Πάει καιρός που θέλω να σου γράψω, μα κάθε φορά «τρέχουν» άλλα που γρήγορα θα ξεχαστούν για να «τρέξουν» πάλι άλλα, της καθημερινότητας κι αυτά, που επίσης θα ξεχασθούν, και όλο το αναβάλλω.

Ads

Μα να δεν ξέρω πως, και ένα από τα καθημερινά που τελευταία «τρέχουν», είσαι εσύ. Όχι ακριβώς εσύ στο 100%, μα στο περίπου ή εν πάσει περιπτώσει στο αρκετά περίπου : Μπιζίμ ΠΑΟΚ. Εμ γειά.

Θα με ρωτήσεις ίσως περιπαικτικά πώς και μου ήρθε να σου γράψω, έτσι στα γεράματα, υπονοώντας μια προετοιμασία ψυχής εναρμονισμένη με τους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου :

“όταν πεθάνω, να με θάψετε στο χωριό” –
θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους
την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους…

Ads

Όχι δεν είναι αυτό σίγουρα ή καλύτερα, μάλλον δεν νομίζω. Με μεγάλωσες ως τα δέκα μου και χόρτασα μα την αλήθεια είτε με ήλιο λαμπρό είτε με συννεφόκαμα, τη ποδηλατάδα στο Λευκό Πύργο, τις εκδρομές συχνά στο Αρσακλί και πιο σπάνια στον Χορτιάτη, τις αλάνες της Θεμιστοκλή Σοφούλη που έπαιζα ποδόσφαιρο και κρυφτό που τερμάτιζε στο Παλατάκι πέρα στο Καραμπουρνάκι χωρίς να υπάρχει άσφαλτος πιο πέρα. Τριακόσιες – πεντακόσιες χιλιάδες ψυχές αριθμούσες τότε, και περί το ένα εκατομμύριο και μισό η Αθήνα, με την προσθήκη μάλιστα των ψυχών της ευρύτερης περιφέρειας της πρωτεύουσας, το πλήθος των πρωτευουσιάνων ανερχόταν στα 2.500.000 με τρία εκατομμύρια περίπου.

Μετακομίσαμε οικογενειακώς αναγκαστικά λόγω ασθένειας της μάνας μου και το ήπιο κλίμα της Αθήνας, ήταν μια καλή λύση. Όμως το «πολιτισμικό» και «χωροταξικό» σοκ ήταν μεγάλο και η βίαιη ανατροπή της ήρεμης κι επαρχιακής καθημερινότητας μου, δημιούργησε μια σειρά από ερωτήματα και ένα από πρώτα απ’ αυτά, το απηύθυνα στον πατέρα μου σαν να ζητούσα προστασία : « Και τώρα τι ομάδα είμαστε ; ». «ΠΑΟΚ» μου αντιγύρισε μ’ ένα προστατευτικό ύφος, « Τι άλλο ;», « Μπιζίμ ΠΑΟΚ », πρόσθεσε και το θέμα έκλεισε για πάντα εκεί : Μπιζίμ ΠΑΟΚ , ο δικός μας ΠΑΟΚ.

Και καθώς τα χρόνια κυλούσαν, ερχόσουν κάθε τόσο ή μια στα τόσα, στην επικαιρότητα, μα τελευταία έτρεξαν απανωτά θέματα ακόμη και εθνικά, με επίκεντρο κι αναφορά εσένα, της καθημερινότητας κι αυτά, μα έντονα, τόσο έντονα που δεν μοιάζουν να ξεχνιούνται, σαν μια μόνιμα αποτυπωμένη φωτογραφία είναι, σαν τον πρώτο έρωτα :

« …Αφήνω το χέρι μου να χαϊδέψει τον Χορτιάτη του στήθους σου, να κατεβεί στο Αρσακλί της κοιλιάς σου όπου ο αφαλός της εκκλησιάς γέμισε με τη νεροποντή μου , κι από κεί , πιλατεύοντας τους μηρούς των γηλόφων , φτάνω στ’ ανοιχτά σου πόδια που το ένα ορίζει το Καραμπουρνού , το άλλο φτάνει ως τις εκβολές του Αξιού, κλείνοντας μες τον κόλπο τους τη θάλασσα. Στα σύνορά της μαυρίζει η πόλη σου με τα κάστρα της, τα πάρκα της, τα σπίτια της, τα καμπαναριά της. Κ’ εσύ αφήνεσαι παραδομένη στο φύσημα του βαρδάρη που κατεβαίνει ορμητικός απ’ το Βορρά. Μη φοβάσαι. Δεν φεύγω. Κανένας βαρδάρης δεν τα κατάφερε να δραπετεύσει από την πόλη σου, αλλά αφού πάσχισε μάταια να την  ξεριζώσει, στο τέλος σωριάστηκε νικημένος επάνω της, σα νεκρός που δεν ελπίζει σε ανάσταση…»

Αυτές τις ίνες ψυχής ήθελα να σου καταθέσω καλή μου, αναζητώντας σε απ’ το ηλιοβασίλεμα στη παραλία τη παλιά, ως στα πρώιμα ξημερώματα στις γειτονιές της πόλης, ακόμα κι όταν ο  βαρδάρης πασχίζει να σε ξεριζώσει.