα αναγκαζόταν στο δρόμο να ζητιανεύει, και θα τον θεωρούσαν μεγάλη ενόχληση οι νοικοκυραίοι)

14. Θε μου, όλοι τους οι Έλληνες κάνε να αφανιστούν, έναν μόνο άφησε, κι αυτόν δραγάτη κάνε τον!
Боже, наспори, всите Гръци разпори, само едного остави и него пъдар направи!

15. Στου Τσιφούτη (= Εβραίου) πιες κρασί, μα μην κοιμάσαι! Στου Αρμένη πίνε, μα μην τρως! Στου Τούρκου πιες καφέ και τσιμπούκι, κρασί μην πίνεις! Στου Αρβανίτη πιες και φάε, στο δρόμο όμως μαζί του μη βγεις! Και στου Έλληνα τίποτα μην κάνεις!
У Чафутин пий вино, не спи; у Ерменец пий, не яж; у Турчин пий кахве и чюбук, вино не пий; у Арнаутин пий и яж, на път с него не ходи; а у Грък ни-что не прави.

Τέλος, από άλλη πηγή ξέρω την παροιμία “Гърците ги съсипва салтанатът, а българите – инатът.”
Τους Έλληνες τούς τρώει το σαλτανάτι, τους Βούλγαρους το ινάτι.

Είναι δε σαλτανάτι οι τσιριμόνιες, η μανία για φρου-φρου κι επίδειξη. Άλλωστε το συνηθέστερο μειωτικό προσωνύμιο για τους Έλληνες στα Βουλγάρικα είναι Βιζαντίετς.

Περιττό να είπω ότι ρώτησα καμιά δεκαριά Βουλγάρους, κανείς τους δεν ήξερε ούτε μία από τις παροιμίες.

Τέλος, επειδή πολλές από τις λέξεις είναι διαλεκτικές ή ξεχασμένες ή δεν εμφανίζονται ακριβώς με τη μορφή που έχουν στα σημερινά τυποποιημένα Βουλγάρικα, η μεταγραφή που έκανα κατόπιν παρακλήσεως του Οικοδεσπότα στο σύγχρονο αλφάβητο μπορεί να μην είναι η καλύτερη δυνατή.

Τάδε έφη Ηλεφού. Εγώ να επισημάνω την εξαιρετικά εύστοχη τελευταία παροιμία, που θα την παραφράσω λίγο για να αποκτήσει μέτρο:
Του Γραικού το σαλτανάτι – του Βουργάρου το γινάτι.

Ήταν όμως πράγματι διαδεδομένες αυτές οι παροιμίες ή τις ανέδειξε ο Γκέροφ που είχε σκοπό να πολεμήσει την ολέθρια, όπως πίστευε, φαναριώτικη επιρροή; Αυτό είναι ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω.

Στους αντίστροφους εθνοφαυλισμούς, δηλαδή των Ελλήνων για τους Βούλγαρους, τα ευρήματα είναι κάπως λιγότερα και εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές που ανήκουν στη σημερινή Βουλγαρία ή που βρίσκονται κοντά της (με εξαίρεση την Κύπρο). Από το Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής, κοινώς το Λεξικό της Ακαδημίας, αυτό που σταμάτησε στο γράμμα Δ (λήμμα δαχτυλωτός), αντιγράφω από το λήμμα «Βούργαρος» [αυτόν τον τύπο θεωρούν πρώτο] και τα παράγωγά του, προσθέτοντας και κάποιες λιγοστές ανευρέσεις από άλλες πηγές:

α) βουργάρικο κεφάλι: επί ανθρώπου αγροίκου και ανεπιδέκτου πολιτισμού ή πείσμονος (Θράκη)· αγύριστο κεφάλι, πεισματάρης, κακός (Νάνου-Σκοτεινιώτη, Παροιμίες της Μακρινίτσας, σ. 141).
β)  σαν τον Βούρκαρη ή είν’ τέλεια Βούρκαρος (Κύπρος): επί ανθρώπου απλήστου, αγροίκου, σκαιού και αφιλοξένου.
γ)  Βούλγαρο αν κάμεις φίλο, βάστα και κομμάτι ξύλο (Βάρνα)
και επαυξημένο:

Βούλγαρο αν κάμεις φίλο, βάστα και κομμάτι ξύλο
κι αν τον Τούρκο κάμεις φίλο, βάστα πάντοτε και ξύλο (Πολίτης, Βάρνα)

δ) Όταν του γουρουνιού η τρίχα γίν’ μετάξ’
τότες κι ο Βούργαρος θα μάθ’ την τάξ’ (Θράκη, Σαράντα Εκκλησιές)
ε) Είν’ Βούλγαρος ανάλατος και κρομμυδοκέφαλος (μωρός, ανόητος· Βέροια)
στ) Ξέρει ο Βούλγαρος ποιο είν’ το κυδωνάτο; (Αν.Ρωμ. Σωζόπολη· επί ανθρώπου αγροίκου μη δυναμένου να εκτιμήσει την αξία πράγματος τινός)
ζ) Έδωκαν του Βουργάρου αυγό, θέλει κι άλας (Πολίτης, Σωζοπόλεως)

Ακόμα, υπάρχει και το εξής (μη εθνοφαυλιστικό) λεξιλογικό υλικό:

βουργαρομηλιά (Αιτωλικό) = μηλιά που κάνει μεγάλα και ξινά μήλα
βουργαρίτσα (Αν. Ρωμυλία) = η σίκαλη
Βούργαρος, βουργάρα, γουργάρα = το πουλί μελισσουργός ή μελισσοφάγος (και: βουργαρίτσα, βουργαρόπουλο)
ενώ προσθέτω και ότι στη Μακρύνεια λένε “βουλγάρες” τα μπαρμπουνοφάσουλα.

Αν έχετε να προσθέσετε άλλο ανάλογο λεξικογραφικό υλικό, ευχαρίστως!

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Νικόλαος Πολίτης, η πληρέστερη πηγή ελληνικού παροιμιολογικού υλικού, αποδελτιώνει μόνο δύο «αντιβουλγαρικές» παροιμίες. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, και οι περισσότεροι από τους εφτά αυτούς εθνοφαυλισμούς δεν ακούγονται πλέον σήμερα, νομίζω, εκτός από τον γ), που τον ξέρουν πολλοί –και μάλιστα σε παραλλαγές για όλους τους γειτονικούς λαούς.

Βέβαια, η αντιπαλότητα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας αντικατοπτρίστηκε και στα σχολικά βιβλία της εποχής. Για τα βουλγαρικά βιβλία, μόνο εικασίες μπορώ να κάνω· για τα ελληνικά έχουμε την εργασία του Δημήτρη Γληνού, από όπου ξεσηκώνω μια χαρακτηριστική παράγραφο από σχολικό βιβλίο του 1914, αναγνωστικό της Ε’ Δημοτικού:

Δύο υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του Ελληνισμού, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι. Οι πρώτοι είναι πλέον επίφοβοι και απάνθρωποι. Φρίττει κανείς, όταν διαβάζει εις την ιστορίαν μας τας σκληρότητας και τας κακουργίας των θηρίων αυτών, οι οποίοι τολμούν να λέγωνται και Χριστιανοί. Είναι Τάταροι, συγγενείς με τους Τούρκους. Επέρασαν τον Δούναβιν και εζήτησαν φιλοξενίαν εις τας χώρας μας. Τοις εδώσαμεν γην να καλλιεργούν, ασφάλειας, δικαιοσύνην και τέλος την χριστιανικήν πίστιν δια να σώσουν τας ψυχάς των. Όλα όμως εις μάτην· έμειναν πάντοτε οι ίδιοι Τάταροι.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, η νικήτρια εθνικοφροσύνη θα ονομάσει Βούλγαρους τους αριστερούς (και βουλγαρική τη δημοτική γλώσσα: σε εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο το 1948, ο επιτηρητής είχε προειδοποιήσει τους εξεταζόμενους ότι “όποιος χρησιμοποιήσει την βουλγαρικήν θα μηδενισθεί”). Και πολύ πιο πρόσφατα, η λέξη βούλγαροι θα ακουστεί σαν βρισιά στα γήπεδα κατά των οπαδών από ομάδες της Θεσσαλονίκης, μια ιστορία που θα πάρει ευρύτερη δημοσιότητα, κατά εντελώς παράλογο τρόπο, το 1998 με το περιβόητο λήμμα του λεξικού Μπαμπινιώτη. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Υποσημείωση: Πάνω στο ίδιο θέμα των στερεοτύπων, δυο ακόμα εργασίες (που προτάθηκαν σε σχόλια της αρχικής δημοσίευσης).

Χάγκεν Φλάισερ, Οι Έλληνες και οι “άλλοι”. Λεξικογραφικές ερμηνείες εθνικής ταυτότητας. Από το μπλογκ του Γιάννη Χάρη.

Αλέξης  Πολίτης, Η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των Ελλήνων απέναντι στους Βουλγάρους στα μέσα του 19ου αι. (στα γαλλικά)

sarantakos.wordpress.com