Απόσπασμα την εισαγωγή του βιβλίου του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου «Σουν Τσου: Το εγχειρίδιο του πολέμου για το ποδόσφαιρο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΑΥΛΟΣ, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «HUMBA!».

Ads

Λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μεγάλη ομάδα της Ντιναμό Μόσχας και πρωταθλήτρια της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποίησε μία περιοδεία «καλής θέλησης» στη Μ. Βρετανία. Μία περιοδεία που έγινε πριν το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου και διέλυσε πολλές από τις προκαταλήψεις των Άγγλων για το ποδόσφαιρο των Ανατολικών. Και κάτι περισσότερο. Αποτέλεσε μια προειδοποίηση για τον ποδοσφαιρικό εγωισμό των Άγγλων, που οκτώ χρόνια μετά θα δέχονταν ένα ταπεινωτικό μάθημα από τους Ούγγρους, μέσα στο Γουέμπλεϊ.

Σε εκείνη την περιοδεία, οι Σοβιετικοί, στο πρώτο τους παιχνίδι, ήρθαν ισόπαλοι 3-3 με την Τσέλσι, κάνοντας επίδειξη του –άγνωστου στη Δύση και εντυπωσιακού– passovotchka. Ενός συστήματος που βασιζόταν στην πολύ καλή φυσική κατάσταση, την ομαδική συνεργασία και το διαρκές passing game. Στα επόμενα δύο παιχνίδια τους, οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν την Κάρντιφ Σίτι, ομάδα γ΄ κατηγορίας, την οποία διέλυσαν με 10-1, και την Άρσεναλ, την οποία νίκησαν 4-3 σε ένα αξιομνημόνευτο παιχνίδι που έγινε με ομίχλη στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν, το γήπεδο που χρησιμοποιούσαν ως έδρα οι κανονιέρηδες στο μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου, εξαιτίας των καταστροφών που είχαν προκαλέσει οι γερμανικοί βομβαρδισμοί του Λονδίνου στο Χάιμπουρι, την έδρα της Άρσεναλ. Το τελευταίο παιχνίδι των σοβιετικών σε βρετανικό έδαφος έγινε στο Άιμπροξ της Γλασκόβης, εκεί που η Ντιναμό αναδείχθηκε ισόπαλη 2-2 με τη Ρέιντζερς. Περιττό να αναφέρω πως οι παίκτες της Ντιναμό, επιστρέφοντας στη Μόσχα, αντιμετωπίστηκαν σαν ήρωες.

Με αφορμή την περιοδεία της Ντιναμό και τον αντίκτυπό της, ο Τζορτζ Όργουελ έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «The Sporting Spirit» που δημοσιεύθηκε στη λονδρέζικη Tribune τον Δεκέμβριο του 1945. Ο Όργουελ δεν είδε κανένα από τα παιχνίδια που έδωσε η Ντιναμό σε βρετανικό έδαφος και, όπως ομολογεί, του μεταφέρθηκαν εντυπώσεις και μαρτυρίες από τρίτους για δύο από τα παιχνίδια. Αυτά της Ντιναμό με την Άρσεναλ και τη Ρέιντζερς.

Ads

Είχε κατανοήσει όμως πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει το παιχνίδι όταν χρησιμοποιηθεί για την τόνωση της εθνικής ταυτότητας και τη στήριξη της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, επικεντρώνει την προσοχή του σε ένα ερώτημα που κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση εκείνη την εποχή. Η σπουδαία ομάδα της Άρσεναλ αντιπροσώπευε την Εθνική Αγγλίας, όπως υποστήριζαν οι Σοβιετικοί ή ήταν απλώς μία ομάδα του αγγλικού πρωταθλήματος, άποψη που είχαν οι Βρετανοί;

Στο δοκίμιο, μάλιστα, ο Όργουελ σημείωνε τον φόβο του για την επιδείνωση των αγγλοσοβιετικών σχέσεων, στο ενδεχόμενο να ανταποδώσει την επίσκεψη της Ντιναμό κάποια αγγλική ομάδα. Σε εκείνο το κείμενο υποστήριξε ότι «το ποδόσφαιρο είναι ένας πόλεμος χωρίς τους πυροβολισμούς». Αυτή τη μεταφορά θα τη χρησιμοποιήσουν έκτοτε πολλοί, συχνά με διαφορετική διατύπωση, αλλά με το ίδιο νόημα.

Το ποδόσφαιρο θεωρείται μία προσομοίωση πολέμου

Άλλωστε και πριν από τις διαπιστώσεις του Όργουελ, η αντίληψη που κυριαρχούσε ήταν πως οι αναμετρήσεις στα σπορ, υποκαθιστούσαν τις πολεμικές συγκρούσεις. Είναι ενδεικτικό πως μέχρι το τέλος του 1926 η διδασκαλία φυσικής αγωγής στη Γαλλία υπαγόταν στο Υπουργείο Πολέμου. Ο Ανρί Ντεγκράνζ, ο δημιουργός του περίφημου ποδηλατικού Γύρου της Γαλλίας, λίγο πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε δηλώσει ότι «πόλεμος, τελικά είναι μόνον ο αθλητισμός, μια μεγάλη αθλητική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο έθνη».

Τη σχέση του ποδοσφαίρου με τον πόλεμο, ανάμεσα σε άλλα περιστατικά, θα μπορούσε να ενισχύσει και η περίφημη αντιπαράθεση της Ονδούρας με το Σαν Σαλβαδόρ στο πλαίσιο των προκριματικών αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Μία ποδοσφαιρική συνάντηση που οδήγησε σε πολεμική σύγκρουση (τον περίφημο πόλεμο των 100 ωρών), αν και σε εκείνη την περίπτωση, το ποδόσφαιρο ήταν η αφορμή και όχι η αιτία.

Το ποδόσφαιρο και πιο συγκεκριμένα το γήπεδο υπήρξαν περιπτώσεις που θεωρήθηκε ως η φαντασιακή προέκταση ενός πεδίου μάχης, όπου ο ηττημένος στον πραγματικό πόλεμο επιδίωξε τη ρεβάνς. Ίσως το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης να αποτελεί το παιχνίδι της Αργεντινής με αντίπαλο την Αγγλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 που έγινε στο Μεξικό. Η νίκη της Αργεντινής 2-1 με τα δύο ξεχωριστά γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα (αν και το καθένα θεωρήθηκε ξεχωριστό για διαφορετικό λόγο) αποτέλεσε, για τους αργεντινούς, την απάντηση στη στρατιωτική ήττα από την Αγγλία, στα Φόκλαντς.

Τη μεταφορά του πολέμου στο ποδόσφαιρο, συντηρεί –και υπερτονίζει αδικαιολόγητα κάποιες φορές– η φρασεολογία και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν τα αθλητικά media όταν αναφέρονται σε «στρατηγική», «τακτικές», «στρατηγούς», «κανονιέρηδες», «βομβαρδισμούς εστιών», «μεγάλες μάχες», «άμυνα», «επίθεση», «ήρωες», «απόρθητες έδρες», και ένα σωρό παρόμοιες άλλες εκφράσεις. Θυμίζω πως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές, ο Μίμης Δομάζος, είχε το προσωνύμιο «στρατηγός», λόγω της εξαιρετικής του ικανότητας να διευθύνει με ιδιαίτερα επινοητικό τρόπο το παιχνίδι της ομάδας του.

Η παγκοσμιοποίηση στον χώρο του ποδοσφαίρου, η υπέρβαση δηλαδή του κράτους-έθνους, σήκωσε –ουσιαστικά– την αυλαία το 1995 με την έκδοση μίας απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προσφυγή του Βέλγου ποδοσφαιριστή Ζαν Μαρκ Μποσμάν. Από τότε, η παγκοσμιοποίηση και η εμπορευματοποίηση, χάρη στη βοήθεια και της τηλεόρασης, έχουν διαμορφώσει συνθήκες έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των ομάδων. Οι ομάδες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, μπορούν να υπάρξουν –αναγκαστικά– και ως εταιρείες και ανάλογα αναπροσαρμόζουν τη δομή, την οργάνωση και τις στρατηγικές τους. Το αποτέλεσμα απόκτησε μεγάλη οικονομική σημασία, τόση, που η νίκη μέσα στο γήπεδο, έχει γίνει ισοδύναμη της επιβίωσης και έξω από αυτό. Πολλές νίκες –και στο ποδόσφαιρο– μεταφράζονται σε διεύρυνση της επιρροής στους υποστηρικτές και τα κέντρα αποφάσεων, ενώ φέρνουν περισσότερα έσοδα και μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Αθλητικό και εμπορικό. Ένα πρόσφατο παράδειγμα.

Τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποφέρει στη Λέστερ η κατάκτηση του τίτλου της Πρέμιερλιγκ, καθώς και η διεύρυνση της εμπορικής-οπαδικής της βάσης. Αρχικά στην Ταϊλάνδη, από όπου προέρχεται ο ιδιοκτήτης της και στη συνέχεια σε όλη την Νοτιοανατολική Ασία. Έχουμε φθάσει πλέον στο σημείο ο διαχωρισμός των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων να γίνεται σχεδόν με την ορολογία και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τραπεζα και το ΔΝΤ. Σε ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα.

Οι ποδοσφαιρικές ομάδες είναι αθλητικές επιχειρήσεις ή σωστότερα επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος, αλλά έχουν ιδιομορφίες που διαφοροποιούν τη λειτουργία τους και τις δομές τους. Οι επιχειρήσεις, θεωρητικά, μπορούν να αναπτυχθούν με δύο τρόπους. Εσωτερικά, διαμορφώνοντας νέες υπηρεσίες και προϊόντα και ρίχνοντάς τα στην αγορά και, εξωτερικά, με αγορές άλλων επιχειρήσεων και συγχωνεύσεων. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες δεν μπορούν να επεκταθούν όπως οι επιχειρήσεις. Δεν μπορείς να παρατάξεις στο γήπεδο πάνω από 11 παίχτες. Ούτε μπορείς να διαμορφώσεις ένα ρόστερ με απεριόριστο αριθμό παιχτών. Οι αγγλικές ομάδες που το δοκίμαζαν, αγοράζοντας ποδοσφαιριστές και μοιράζοντάς τους δεξιά και αριστερά, ως δανεικούς, το πλήρωσαν ακριβά. Επειδή οι ποδοσφαιρικές ομάδες δεν μπορούν να λειτουργήσουν όπως οι επιχειρήσεις εξαγοράζοντας η μία την άλλη, αγοράζουν ποδοσφαιριστές.

Στον κόσμο των επιχειρήσεων, μπορείς να κάνεις κάποιες ευκαιριακές εξαγορές, αλλά στο ποδόσφαιρο, όταν ξοδεύεις πολλά χρήματα –σε σχέση με τα έσοδα– για να αγοράσεις ένα ποδοσφαιριστή, το κάνεις γιατί έχεις ήδη μία θέση γι’ αυτόν στην ομάδα και γιατί τον χρειάζεσαι για αγωνιστικούς λόγους και για λόγους μάρκετινγκ. Μία ομάδα, όσο ισχυρή και αν είναι οικονομικά, δεν μπορεί να αγοράσει τους 25 καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Είναι λοιπόν αναγκασμένη είτε να αναζητήσει ταλέντα και να τα βοηθήσει να εξελιχθούν ή να παράγει η ίδια ποδοσφαιριστές για να εξοικονομήσει χρήματα, χρησιμοποιώντας τους όπου έχει ανάγκη ή πουλώντας τους για να κερδίσει χρήματα. Υπό μία έννοια, μπορεί κάποιος να πει ότι οι ποδοσφαιρικές ομάδες είναι ένα είδος μηχανών Φον Νόιμαν. Πρόκειται για μηχανές που κάνουν δύο δουλειές, από τις οποίες η μία είναι να παράγουν αντίγραφά τους και η άλλη να αναζητούν πολύτιμα ορυκτά, ας πούμε.

Στο σύγχρονο και έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η υιοθέτηση των αρχών της στρατηγικής σκέψης, όπως τις διατυπώνουν οι κλασικοί συγγραφείς, όταν προσαρμοστούν στο παιχνίδι, τις ιδιαιτερότητές του και το περιβάλλον του, μπορούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα τελευταία χρόνια κάποια κλασικά έργα της στρατιωτικής στρατηγικής όπως η Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου και το Περί του Πολέμου του Κλαούζεβιτς έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών που ασχολούνται με τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Μάλιστα, διδάσκονται σε πολλές πανεπιστημιακές σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, ενώ η διεθνής βιβλιογραφία που προσαρμόζει αυτές τις αρχές στο πεδίο ανταγωνισμού των επιχειρήσεων διευρύνεται γοργά, απόδειξη του αυξανόμενου ενδιαφέροντος που υπάρχει.

Οι ποδοσφαιρικές ομάδες είναι πολύ εύκολο να αναζητήσουν και να ανακαλύψουν τα πεδία της εφαρμογής των αρχών στρατιωτικής στρατηγικής στο κομμάτι που αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα. Όμως, αυτές οι ίδιες αρχές μπορούν να εφαρμοστούν και στο αγωνιστικό μέρος, όπου χρειάζεται στρατηγική και οι τακτικές εφαρμογής της. Και αυτό γιατί η Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου, που λογίζεται ως μελέτη της ανατομίας οργανισμών που βρίσκονται σε σύγκρουση, εφαρμόζεται στον ανταγωνισμό και στις συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα. Από το διαπροσωπικό μέχρι τον διεθνή ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη.

Πηγή: Humba