Πρώτα με ξύπνησε ένα τρελόπουλο που άρχισε να φλυαρεί αξημέρωτα. Μισάνοιξα τα μάτια. Το είδα που χοροπηδούσε στα δυο μέτρα από το στρώμα μου κι έλεγε τα δικά του. Μόλις είχε πάρει να χαράζει. Γύρισα από την άλλη και προσπάθησα να πιάσω το όνειρο από εκεί που είχε διακοπεί. Τα κατάφερα· πρέπει μάλιστα να είδα κι άλλο στη συνέχεια, μα κάποια στιγμή κάτι άρχισε να μού γαργαλάει επίμονα τη μύτη.

Ads

 

Ξεκίνησα χωρίς σκηνή εκείνη τη χρονιά, δωμάτιο δεν βρήκα εκεί που ήθελα, οπότε αποφάσισα να μείνω έξω. Χύμα, στα είκοσι μέτρα από το κύμα, σε ιδανική καβάντζα: μάντρα κοντά στο προσκέφαλο -αδιαπέραστο παραπέτασμα στο βοριά- κι ένα θαλερό αλμυρίκι παραδίπλα να κόβει τον ήλιο στο ξεπέταγμά του από τη θάλασσα. Και πιο μετά· σχεδόν μέχρι το μεσημέρι.

 

Αν με ανοιχτά παράθυρα κάνεις καλό ύπνο και σε σκηνή ακόμα καλύτερο, ο ύπνος έξω είναι μοναδικός. Το πρώτο βράδυ βέβαια ζορίζεσαι κάπως. Το έδαφος σου φαίνεται σκληρό, κάποιο πετραδάκι χώνεται βασανιστικά στα πλευρά σου, ο αέρας φέρνει ριπές άμμου στο πρόσωπό σου και ταράζει τα κλαδιά με αποτέλεσμα να βλέπεις αλλόκοτες σκιές παντού και να ακούς ήχους που καμία σχέση δεν έχουν με τους ήχους της πόλης: τις κουβέντες των γειτόνων που διαπερνούν τη μεσοτοιχία, τα περιφερόμενα τακούνια και το καζανάκι του πάνω ορόφου ή τις σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων που φτάνουν στα αυτιά σου από τα ανοιχτά παράθυρα. 

Ads

Το επαναλαμβανόμενο κύμα που σκάει με δύναμη στα βράχια φτάνει στα αυτιά σου στερεοφωνικά: στο ένα αυτί, σ` αυτό που ακουμπάει στο χώμα, χθόνια υπόκωφο και στο άλλο, μεγαλειώδες με όλα τα επιμέρους στοιχεία του: το ξαφνικό μπάσο της πρόσκρουσης, τα πρίμα των σταγόνων που ξεπετάγονται και τέλος τη σιγανή μελωδία του νερού που αποσύρεται. Ειδικά τις νύχτες χωρίς φεγγάρι μερικές φορές το σκηνικό μπορεί να γίνει τρομαχτικό αλλά τελικά τα καταφέρνει: σε εισάγει στις νέες αναλογίες. Δεν είσαι πια κυρίαρχος στο περιορισμένων διαστάσεων δωμάτιο σου, μα βρίσκεσαι σε μια γωνιά τηςσάλας του σύμπαντος κόσμου· μικρός, απειροελάχιστος. Το πρώτο βράδυ -άντε και το δεύτερο- ζορίζεσαι, μα αν είσαι βολικός γρήγορα συνηθίζεις.

 

Όπως και να κοιμάσαι, έξω διαλέγεις το ανάσκελα. Τουλάχιστον μόλις ξαπλώνεις. Κοιτάζεις ψηλά, αναζητάς τους γνωστούς αστερισμούς, τους αναγνωρίζεις, μετράς τα αστέρια που πέφτουν- με ή χωρίς ευχές- κάποια στιγμή ζαλίζεσαι γλυκά και χάνεσαι. Όσο αργά και να πέσεις, όσο κι αν έχεις πιει το προηγούμενο βράδυ, όλο το οξυγόνο της νύχτας είναι δικό σου· ξυπνάς με το πρώτο φως της μέρας κι έχεις χορτάσει ύπνο. Εκτός βέβαια από τις φορές που ένα τρελόπουλο, έχει βαλθεί αξημέρωτα να σου εξομολογηθεί τα ένα προς ένα τα μυστικά του κι αμέσως μετά κάτι να σου γαργαλάει τη μύτη.

 

Η μύτη μου είναι ελληνική. Μεγάλη και καμπουρωτή. Κάνει καλά τη δουλειά της: στηρίζει γυαλιά ηλίου, στον κινηματογράφο μισού βαθμού μυωπίας και οσφραίνεται άριστα. Κυριολεκτικά. Μεταφορικά, ελάχιστα. Εκείνο το πρωί η μύτη μου επιτέλεσε μια ακόμα απροσδόκητη λειτουργία: έγινε σημείο στάσης μιας πεταλούδας. Προσγειώθηκε χωρίς να την καταλάβω, αλλά στη συνέχεια άρχισε να κάνει σημειωτόν –το γαργάλημα που τελικά με ξύπνησε- κουνώντας παράλληλα τα φτερά της. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αποφάσισα ότι το γεγονός ήταν ένας καλός –τί καλός; άριστος– οιωνός για εκείνη τη μέρα που μόλις άρχιζε. Δεν κουνήθηκα για να μην την ενοχλήσω και αλληθώρισα κοιτάζοντάς την, με μια όμως μικρή ανησυχία: μήπως με χέσει. Κι η ανησυχία μου πήγαζε βέβαια από αυτά τα μικρά, ακατανόητα επί τόπου βηματάκια που συνέχιζε ακάθεκτη να κάνει πάνω στη μύτη μου.

 

Μετά από ένα δεκάλεπτο, χωρίς ευτυχώς να συμβεί αυτό που φοβόμουν, η πεταλούδα πέταξε γι αλλού χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Τεντώθηκα, σηκώθηκα, ξανατεντώθηκα, μάζεψα το σλίπινγκ μπαγκ, τύλιξα ρολό το στρωματάκι και αντί να βουτήξω εκεί μπροστά -αναγκαστικά με μαγιό- όπως έκανα κάθε πρωί, αποφάσισα να πάω μέχρι τη μεθεπόμενη παραλία. Έφτιαξα ένα σκέτο καφέ, πήρα πετσέτα, τσιγάρα και το βιβλιαράκι μου και ξεκίνησα.

 

Από το υπαίθριο κονάκι μου μέχρι…

 

(συνεχίζεται)

 

*”Η σάλα του σύμπαντος κόσμου”, τίτλος διηγήματος του Μάριου Χάκκα

Τσαλαπετεινός