Η αλήθεια είναι πως δεν τολμούν να μας το πουν καταπρόσωπο. Αν και το πρώτο μισό το γνωρίζουν καλά αφού είναι συνέπεια της πολιτικής τους, ενώ το δεύτερο μισό το εύχονται και το επιδιώκουν γιατί αποτελεί την βασικότερη προϋπόθεση άσκησης της πολιτικής τους.
 

Ads

Με το άρρητο αυτό motto πορεύτηκαν οι δύο πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, με την μέγιστη αξιοποίηση του εκβιάστηκε το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 2012, με τη δοκιμασμένη αυτή συνταγή θα επιχειρήσουν να χειραγωγήσουν πάλι την βούληση των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές του Μαΐου και στις βουλευτικές, όποτε αυτές γίνουν.

Διότι – παρά τους κυβερνητικούς διθυράμβους και τα τραυλίσματα των παπαγάλων – πραγματικό success story δυστυχώς δεν υπάρχει, το ‘στήτε κακώς’ των κυβερνώντων δεν το διαδέχεται το ‘στώμεν καλώς’ της κοινωνίας και οι επικοινωνιολόγοι της διαπλοκής ποτέ δεν υπήρξαν γνησίως επινοητικοί.

Συνεπώς το βάρος θα πέσει γι άλλη μια φορά στην καλλιέργεια του Φόβου, ώστε βοηθούντος και του Ποταμιού να περιοριστεί η διαφορά του βασικού κυβερνητικού εταίρου από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Αυτή την φορά όμως, διακινδυνεύω την πρόβλεψη, η απόδοση του εγχειρήματος της τρομοκράτησης θα είναι φτωχότερη, σημαντικά μειωμένη.

Και η όποια εκλογική επίδοση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καλή ή κακή, θα βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική πολιτική του επιρροή μέσα στο σημερινό πλαίσιο.

Ας δούμε το γιατί.

Η πρόκληση Φόβου, σαν μέσο συμμόρφωσης και υποταγής, ήταν ήδη γνωστή στις πρώτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες τόσο από πρόσωπα όσο κι από θεσμούς εξουσίας.

Η συστηματική όμως μελέτη των τεχνικών διέγερσης Φόβου και των αποτελεσμάτων τους στη διαμόρφωση ή μεταβολή στάσης και συμπεριφοράς άρχισε μόλις στη δεκαετία του ’60.
Τα δύο πεδία όπου κυρίως επικεντρώθηκε η διερεύνηση αλλά και η εξέλιξη αυτών των τεχνικών ήταν οι καμπάνιες υγείας και η πολιτική επικοινωνία. Με σημαντικά περισσότερες δημοσιεύσεις για τις πρώτες και ελάχιστες για την δεύτερη· ευλόγως.

Η (στοιχειώδης) γνώση, μέσω της οποίας θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε την καλλιέργεια του Φόβου στη χώρα μας, αναφέρεται στους 2 βασικούς μηχανισμούς* που ενεργοποιούν αυτό το αίσθημα στην ψυχή των ανθρώπων:

α. Την αυξημένη πιθανότητα να συμβεί ένα κακό
β. Την αποτρόπαιη μορφή του κακού

Στην πρώτη περίπτωση το άτομο αρχίζει να αισθάνεται φόβο, επειδή θεωρεί ότι είναι σημαντικά πιθανότερο να συμβεί τώρα και σ’ αυτό ένα δυσάρεστο γεγονός, συγκριτικά με το παρελθόν ή/και με τους άλλους. Ακόμη κι αν το ίδιο το γεγονός δεν είναι καθοριστικής σημασίας. 

Παράδειγμα: Ταξιδεύω, δεν έχω κάνει service στο αυτοκίνητο, ακούγεται περίεργα ο κινητήρας, φοβάμαι στην ιδέα ότι σε λίγο θα μείνω στην άκρη του δρόμου…

Στην δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, η πιθανότητα έχει μικρή σημασία και ο φόβος πυροδοτείται από την βαριά, καταστροφική προοπτική του αρνητικού γεγονότος.

Παράδειγμα: Φοβάμαι να ταξιδεύω με αεροπλάνο, γιατί αν πέσει…

Ο πρώτος μηχανισμός φαίνεται να παράγει το φόβο μέσα από μια πιο ‘εκλογικευμένη’ διαδικασία, ενώ ο δεύτερος δια μέσου ‘ψυχολογικής φόρτισης’.

Φυσικά αν οι 2 μηχανισμοί συνυπάρξουν και η αυξημένη πιθανότητα συνδυαστεί με τις δραματικές συνέπειες, τότε ο φόβος μπορεί να γίνει βαθύτερος και διαρκέστερος.

Κι αν στις καμπάνιες υγείας με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η εγρήγορση των πολιτών για πρόληψη και αυτοπροστασία, στην πολιτική επικοινωνία έτσι αρχίζει το πανηγύρι της μεγάλης χειραγώγησης της κοινωνίας.

Η επικοινωνιακή κατασκευή περί “Εξόδου από το Ευρώ” ξεκίνησε από τα μέσα του 2010, τελειοποιήθηκε κατά τις εκλογές του 2012 και σε διάφορες μορφές διακινείται μέχρι σήμερα.

Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αμυντικά, για να αντιμετωπίσουν οι πανικόβλητοι οσφυοκάμπτες της πρώτης κυβέρνησης, την ανά τετράμηνο λήψη δημοσιονομικών μέτρων και την κριτική περί μη διαπραγμάτευσης. “Αν δεν συναινέσουμε σε αυτά που μας ζητούν, δεν θα μας δανείσουν, η χώρα θα πτωχεύσει και τότε…” δήλωναν απολογητικά, προσπαθώντας να μετατρέψουν την προσωπική τους αδυναμία να θέσουν ‘κόκκινες γραμμές’ σε συλλογική ανησυχία.

Στη συνέχεια, έγινε σαφές ότι είναι ακριβώς η πολιτική της βίαιας εσωτερικής υποτίμησης που οδηγεί την οικονομία σε ένα σπιράλ ύφεσης και την χώρα σε πραγματική πτώχευση και διαρραγή του κοινωνικού ιστού.

Όταν πια πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές υπέρ μιας πιο θαρραλέας στάσης απέναντι στους δανειστές, η κατασκευή του Φόβου πήρε την τελική, πιο επιθετική της μορφή, που στον μαυροπίνακα της διαπλοκής απεικονίζεται ως εξής:

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση = Η Ελλάδα στη δραχμή

                                          διότι
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να μας γυρίσει στη δραχμή 
(αλλά δεν το λέει ανοιχτά)

                                          ή
Κάποιοι στην Ευρώπη θέλουν να μας βγάλουν από το Ευρώ 
(και θα βρουν την ευκαιρία)

                                         ή
Οι απαιτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπερβολικές κι οι δανειστές δικαιούνται να φροντίσουν για τα συμφέροντα τους

Για να λειτουργήσει ωστόσο ο μηχανισμός του Φόβου, δυο προϋποθέσεις ήταν απαραίτητες:

  1. Να γίνει η αρνητικότερη δυνατή ‘ψυχολογική φόρτιση’ για τις τραγικές συνέπειες που έχει το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης (Η Ελλάδα στη δραχμή)
  2. Να μεγιστοποιηθεί η ‘αυξημένη πιθανότητα’, δηλαδή να θεωρηθεί δεδομένο πως η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση οδηγεί την Ελλάδα στη δραχμή (εξ ου και οι τρεις προβαλλόμενες εκδοχές).

Την εκπλήρωση των δυο παραπάνω προϋποθέσεων ανέλαβαν με πρωτοφανή οίστρο τα συστημικά media, σε αρκετές περιπτώσεις κυριολεκτικώς εργολαβικά.

Για το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, ο γράφων δεν έχει ούτε την ακαδημαϊκή γνώση ούτε την επαγγελματική εμπειρία να κρίνει της συνέπειες του.

Η ιδέα της Ελλάδας εκτός Ευρώ – ψυχολογικά – δεν μου είναι ευχάριστη.

Παρ’ όλο που δυο βραβευμένοι με Nobel οικονομολόγοι και δεκάδες άλλοι συνάδελφοι τους πρότειναν ως επωφελή για την χώρα μια – ελεγχόμενη και για συγκεκριμένο διάστημα – έξοδο από το ενιαίο νόμισμα.

Το πόσο βλαπτικό θα ήταν αυτό για μας εικάζεται, το πόσο διαλυτικό όμως θα απέβαινε για την Ευρωζώνη φαίνεται από τις αντιδράσεις των ίδιων των εταίρων, όποτε έστω και κατ’ ελάχιστον τέθηκε σαν ενδεχόμενο (βλ. πρόθεση Γ.Α.Π. για δημοψήφισμα)

Το σίγουρο είναι πως η συζήτηση για μια τέτοια προοπτική και τις συνέπειες της δεν άνοιξε ποτέ, αφού διαδοχικοί ΥΠ.ΟΙΚ. που έψαχναν στα συρτάρια τους την λίστα Lagarde και ανατρεπτικοί Ντερμπεντέρηδες με απογευματινούς Εισαγγελάτους, διεκτραγώδησαν με οιμωγές τα δεινά που μας ανέμεναν και ζωγράφισαν με τα σκοτεινότερα χρώματα την μαρτυρική μας καθημερινότητα αν – ο μη γένοιτο – βγαίναμε από το Ευρώ.

Οι σκηνές που απεικονίζονται στην Κόλαση, το δεξιό φύλλο του γνωστότερου τριπτύχου** του Hieronymus Bosch θα έμοιαζαν καφές στο Da Capo μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή.

Και η πλειοψηφία των πολιτών φοβήθηκε!

Βολεμένη και εφησυχασμένη για χρόνια, σοκαρισμένη από τις απώλειες που ήδη βίωνε, φαντασιώθηκε τα χειρότερα, ονειρεύτηκε τον εφιάλτη της απόλυτης εξαθλίωσης, παρέλυσε μπροστά στο φάντασμα της Αλβανοποίησης ή Β. Κορεοποίησης της χώρας.

Η πρώτη προϋπόθεση είχε διασφαλιστεί μάλλον εύκολα…

Η δεύτερη, η χρέωση δηλαδή στον ΣΥΡΙΖΑ του ρόλου του βασικού υποκινητή για την επαπειλούμενη επιστροφή στη δραχμή, ήταν λίγο πιο περίπλοκη.

Επιστρατεύθηκαν όμως όλα τα μέσα της παραπληροφόρησης, διαστρέβλωσης, ψευδολογίας και με τη βοήθεια των πολιτικών αδυναμιών του ΣΥΡΙΖΑ και της ανεπαρκούς επικοινωνιακής του τακτικής, εκπληρώθηκε σε κάποιο βαθμό κι αυτή.

Οι τρεις εκδοχές που βασιζόμενες υποτίθεται στον ορθό λόγο, στοιχειοθετούν τον επικίνδυνο ρόλο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έπεσαν στη πιάτσα μαζί και ταυτοχρόνως, χωρίς ποτέ οι διακινητές τους να τις αναπτύξουν ξεκάθαρα και μέχρι τέλους. Και είναι φυσικό, διότι καμία τους δεν έχει σοβαρό υπόβαθρο, ενώ η περαιτέρω εξέταση τους πλήττει περισσότερο αυτούς που τις υποστηρίζουν παρά τον ‘κατηγορούμενο’.

Για την πρώτη εκδοχή “Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να μας γυρίσει στη δραχμή (αλλά δεν το λέει ανοιχτά)”, το μόνο, επίσημο και πολυχρησιμοποιημένο ‘πειστήριο’ είναι η περίφημη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα στην Έλλη Στάη πως “το ευρώ δεν είναι φετίχ”.

Αλλά πόσο αποδεικνύει αυτό την πρόθεση να βγει η Ελλάδα από το ευρώ;

Σύμφωνα με το Oxford Dictionaries ‘φετίχ’ σημαίνει “ένα σχέδιο δράσης στο οποίο κάποιος έχει μια υπερβολική και παράλογη δέσμευση”.

Είναι λοιπόν προφανές για τους ομιλούντες την Ελληνική, ότι αυτό που πολιτικά αμφισβητεί ο Τσίπρας είναι η εκ προοιμίου “υπερβολική και παράλογη δέσμευση” διαπραγματευόμενοι με τους δανειστές, κι αυτό που ο ίδιος διεκδικεί αφορά στη δυνατότητα μας να εξετάζουμε το ενδεχόμενο εξόδου αν…

Κι εδώ υπάρχουν ερωτήματα που ποτέ ωστόσο δεν διατυπώνονται από και προς τους φετιχίστες του ευρώ: Υπάρχει κάποιο ποσοστό ανεργίας και ποιο, υπάρχει ένα ποσό κατώτατου μισθού και ποιο, που θα έθεταν γι αυτούς ζήτημα παραμονής στη ευρωζώνη;

Τελικά τι συνέπειες έχει για την διαπραγματευτική ισχύ της χώρας, η ρητή διαβεβαίωση προς τους δανειστές πως ό,τι κι αν συμβεί, όποιες απαιτήσεις κι αν εκείνοι προβάλλουν, εμείς θα υποκύψουμε προκειμένου να μην επιστρέψουμε στη δραχμή;

Η δεύτερη εκδοχή “Κάποιοι στην Ευρώπη θέλουν να μας βγάλουν από το Ευρώ (και θα βρουν την ευκαιρία)” κινείται μεταξύ του αντιφατικού και του γελοίου.

Ας αποφασίσουν τελικά οι ντόπιοι εκφραστές των μνημονιακών επιλογών, πως αντιλαμβάνονται τους ξένους προστάτες τους: σωτήρες ή εχθρούς της χώρας μας;

Οι απειλούντες για Grexit στην Ευρώπη, ήταν είτε ελάχιστοι ακραίοι που γρήγορα συνετίστηκαν από τους έχοντες επίγνωση συν-εταίρους τους, είτε απλά ‘μπαμπούλες’ για ελληνική κατανάλωση.

Οι σύγχρονοι ηγεμόνες της Ευρώπης γνωρίζουν πολύ καλά τις συνέπειες που θα είχε για τα συμφέροντα τους μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας και οι ίδιοι δεν την διακινδύνευσαν σε καμία στιγμή της επώδυνης αυτής τετραετίας.

Δυστυχώς για μας, γνώριζαν το ίδιο καλά και το βαθμό ενδοτικότητας μέρους της πολιτικής μας ηγεσίας.

Η τρίτη εκδοχή “Οι απαιτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπερβολικές κι οι δανειστές δικαιούνται να φροντίσουν για τα συμφέροντα τους” είναι και η πιο γκρίζα. Αποφεύγει να προσδιορίσει ως αιτία της καταστροφικής εξόδου από το ευρώ την πρόθεση για σύγκρουση των δύο πόλων, και υπαινίσσεται ένα είδος ‘κακής χημείας’, ένα στράβωμα όπως αυτά που συμβαίνουν στις κοινωνικές σχέσεις: “αν οι πρώτοι το παρατραβήξουν.., θα αναγκαστούν κι οι δεύτεροι.., οπότε το κακό θα γίνει…”.

Οι διεθνείς και διακρατικές σχέσεις όμως ελάχιστα προσομοιάζουν με τις διαπροσωπικές.

Το πολιτικό προσωπικό, ιδίως της αλλοδαπής, συνδιαλέγεται στη βάση εύλογων συμφερόντων. Και όταν αυτά συγκρούονται διαπραγματεύεται, όσο σκληρός κι αν είναι ο συνομιλητής· αρκεί να έχει ακόμη έδαφος να κερδίσει, ή να χάσει.

Η Ελλάδα εξαιρετικά δύσκολα θα βρισκόταν παρά τη θέληση της εκτός ευρώ. Αλλά ακόμη κι αν αυτό συνέβαινε, ποτέ δεν θα ήταν αποτέλεσμα παρεξήγησης ή ατυχήματος.

Και όμως, οι 3 αυτές ανυπόστατες εκδοχές επιβεβαίωσαν για πολλούς την Εξίσωση του Φόβου, που με την σειρά της είχε την καθοριστικότερη συμβολή στην ανακοπή της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ.

Η επιβεβαίωση αυτή μπόρεσε να συντελεστεί για 2 κυρίως λόγους:

  • Πρώτον, γιατί όταν ο φόβος ξεπεράσει σε ψυχολογικό επίπεδο ένα κατώφλι, το άτομο αναζητεί επιτακτικά ένα μηχανισμό εκλογίκευσης ακόμη και ψευδο-εκλογίκευσης, προκειμένου να τον ελέγξει. Όσοι δηλαδή τρομοκρατήθηκαν στην προοπτική εξόδου από το ευρώ, ήταν επιρρεπής στην άκριτη επιλογή ενός ενόχου, ώστε να ανακτήσουν μια καθησυχαστική αίσθηση προσωπικής παρέμβασης, δηλ. ξέρω ποιος μας οδηγεί στην καταστροφή, θα τον αντιμετωπίσω (αποστασιοποιηθώ) κ.λπ…
  • Δεύτερον, επειδή τα θολά αυτά σενάρια περί εξόδου αποτέλεσαν απλά τον καμβά της δαιμονοποίησης και ενοχοποίησης του ισχυρότερου αντιμνημονιακού φορέα. 
    Τα ‘καρφιά’ που μπήκαν στο τελάρο ήταν μόνο δυο, αλλά αυτά ήταν που υποστήριζαν την αρνητική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του φαίνονταν για καιρό αδύναμα να τα ξεκαρφώσουν.

Αν αυτά που εσείς ζητάτε από τους δανειστές ήταν εφικτά, γιατί εκείνοι δεν τα παραχωρούν από τώρα στη σημερινή κυβέρνηση;

 

Αν οι δανειστές αρνηθούν τις προτάσεις, τι θα κάνετε, που θα βρείτε εσείς τα λεφτά;

Τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξε τηλεοπτική συζήτηση ή έντυπη συνέντευξη, όπου οι μνημονιακοί αβανταδόροι να μην στριμώξουν τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ με τις 2 αυτές ερωτήσεις, και στη συνέχεια να χρησμοδοτήσουν πως “…έτσι θα καταλήξετε να βγάλετε τη χώρα από το Ευρώ”.

Πειστική απάντηση στο πρώτο ερώτημα υπήρχε.

Η επαναλαμβανόμενη κι επιβεβαιωμένη στάση συμμόρφωσης και υποταγής των διαδοχικών κυβερνήσεων, δεν έδινε κανένα κίνητρο στους ισχυρούς εταίρους μας να αναθεωρήσουν τις απαιτήσεις τους. Μόνον μια ριζική αλλαγή στάσης της Ελληνικής πλευράς θα τους ανάγκαζε να εξετάσουν ευνοϊκότερες για τη χώρα μας εναλλακτικές.

Ωστόσο τα παραπάνω σπάνια ειπώθηκαν με άμεσο και σαφή τρόπο, και η αιτία γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθεί στις σοβαρή επικοινωνιακή ανεπάρκεια των περισσότερων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δεύτερη ερώτηση όμως ήταν που αποκάλυπτε την σημαντικότερη αδυναμία του, η οποία φαίνονταν να είναι κυρίως πολιτική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε επί μακρόν είτε να μην έχει απάντηση, είτε να φοβάται να την πει.

Όσο κι αν πίστευε η ηγεσία του στα θετικά αποτελέσματα μιας σκληρής διαπραγματευτικής στάσης, όφειλε να έχει σαφές κι επεξεργασμένο σχέδιο για το ενδεχόμενο μιας οξείας σύγκρουσης με τους δανειστές.

Η αφωνία, ασάφεια, υπεκφυγή των στελεχών του, ενίσχυσε τους επικριτές του και τους επέτρεψε να τροφοδοτήσουν τα αγριότερα σενάρια καταστροφής.

Καμιά συγκροτημένη πρόταση – όσες δυσκολίες κι αν περιέχει, όποιες ανησυχίες κι αν προκαλεί – δεν θα τρόμαζε τους πολίτες τόσο, όσο οι εφιάλτες που στοιχειώνουν το Άγνωστο, όταν αυτό γεμίζει με τις κραυγές των μαύρων προπαγανδιστών.

Πρόσφατα μόλις, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και κάποια στελέχη του, έδωσαν πιο συγκεκριμένες απαντήσεις.

Χρειάζεται όμως μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, σαφήνεια και τόλμη, για να αποκατασταθούν οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι από τις φαντασιακές στις πραγματικές τους διαστάσεις, και να χαμηλώσει το επίπεδο Φόβου στην κοινωνία.

Ισχυρίστηκα στην αρχή του σχολίου ότι η στρατηγική της τρομοκράτησης έχει πια φθάσει στα όρια της και η απόδοση της στο μέλλον θα φθίνει. Πολύ δύσκολα θα προστεθούν νέοι φοβικοί, ενώ ένα μέρος απ’ αυτούς που στην προηγούμενη φάση φοβήθηκαν αρχίζει να ‘χαλαρώνει’.

Υπάρχουν λόγοι που συμβαίνει αυτό, ενδογενείς κι εξωγενείς:

  1. Η παρατεταμένη χρονική έκθεση στο ίδιο ερέθισμα φόβου, μετά από κάποια στιγμή σε εξοικειώνει με αυτό, το κάνει λιγότερο απειλητικό
  2. Για αρκετούς συμπατριώτες μας, μέρος των δεινών που υποτίθεται πως θα μας έπλητταν με την επιστροφή στη δραχμή (αδυναμία αγοράς καυσίμων, φαρμάκων ακόμη και τροφίμων) επισυνέβη λόγω της εσωτερικής υποτίμησης εντός της Ευρωζώνης
  3. Ο ΣΥΡΙΖΑ επικοινώνησε με ικανοποιητική πειστικότητα πως δεν σκοπεύει με δική του βούληση να βγάλει την χώρα από το Ευρώ
  4. Οι εγχώριοι μνημονιακοί εξωραΐζοντας τους ξένους προστάτες τους, χαμήλωσαν αναγκαστικά τους τόνους περί Ευρωπαίων που ψάχνουν ευκαιρία να μας πετάξουν έξω…
  5. ΣΥΡΙΖΑ και διεθνείς παράγοντες άνοιξαν κανάλια επικοινωνίας, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η εκδοχή του ατυχήματος λόγω ‘κακής χημείας’ είναι πια έωλη

Οι φετιχιστές του μνημονίου, οι πάτρωνες και οι υποτακτικοί τους θα αναζητήσουν και θα βρουν άλλα μέσα χειραγώγησης, με την διαβολή και συκοφάντηση προσώπων να αποτελεί μια από τις πιθανότερες επιλογές τους.

Ωστόσο καμιά άλλη επιλογή δεν θα έχει το βάθος και την διάρκεια, την αποτελεσματικότητα των τεχνικών του Φόβου. Κι έτσι θα επιστρέφουν απελπισμένα σ’ αυτές, κάθε φορά που θα βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Εν όσο όμως εκείνοι θα στραγγίζουν και τα τελευταία μέσα χειραγώγησης, οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, αυτοί που θεωρούν πως η απαραίτητη κοινωνική συναίνεση για δομικές αλλαγές και η ανόρθωση της οικονομίας περνούν μέσα από την ριζική αναδιαπραγμάτευση του χρέους, καλούνται να απαντήσουν σε μια καίρια ερώτηση, με τακτικές και στρατηγικές συνέπειες.

  • Πέρα απ’ το Φόβο κι αντίρροπα προς αυτόν, γιατί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δεν εμπνεύστηκε, δεν μπόρεσε να πιστέψει στην προοπτική μιας θετικής έκβασης, αν επιβάλλονταν μια σύγκρουση με τους δανειστές;

Πιστεύω ότι οι απαντήσεις σ’ αυτήν την ερώτηση όσο δυσάρεστες κι αν είναι, θα φωτίσουν όχι μόνο τις όποιες υποκειμενικές αδυναμίες του φορέα που επαγγέλλεται την αλλαγή, αλλά κυρίως τα όρια, τις αντοχές, το ουσιαστικό δυναμικό της νεοελληνικής κοινωνίας τελικά.