Έχουμε την εορτή των Φώτων, όπου σύμφωνα με τις παραδόσεις εκδιώκονται οι Καλικάντζαροι. Τα πονηρά αυτά ξωτικά έχουν προκαλέσει πολλούς πονοκεφάλους στους ασχολούμενους με την ετυμολογία, αφού για την προέλευση της λέξης «καλικάντζαρος» έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις χωρίς καμιά τους να έχει γνωρίσει γενική αποδοχή.

Ads

Με την ευκαιρία αυτή, φιλοξενώ με χαρά μια συνεργασία του φίλου Χρίστου Δάλκου, στην οποία διατυπώνει μια εικασία, όχι απίθανη απ’ όσο μπορώ να κρίνω, για την πραγματική φύση και καταγωγή των Καλικαντζάρων. Μια και ο φίλος Χρίστος αρέσκεται να βάζει πάνω σε ορισμένα φωνήεντα κάτι περίεργα σημαδάκια, δεν θέλησα να του χαλάσω το χατίρι χρονιάρες μέρες και δεν κάνω καμιά επέμβαση στο κείμενό του. Να σημειώσω μόνο ότι τα «μειλίγματα» (προς το τέλος του κειμένου) είναι οι μικρές προσφορές, δωράκια.

Χρίστου Δάλκου: Τί ἀντιπροσωπεύουν, τέλος πάντων, οἱ καλικάντζαροι;

Πολλές εἶναι οἱ προσπάθειες πού ἔχουν ὥς τώρα γίνει γιά τήν διευκρίνηση τῆς φύσης καί τῆς καταγωγῆς τῶν Καλικαντζάρων, μόνο πού κατά κανόνα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἐτυμολογική διερεύνηση τῆς ὀνομασίας τους: Ἀπό τό τουρκικό καρακόντζολος (B. Schmidt), ἀλβανικό καλλικάτσ᾿ (= ἱππαστί, C. Wachsmuth), καλός + κάνθαρος (Ἀ. Κοραῆς, Φ. Κουκουλές), λύκος + κάνθαρος (παλαιότερη γνώμη τοῦ Ν. Πολίτη), λύκος + ἄντζαρος (κυπρ. ἄντζαροι = ἄνδρες, Γ. Λουκᾶς), καλός + τσαγγίον ἤ καλίκι + τσαγγίον (= ὁ ἔχων καλά τσαγγία ἤ καλίκια ἀντί τσαγγίων, Ν. Πολίτης), καλός + γάντζος (= ὁ καλλιγάντζαρος Ποσειδῶν, ὁ γάντζον, ἤτοι τρίαιναν κρατῶν, Ἰ. Σβορῶνος), καλός + κένταυρος (J. Lawson), κᾶλον + κάνθαρος (Ἀ. Βάλληνδας), καλιγᾶτος (Κ. Οἰκονόμου), καρκάντζι + -αρος (καρκάντζι: κεκαυμένον, ξηρόν, τ.ἔ. καρκάντζαρος = «ὁ κεκαυμένος, ὁ ξηρός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἰσχνός, διότι εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ ξηροῦ ἀκολουθεῖ ἡ τοῦ ἰσχνοῦ», Στ. Δεινάκις).

Ads

Ἡ κατά τήν γνώμη μας ἀστοχία περί τήν ἐτυμολόγηση τοῦ ὀνόματος ὀφείλεται στό ὅτι οἱ ἐτυμολογικές προσπάθειες ἐντοπίζονται, μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, στόν χῶρο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, γι᾿ αὐτό καί ἡ θεώρηση τῆς λέξης ὡς σύνθετης, μέ κατά κανόνα πρῶτο συνθετικό τό ἐπίθετο «καλός» καί σύνηθες δεύτερο συνθετικό τό οὐσιαστικό «κάνθαρος».
Ἡ τελευταία σοβαρή προσπάθεια αὐτῆς τῆς ἐτυμολογικῆς σχολῆς ἀντιπροσωπεύεται ἀπό τό ἄρθρο τοῦ Φαίδωνος Κουκουλέ «Καλλικάντζαροι», Λαογραφία, τ. Ζ, σ. 315-328, ὅπου ἐν κατακλεῖδι σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἵνα δ᾿ ἐν συντόμῳ τὰ προειρημένα ἐπαναλάβωμεν, λέγομεν ὅτι οἱ καλλικάντζαροι, ἐκ τῶν κανθάρων προελθόντες, καὶ κάνθαροι ἢ κατ᾿ εὐφημισμόν, καλλικάνθαροι ἀρχικῶς καλούμενοι […], ἐδήλουν βλαπτικὰ τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἀμπέλων κολεόπτερα, εἶτα δὲ δαιμόνια ὑπὸ μορφὴν κανθάρων ἐμφανιζόμενα, καὶ τέλος, κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, τοὺς μετημφιεσμένους, ἐξ ὧν διὰ τῆς προσλήψεως καὶ ἄλλων ἄλλοθεν στοιχείων καὶ δὴ καὶ παλαιῶν μετεπλάσθησαν εἰς τὰ τῶν σημερινῶν παραδόσεων δαιμόνια.» (ὅ.π., σ. 328).

Καιρός, νομίζουμε, εἶναι νά ἑρμηνεύσουμε τά δαιμονικά αὐτά ὄντα, ἑστιάζοντας τήν προσοχή μας στό ἐσωτερικό τῆς νέας ἑλληνικῆς καί στίς πάμπολλες ἐνδείξεις πού αὐτή μᾶς παρέχει. Δέν θά ξεκινήσουμε ὅμως ἀπό ἐτυμολογικές συσχετίσεις ἀλλά ἀπό τό καίριο ἐρώτημα: Τί ἀντιπροσωπεύουν, τέλος πάντων, οἱ καλικάντζαροι; Εἶναι σκαθάρια, ἀράχνες (μέ τίς ὁποῖες ἐπίσης τούς συσχετίζει ὁ Κουκουλές, παραπέμποντας στά ποντιακά κάντσαρος, τσάντσαρος, κάγκαρος καί τζάντζαρος), ἑρπετά (ὅπως εἴχαμε, λανθασμένα, ὑποστηρίξει σέ παλαιότερο ἄρθρο μας),[1] νυχτερίδες (ὅπως εἶχε ὑποθέσει ὁ διατελέσας Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀνοματολογικῆς Ἑταιρείας καί πρόσφατα ἀποδημήσας γιατρός Χρῖστος Οἰκονομόπουλος), ἤ γενικῶς πλάσματα τῆς φαντασίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καί πῶς ἐξηγεῖται ἔτσι τό βασικό τους χαρακτηριστικό, ὅτι κάνουν τήν ἐμφάνισή τους στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα;

Ἐκκινῶντας, ἑπομένως, ὄχι ἀπό τά ὀνόματα ἀλλά ἀπό τά πράγματα, νομίζουμε πώς πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν οἱ παραδόσεις πού κάνουν λόγο γιά χρήση ὡς ἐπί τό πλεῖστον σπαραγγιᾶς, ὥστε νά ἐμποδίζωνται οἱ Καλικάντζαροι νά φᾶνε ἤ νά μαγαρίσουν τά ἀποθηκευμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους τρόφιμα. Στήν Λαογραφία, τ. Β΄, σ. 478, ἀναφέρονται «ἀσπαραγγιὲς καὶ ἄλλοι ἀκανθώδεις θάμνοι πρὸς ἀποτροπὴν τῶν Καλικαντζάρων». Στό Γεράκι Λακωνίας «βάνανε σπαραγγιὰ νὰ μὴν πᾶνε τὰ καρκατζέλια καὶ κατουρήσουνε, γιατὶ τὴν ἄλλη μέρα θά ᾿ρθῃ ὁ παπᾶς ν᾿ ἁγιάσῃ». Ἀπ᾿ τό Μανιάκι Μεσσηνίας μᾶς ἔρχεται ἡ πληροφορία ὅτι «ἔρχουνται τὰ καλικατζόνια καὶ πᾶμε ᾿μεῖς πρὶν καὶ κόβουμε σπαραγγιὲς καὶ πουρνάρια», προφανῶς γιά νά παρεμποδισθῇ ἡ πρόσβαση τῶν δαιμονικῶν ὄντων στίς τροφές. Διαφωτιστική τέλος εἶναι καί ἡ μαρτυρία ἀπό τήν Καντύλα Μαντινείας, ὅπου τά καλικατζόνια εἶναι γνωστά ὡς «γκατζόνια»: «ἐλέγαν καί gαdζ΄όνια, ἐλέγαν καί καλικαdζάρους, ἐβάναμε σφαραg΄ιές στά βαρέλια, ἐκόβαμε σφαραg΄ιά καί τά βάναμε στά βαρέλια, νά μή bᾶνε καί κατουρᾶνε μέσα, μᾶς ἐλέγανε […] ἀπό τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς Ἁγιάσεως, δέν ἐbορήγαμε νά σταθοῦμε ὁλότελα, οὕλο μᾶς ἐλέγανε τά gαdζ΄όνια καί τά gαdζ΄όνια […] μέχρι τίς δώδεκα ἡμέρες, ἐφυλάγαμε τά gαdζ΄όνια…»

Ἔχει λοιπόν ἰδιάζουσα σημασία, καί ἀποκαλύπτει τελικῶς τήν πρωταρχική φύση τῶν Καλικαντζάρων, τό γεγονός ὅτι ἡ σπαραγγιά χρησιμοποιεῖται σέ πολλές περιοχές γιά νά ἐμποδίσῃ τήν πρόσβαση στίς τροφές ὄχι πλέον τῶν Καλικαντζάρων ἀλλά τῶν ποντικῶν: «Θὰ πάρω δυὸ τρανὲς σφαραγγιὲς νὰ βάλω στὶς μυτζῆθρες γιὰ τὰ ποντίκια, ἔχουν πολλὰ ἀγκάθια» Πελοπν. (Κερπινή). «Γιὰ νὰ μὴν τὰ πειράζῃ ὁ ποντικός, ἀπουπάνω βάλ-λαμεν ἕναν εἶδος κλαδί, τὸ λέμε σφαραgιὰ κι εἶναιν ὅλον ἀγκάθες» Ρόδ. (Σορωνή). «Ἔβαλα ἀπὸ ᾿πάνου ἀπ᾿ τὸ καντήλι τ᾿ς ἐκκλησᾶς μιὰ σφαραγιά, γιὰ νὰ μὴ κατεβαίνῃ ὁ ποτ᾿κὸς τσαὶ τρώει τ᾿ μολ᾿βήθρα (καντηλήθρα) τσαὶ τὸ λάδι» Σκῦρος.

Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση προσανατολίζει καί τό γεγονός ὅτι στήν Μακεδονία τίς σφαραγγιές τίς λένε «ποντικοτσαλιά», ἀγκάθια γιά τά ποντίκια, καθώς καί ὅτι στό Μικρό Σούλι (Μακεδονία) «ὅταν βγαίν΄᾿ τού πουd᾿κάgαθου εἶνι ὅμοιο μί τού σμαράg᾿ (= σπαράγγι)».

Ἔχουμε ἑπομένως τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτό πού δέν κατωρθώθηκε μέ τήν ἐτυμολογική περιπλάνηση σέ ἀρχαιοελληνικές ρίζες, ὁ προσδιορισμός δηλαδή τῆς καταγωγῆς  καί τῆς φύσης τῶν Καλικαντζάρων, κατωρθώθηκε μέσα ἀπό τήν ἀναντίρρητη διαπίστωση ὅτι ἡ σφαραγγιά χρησιμοποιεῖται γιά τήν ἀποτροπή τόσο τῶν ποντικῶν ὅσο καί τῶν Καλικαντζάρων.
Ἄλλες ὁμοιότητες στήν συμπεριφορά τῶν ἐνοχλητικῶν τρωκτικῶν καί τῶν δαιμονικῶν ὄντων ὅπως ἡ ἀδηφαγία τους, τό μαγάρισμα τῶν τροφῶν, ἡ ὑπόγεια διαβίωση, τό ροκάνισμα τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς κ.λπ. ἐπιβεβαιώνουν τήν παραπάνω ὑπόθεση. Εἰδικά γιά τό μαγάρισμα τῶν τροφῶν, εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀκόλουθη ἀναφορά: «Ἐπιπροσθέτως τὰ ζῶα αὐτὰ ἔχουν τὴν μανίαν τῆς καταστροφῆς καὶ ἀχρηστεύσεως ὅσον τὸ δυνατὸν μεγαλυτέρων ποσοτήτων ἐκ τῶν ἐδωδίμων, τὰ ὁποῖα ἀνευρίσκουν. Ἐκ τῶν τροφίμων τὰ ὁποῖα ἔχουν πρὸ αὐτῶν μέρος μόνον χρησιμοποιεῖται, ἐνῷ τὸ μεγαλύτερον ρυπαίνεται καὶ ἀχρηστεύεται διὰ τῶν περιττωμάτων καὶ τῶν οὔρων των.» (Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν «Ἠλίου», σ.λ. μῦς).
Ἀντιλαμβανόμαστε ἑπομένως ἀπό ποῦ ἕλκουν τήν καταγωγή δοξασίες σάν αὐτές πού καταγράφει ὁ Νικόλαος Πολίτης: «Κάθε βράδυ μπλῶναν τοῖς στάμναις, γιὰ νὰ μὴν πᾶνε τὰ Καρκαντσέλια κὶ κατ᾿ρήσουν μέσα.» (Πορταριά Θεσσαλίας, Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, σ. 334) / «Οἱ Σκαλκαντζαραῖοι […] ἔρχουνται τὰ δωδεκάημερα καὶ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ τζάκια ᾿ς τὰ σπίτια, γιὰ νὰ μαγαρίζουν τὰ πράματα· γι᾿ αὐτὸ τὴ νύκτα βουλλώνουν οἱ ἄνθρωποι τοῖς στάμναις καὶ τοῖς βαρέλλαις μὴν κατουρήσουν μέσα οἱ Σκαλκαντζαραῖοι.» (Λειβαδιά, ὅ.π., σ. 349).

καρκαdζαλώνω

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ διευκρίνηση τῆς ἀπώτατης, πρωταρχικῆς φύσης τῶν Καλικαντζάρων συμπαρασύρει καί τόν προσανατολισμό τῶν περί τό ὄνομά τους ἐτυμολογικῶν ἀναζητήσεων. Ἡ συσχέτιση μέ τό οἱονεί «πρῶτο συνθετικό» «καλός» -ὀφειλόμενη, προφανῶς, σέ παρετυμολόγηση- πρέπει, νομίζουμε, νά ἐγκαταλειφθῇ (ὅπως καί ἡ ἀναγωγή τοῦ «καρα» τοῦ καρακόντζολος στό τουρκικό kara = μαῦρος) καί οἱ ἀπαρχές τῆς ὀνομασίας νά ἀναζητηθοῦν σέ μιά ἀναδιπλασιασμένη ἤ καί ἀνατριπλασιασμένη ρίζα ἡ ὁποία παρουσιάζει τάσεις ἁπλοποίησης (πρβλ. καλικατζόνια καί γκατζόνια, κατσόϊνα, κατσόνια, γατσόνια | καρακόντζολος καί κόντζολος, κοντζολόζ᾿).

Πιθανόν μιά τέτοια ρίζα ὑπόκειται καί τῶν καρκαdζαλώνω –ομαι (= ἀναρριχῶμαι), καρκατσιλώνω –ομαι (= ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω), καρκατσουλώνομαι (= ἀναρριχῶμαι), καρκάτσιλας, καρκατσίλας, καρκάτσουλας (= αὐτός πού ἀναρριχᾶται μέ εὐκολία στά δέντρα) κ.λπ.

Ἐναλλακτικές ἐκδοχές τῆς ἴδιας ρίζας ἐντοπίζονται στά ρήματα καρκαλώνω,  καgαρεύω (= σκαρφαλώνω, ἀναρριχῶμαι) τά ὁποῖα παρουσιάζουν σέ πολλές περιπτώσεις τσιτακισμό (πιθανόν ἀνομοιωτικοῦ χαρακτῆρα) στό ἕνα σκέλος τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας, πρβλ. καρτσαλώνωκαρdζαλώνω, τσαρκαλώνουκατσαλώνωκανdζαρώνω, σκανdζαρώνω, σγανdζαρώνου, σκανdζουρώνω, τσαgαρώνω (= ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω), κανdζαρεύωdζανdζαρεύω (= ἀνέρπω, ἀναρριχῶμαι || ἀναρρωνύω || προκόπτω βαθμηδόν οἰκονομικῶς), τσαgαρεύω (= γδέρνω || σκαρφαλώνω), *καντζαρίζω ἀμάρτ. χανdζαρίζω (= ἐπί γαλῆς, ἀνέρπω, ἀναρριχῶμαι || ἀμύσσω διά τῶν ὀνύχων).

Τὸ φαινόμενο τοῦ τσιτακισμοῦ τοῦ k πρὸ τοῦ a διαπιστώνεται καί στήν περίπτωση τοῦ ὀνόματος τῶν καλικαντζάρων ἀπό τόν Φαίδωνα Κουκουλέ, ὁ ὁποῖος, στόν πίνακα πού ἔχει ἐπισυνάψει στό τέλος τοῦ ἄρθρου του «Καλλικάντζαροι», παρατηρεῖ: «καλλιτσάντερος (Ἴκαρος, κατὰ τσιτακισμὸν καὶ τροπὴν τοῦ α εἰς ε διὰ τὸ ὑγρόν)». Στό ἴδιο συμπέρασμα μᾶς ὁδηγεῖ καί ὁ μακεδονικός τύπος σκατσάνdζαρος, πρβλ. σκαλικάνdζαρος, σκαλικάdζαρος, σκαλικάντσαρος, σκαλκάνdζαρος, σκαλκάνdζερος, σκαdζάρι κ.λπ.

Ἡ ἐπιτηδειότητα τῶν Καλικαντζάρων στήν ἀναρρίχηση εἴτε συνάγεται ἐμμέσως ἀπό τήν συνήθειά τους νά κατεβαίνουν ἀπό τήν καπνοδόχο, εἴτε καί ἀναφέρεται ρητά, ἄν καί, ὁμολογουμένως, σπάνια: «Εἶναι ἐπιτήδειοι νὰ σκαρφαλώνουνε ᾿ς τὰ ψηλά, γιὰ τοῦτο ἂν βρίσκεται κανένα παιδὶ ν᾿ ἀνεβαίνῃ ᾿ς τὰ ψηλά τὸ παρονομάζουνε κολικάντζαρο.» (Λάστα τοῦ δήμου Μυλάοντος τῆς Γορτυνίας, Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, σ. 353) | «Εἶναι κάτισχνοι καὶ σκελετώδεις […] ἀλλὰ λίαν εὐκίνητοι καὶ ἱκανοὶ νὰ σκαρφαλώσουν εἰς τοὺς τοίχους» (Ἄνθ. Παπαδόπουλος, Ἱστορικὸν λεξικὸν τῆς Ποντικῆς διαλέκτου, σ.λ. κοντζολόζοι οἱ.)

Θά ἔθετε, ἐνδεχομένως, κάποιος τό –μᾶλλον ἀφελές- ἐρώτημα: ἄν ἡ παραπάνω συλλογιστική εἶναι ὀρθή, γιατί νά μήν ὀνομάζωνται οἱ Καλικάντζαροι «ποντικοί», ἀφοῦ ταυτίζονται μέ τά γνωστά τρωκτικά; Τό ἐρώτημα ἰσοδυναμεῖ μέ τό -ἐπίσης ἀφελές- ἐρώτημα γιατί νά ὀνομάζεται τό γνωστό τρωκτικό «ποντικός» καί ὄχι «μῦς», καί παραγνωρίζει τό γεγονός ὅτι στήν νέα ἑλληνική ἔχουν ἐνσωματωθῆ λέξεις προερχόμενες ἀπό ποικίλα γλωσσικά ὑποστρώματα καί ἐπιστρώματα, οἱ ἀπαρχές τῶν ὁποίων δέν εἶναι πάντα εὔκολο νά προσδιορισθοῦν μέ ἀκρίβεια καί νά ἐντοπισθοῦν μέ ἀπόλυτη ἀσφάλεια, βάσει ἀδιαμφισβήτητων μαρτυριῶν.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾷ τό ὄνομα «Καλικάντζαρος», ὁ Φαίδων Κουκουλές ἔχει δίκιο ὅταν παρατηρῇ: «Ἡ ὀνομασία καλλικάντζαρος ἀναφέρεται τὸ πρῶτον ὑπὸ Λέοντος Ἀλλατίου (De Graecor. hodie quorundam opinat. 140-142), ὡς ὅμως ἐκ τῆς ἀνωτέρω ἐρεύνης ἐδείχθη, καὶ ὡς ἡ προσωνυμία παγανὰ δεικνύει, φαίνεται ὅτι εἶναι κατὰ πολλοὺς αἰῶνας παλαιοτέρα.» [βλ. ὅ.π., σ. 328, σημ. (1)]. Καί δέν πρόκειται μόνο γιά τήν προσωνυμία παγανὰ ἤ ἄλλες παρόμοιου χαρακτῆρα ἐνδείξεις, ἀλλά πρῶτα καί κύρια γιά τό γεγονός ὅτι οἱ δοξασίες γιά τούς Καλικαντζάρους ἐμφανίζονται φορτισμένες μέ αὐτό τό εἶδος τῆς μαγικῆς σκέψης πού παραπέμπει σέ βιοτικές συνθῆκες τοὐλάχιστον τῆς νεολιθικῆς ἐποχῆς.

Τά Φῶτα

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐξέλαση τῶν καλικαντζάρων τήν παραμονή τῶν Φώτων ἀπό τόν «τουρλόπαπα» «μέ τήν ἁγιαστούρα του καί μέ τή βρεχτούρα του» ἀντιπροσωπεύει τήν προσπάθεια τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας νά ἐμπλακῇ στήν διαδικασία ἑνός παμπάλαιου δρωμένου πού, ἀφοῦ, προφανῶς, δέν μποροῦσε νά καταργήσῃ ὁλότελα, γύρεψε νά τό μετασκευάσῃ, προβαίνοντας ἀσφαλῶς καί στίς ἀναγκαῖες ὑποχωρήσεις.

Κάτι ἀνάλογο, ἄλλωστε, συνέβη καί μέ τά κάλαντα, πού δέν ἀποκλείεται οἱ ἀπώτατες ἀπαρχές τους νά ἀνάγωνται στήν ἐπιθυμία ἐξέλασης τῶν βλαπτικῶν δαιμόνων, ὄχι πλέον μέ βίαιο τρόπο ἀλλά μέ τήν προσφορά μειλιγμάτων πού κατέληξαν σταδιακά νά σφετερίζωνται οἱ καλαντιστές. Ὑπάρχουν, ἐν τούτοις, στιγμές πού ἡ ἀρχαϊκῶν καταβολῶν λαϊκή θρησκευτικότητα ἐπιδεικνύει ἕνα ρεαλιστικό πνεῦμα -ὄχι ἄγνωστο καί στούς ἀρχαίους- πού ἐν τοῖς πράγμασιν ὑπονομεύει τά θεμέλια τῶν ἀφελῶν μαγικῶν πίστεων. Ὁ μῦθος μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν Κύπρο (βλ. Κυριάκου Χατζηιωάννου, Λαογραφικὰ Κύπρου, 1984, σ. 100), καί ἀποτελεῖ, σύν τοῖς ἄλλοις, μιά ἐπί πλέον ἔνδειξη γιά τήν σχέση ποντικῶν καί καλικαντζάρων: «Ὁ μῦθος ἔβκην πὄναμ παπᾶν, ποὺ συνήθιζεν νὰ κάμνη ἁϊασμὸν γιὰ νὰ ξορατιστοῦν οἱ ποντιτζ΄οί. Ἀμμὰ μιά, ὕστερα πού ᾿καμεν τὸν ἁϊασμὸν ὁ παπᾶς, ἀρώτησέν τον.

-Αἴ, παπᾶ μου, τωρὰ έν νὰ ξορατιστοῦν οἱ ποντιτζ΄οί;

-Έν νὰ ξορατιστοῦν, λαλεῖ της, ἀμμά … πκιάσε τζ΄αί δκυὸ τρεῖς κάττους!»

Εἶναι κι αὐτό ὀρθοδοξία, ἤ μᾶλλον: Αὐτό κι ἄν εἶναι     ὀρθοδοξία!

[1] Χρίστος Δάλκος, «Ἡ “πολλαπλῆ ὕπαρξη” τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν καί ἡ συμβολή της στήν ἐνδοσυγκριτική μελέτη τῆς γλώσσας», Σεμινάριο 35 τῆς ΠΕΦ, Το δημοτικό τραγούδι από την αρχαιότητα ώς σήμερα, σ. 120-136