Ήταν πολύ ωραίο το ταξίδι! Το καράβι ήταν γεμάτο. Εμείς μιλάγαμε σε όλους και μας μίλαγαν όλοι. Οι καμαρώτοι, που η κόρη της Αλίκης τούς φώναζε καμαρωτούς και εμείς γελούσαμε, ήταν πολύ καλοί μαζί μας. Οι γυναίκες λέγανε αστεία, ήταν ζωντανές, ωραίες και θαρρετές, τέτοιες δεν συναντάς κάθε μέρα.

Ads

Εμείς κάναμε πιο πολύ παρέα με την Αλίκη και την κόρη της, την Νίνα και την κόρη της την Κανέλλη που  ήταν μικρότερη και στα παιχνίδια μας δάγκωνε. Αυτές οι δυο μικρές δεν ξέρανε τον μπαμπά τους, γεννήθηκαν ενώ είχε φύγει. Και βέβαια τα αγόρια τον Βασίλη και τον Γρηγόρη, ο ένας μεγαλύτερος ένα χρόνο από τη Βαγγελίτσα μας και ο άλλος σαν εκείνη, αλλά φαινόταν σαν να πήγαιναν αυτοί γυμνάσιο και εμείς νηπιαγωγείο. Όποτε συναντιόμαστε, έλεγαν «από τα κόκκαλα βγαλμένες» και η Νίνα τους έλεγε «Έλα, βλακείες τώρα».  Το πλοίο γεμάτο από συγγενείς,  γυναίκες και παιδιά εξορίστων.

(Ο μπαμπάς μάς έλεγε ότι ήταν στην ζούγκλα και διηγιόταν περιπέτειες με το κροκόδειλο που νίκησε, και τον φίλο του τον Φώτη το καγκουρό. Κάποια χρόνια αργότερα μάς τον σύστησε: «από εδώ ο φίλος μου ο Φώτης το καγκουρώ», εκείνος έλεγε «Ρε Λούη…» και του κοβόταν η ανάσα από τα γέλια. Ο Φώτης πουλούσε βιβλία σε σπίτια, όπως και τόσοι άλλοι αριστεροί.)

Ήταν πάντως διασκεδαστικό το ταξίδι με το καράβι. Έβλεπα τα δελφίνια και τους γλάρους. Τότε πίστευα ότι σε όλη μου τη ζωή θα μπορώ όποτε επιθυμήσω να δω ένα δελφίνι, να πάω κοντά στη θάλασσα και σίγουρα θα είναι εκεί, γιατί αυτά τα δελφίνια ξετρελαίνονται να μας ακολουθούν καθώς ταξιδεύαμε. 

Ads

Φτάσαμε, πήγαμε στο ξενοδοχείο αλλά την άλλη μέρα όλα ήταν αλλιώτικα. Στο λιμάνι ήταν μαζεμένος πολύ κόσμος. Δυο φορτηγά ανοικτά και η αστυνομία παντού. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Κάθε φορά πηγαίναμε με ταξί ή λεωφορείο. Σήμερα είχε φορτηγά με ανοικτές καρότσες και η αστυνομία εκεί, να κοιτά τα χαρτιά. Κόσμος έσπρωχνε. Φτάσαμε επιτέλους στο φορτηγό με τα χαρτιά μας και μας είπαν, δεν μπαίνετε.

Ο θείος Γιώργος, ο μικρότερος αδελφός του μπαμπά, είχε έρθει μαζί μας. Η μαμά του είπε κράτα τα κορίτσια και θα έρθω να σας βρω. Μάς πήγε στο ζαχαροπλαστείο που ήταν στο λιμάνι και όλο μας ρωτούσε τι θέλετε και μας πήρε από όλα, λεμονάδες και πάστες. Εγώ δεν άγγιξα τίποτα. Έχασα από τα μάτια μου τη μαμά μου, δεν ήξερα τι έγινε, τα φορτηγά γεμάτα συγγενείς, γυναίκες και παιδιά έφευγαν.

Μείναμε μόνοι μας στο λιμάνι, στο ζαχαροπλαστείο, μια μέρα τόσο ωραία και λαμπερή. Εγώ έκανα ότι κοιτούσα κάτι κάτω από την καρέκλα μου. Τα δάκρυα μου έτρεχαν. Από μακριά ακουγόταν χαχανητά, ρώτησα ποιοί γελάνε; «Είναι από το τρελοκομείο» μου είπαν.

Είχα κλάψει τόσο σιγά και τόσο πολύ που το κεφάλι μου βάρυνε. Ένοιωθα χαμένη. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η μαμά μου, φουριόζα, «ελάτε» είπε και μας πήρε προς το τελωνείο. Μας άφησε στο μπαλκόνι  να περιμένουμε. Χάζευα, το μέρος είχε τόσες χελιδονοφωλιές και από την τρύπα έβλεπες ουρές μικρών χελιδονιών να ξεπροβάλλουν που σκέφτηκα ότι η μαμά κατάλαβε πόσο είχα κλάψει και μας έφερε εδώ να μου περάσει. Ένα σπίτι με τόσα χελιδόνια θα είναι καλοί άνθρωποι εδώ.

Ξάφνου ξεχωρίζω από όλες τις φωνές τη φωνή της μαμάς μου. Η μαμά μου δουλεύει όλη μέρα και ήξερε τον καθένα να τον βάζει στη θέση του. Βγαίνει έξω μας παίρνει από το χέρι χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά και μας βάζει σε ένα γραφείο όπου ήταν ένα διοικητής.

«Δείξτε ανθρωπιά, μην με αφήνετε εμένα, αφήστε τις κόρες του να τον δουν» και τότε έσφιξε το μαντίλι  που κρατούσε στο χέρι της,  το έβαλε κάτω από τα γυαλιά της και σκούπισε δάκρυα. Η μαμά μου που δεν κλαίει ποτέ. Έκλαιγε. Αυτός την έκανε να κλαίει. Τότε λυπήθηκα τα χελιδόνια. Αυτά πιο πολύ από όλα και όλους μας, γιατί δεν καταλάβαιναν τα χαζά και έκαναν τη φωλιά τους σε τόσο κακούς ανθρώπους. 

Δεν ξέρω τι έγινε ούτε με ποια σειρά. Πάντως η μαμά μου, που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ και ξέρει να βάζει στη θέση του τον καθένα, καθόταν στο ταξί μαζί μας το οποίο πήγαινε φουλαριστό για το στρατόπεδο. Κάτι την ρώτησε ο ταξιτζής και εκείνη είπε όλα είναι εντάξει θα μας περιμένετε απ΄ έξω.  Όταν πλησιάζαμε η μαμά είπε «Κορίτσια χαιρετάτε».Τ ην κοίταξα, τα μάτια της ήταν καθαρά χωρίς δάκρυα, χωρίς φόβο. Ανοίξαμε τα παράθυρα και χαιρετάγαμε. Οι όψεις τρομακτικές, άνθρωποι με ξυρισμένα κεφάλια, χωρίς δόντια, κάποιοι με σκισμένα ρούχα, κρεμασμένοι από τα κάγκελα χαιρετάγανε και γελάγανε… Το ταξί κυλούσε δίπλα από το συρματόπλεγμα. Εμείς χαιρετούσαμε τα πρόσωπα άλλαξαν, χειροκροτούσαν, και κάποιοι μαζεμένοι στα συρματοπλέγματα τραγουδούσαν:
“Όταν σφίγγουν το χέρι όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι βγαίνει μέσα από τα άγρια γένια τους…” 

Επιτέλους φτάσαμε στην Πύλη. Διαφορετικά αυτή τη φορά, όλοι είχαν έρθει με το φορτηγό, εμείς τελευταίες, τιμωρημένες. Ανεβήκαμε κάτι σκάλες και σε ένα χωλ με μωσαϊκό, ένας αστυφύλακας έφερε τον μπαμπά. Είχε κάτι πάγκους ξύλινους. Κάθισα στην αγκαλιά του μπαμπά, έγειρα και κόλλησα το αφτί μου στην καρδιά του και άκουγα την φωνή του μέσα από το σώμα του. Ο αστυφύλακας είπε «Να μιλάτε πιο δυνατά». «Ας έρθει πιο κοντά αυτός άμα δεν ακούει» είπα. Δεν νομίζω ότι με άκουσε κανένας.

Δεν έχω καμιά αίσθηση αν μου έφτανε η ώρα που έβλεπα τον μπαμπά μου. Ποιος νοιαζόταν;

Πάλι στο ταξί για την επιστροφή. Ανοίξαμε το απέναντι παράθυρο και χαιρετούσαμε. Η μαμά ήξερε και κάποιους με τα ονόματά τους, και εκείνοι το ίδιο, και φυσικά στη συνέχεια οι άλλοι που περίμεναν να τους χαιρετήσουμε βλέπεις το στρατόπεδο στο Λακί είναι δίπλα στο τρελοκομείο.

* Το κείμενο είναι γραμμένο στο πλαίσιο του σεμιναρίου Αφήγηση Ζωής, και παρουσιάστηκε μαζί με άλλα, την Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016, στην Πύλη 82, στην Βιωματική θεατρική παράσταση «Αφήγηση Ζωής», σε διδασκαλία – επιμέλεια του Βασίλη Ανδρέου και της Μαρίας Αιγινίτου (που είχε την ιδέα της παράστασης).

Από το crystal-metaepikoinonia.blogspot.gr