Η πληθωρική φιγούρα του κρύβεται πίσω από ταινίες-θρύλους. Η δημιουργική ματιά και ο σκληρός ρομαντισμός του αποτυπώθηκαν σε χιλιόμετρα σελιλόιντ. Ο Σέρτζιο Λεόνε (3 Ιανουαρίου 1929 – 30 Απριλίου 1989) ταύτισε το όνομά του με το σπαγγέτι γουέστερν και ανακηρύχθηκε σε κορυφαία μορφή της 7ης τέχνης με μια γκαγκστερική ταινία και έφυγε το 1989, την στιγμή που ετοιμαζόταν να ξαναγράψει ιστορία με ένα πολεμικό έπος. Πρόλαβε, ωστόσο, να καταχωριστεί ως ένας δημιουργός που χορογράφησε με μαεστρία τη βία, την εκδίκηση, τον θάνατο …

Ads

Έκανε μόλις επτά ταινίες μέσα σε είκοσι τρία χρόνια, αλλά και οι εφτά ήταν υπέροχες –και θρυλικές. Ανανέωσε το γουέστερν, ένα είδος με εκατομμύρια θαυμαστές, υπηρετώντας το με τελειοθηρικό πείσμα. Καίτοι δυσφημισμένος ως δεύτερης κατηγορίας εμπορικός σκηνοθέτης, υπέγραψε έργα που σήμερα θεωρούνται, στιλιστικά αριστουργήματα, μελετούνται από ειδήμονες, αναλύονται εξονυχιστικά, αλλά και λατρεύονται από ένα νεανικό κοινό που τα ανακαλύπτει εκ νέου. Η συνεργασία του με έναν έξοχο τρομπετίστα της τζαζ και συνθέτη, τον Ένιο Μορικόνε, έμεινε στην ιστορία όσο εκείνη του Φεντερίκο Φελίνι με τον Νίνο Ρότα. Αίσθηση μεγάλη έκανε η άρνηση του να σκηνοθετήσει μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, τον “Νονό”.

Το 1968 μας πρόσφερε το μείζον σπαρακτικό και πολυδιάστατο φίλμ “Κάποτε στη Δύση”. Και είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, στις 30 Απριλίου του 1989 πήρε τις κόπιες του παραμάσχαλα και πήγε να δείξει στα ουράνια πως εδώ κάτω, στη Γη, κάποτε οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, όπως είπε: “σ’ αυτούς με τα γεμάτα πιστόλια και σ’ εκείνους που σκάβουν”. Έγινε πασίγνωστος με την λεγόμενη “Τριλογία του ανθρώπου δίχως όνομα”, ένας δημιουργός που φιλοσοφούσε μέσα από τον κόκορα, την κάννη και τον μύλο των εξάσφαιρων και τον έλεγαν Σέρτζιο Λεόνε.

Γεννήθηκε στις 3 του Γενάρη του 1929, στην Ρώμη και στον κόρφο μιας οικογένειας που δεν έπαυε στιγμή να ομνύει στο σελιλόιντ. Ο πατέρας του, ο Βιτσέντζο Λεόνε, ήταν γνωστός ως σκηνοθέτης βωβών ταινιών, τις οποίες υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι, ενώ η μητέρα του, η Εντβίγκε Βαλκαρέντζι, ήταν ηθοποιός, γνωστή και αυτή με ψευδώνυμο: Μπίτσε Βάλεραν. Το οικογενειακό τους ενδιαίτημα βρισκόταν κοντά στην περιλάλητη, και αποθανατισμένη από τον Φελίνι, Φοντάνα ντι Τρέβι και ο Λεόνε θυμόταν ότι στα παιδικά του χρόνια έβλεπε τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το νερό της όποτε και όπως το είχαν ανάγκη.

Ads

Με τέτοια κληρονομιά, ο Λεόνε δεν θα αργήσει να ενδώσει στη μαγεία της έβδομης τέχνης. Ήδη από δεκαοχτώ χρονών θα εργάζεται επαγγελματικά στα στούντιο και στα πλατό, κάνοντας κάθε λογής χαμαλοδουλειά, συμμετέχοντας, εν συνεχεία και στη συγγραφή σεναρίων. Κατόπιν, έγινε βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες τόσο κατάφορα εμπορικές όσο και ποιοτικές, για να φτάσει να αναλάβει την πρώτη δική του σκηνοθεσία μόλις το 1961, σε ηλικία 32 ετών. Προηγουμένως είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει το φιλμ “Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας”, όταν αρρώστησε ο σκηνοθέτης Μάριο Μπόναρντ. Κι ακόμα, είχε συνεργαστεί στη δημιουργία κάμποσων ταινιών, που έμειναν γνωστές ως “της χλαμύδας” ή “του σπαθιού και του σανταλιού”, έπη με αρχαίους Έλληνες ή Ρωμαίους, ή βασισμένα σε βιβλικές ιστορίες, ένα είδος λίαν δημοφιλές την εποχή εκείνη.

Είναι πια γνωστό ότι ο Λεόνε είχε βάλει το μαγικό και φιλόπονο χεράκι του στο “Κλέφτη Ποδηλάτων” του Βιτόριο ντε Σίκα, στον “Τρωικό Πόλεμο” του Ρόμπερτ Γουάιζ, στον «Μπεν Χουρ» του Γουίλιαμ Γουάιλερ και στα “Σόδομα και Γόμορα” του Ρόμπερτ Όλντριτς, αποκομίζοντας πολύτιμες εμπειρίες πάνω στη γραμματική και το συντακτικό του σινεμά. Στα 1961, θα σκηνοθετήσει τον “Κολοσό της Ρόδου”, μια ακόμα εμπορική “χλαμύδα”, μια φτηνή παραγωγή που όμως μπόρεσε να περνιέται για χολυγουντιανή υπερπαραγωγή και τρία χρόνια μετά θα έρθει η επιτυχία.

Ο Λεόνε διαισθάνεται ότι το γουέστερν, είδος εξάλλου πάντα αγαπητό, μπορεί να του επιτρέψει να τέρψει τον κόσμο αλλά και συνάμα να εκφραστεί ο ίδιος καλλιτεχνικά. Και επίσης ότι θα έχει την δυνατότητα να πειραματιστεί τόσο με μια εναλλαγή κοντινών πλάνων και μακρινών παρατεταμένων λήψεων, όσο και με ένα εκρηκτικό μοντάζ. Έχοντας στην διάθεσή του …μια χούφτα δολάρια, έχοντας εισπράξει την άρνηση τόσο του Χένρι Φόντα όσο και του Τσαρλς Μπρόνσον να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχοντας κατά νου μια επική γουέστερν τριλογία που θα καθήλωνε τους θεατές, ο Λεόνε προχώρησε ηρωικά στη δημιουργία του πρώτου του, κατ’ ουσίαν, φιλμ που δεν ήταν άλλο από το “Για μια χούφτα δολάρια”. Ο σημερινός σινεφίλ δεν εκπλήσσεται πια όταν αντικρύζει στα credits τα παγκοσμίως άγνωστα “αμερικανικά” ονόματα Μπομπ Ρόμπερτσον, Λίο Νικολς και Τζόνι Γουέλς. Πρόκειται για τους ξακουστούς πια Σέρτζιο Λεόνε, Ένιο Μορικόνε και Τζιαν Μαρία Βολοντέ!

Το σενάριο είναι πανέξυπνα βασισμένο στο “Γιοζίμπο” του Ακίρα Κουροσάβα, από το 1961, στο σκληρό νουάρ της δεκαετίας του 1930 και ιδίως στον “Κόκκινο Θερισμό” του Ντάσιελ Χάμετ και στον “Υπηρέτη δύο Αφεντάδων” του Κάρλο Γκολντόνι. Μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για ένα πολυπολιτισμικό γουέστερν με ιταλική, αμερικανική και ιαπωνική συμβολή. Το φίλμ αγαπήθηκε πάραυτα από το ευρύ κοινό, έκανε εν μια νυκτί διάσημο σε όλο τον κόσμο τον Κλιντ Ιστγουντ, αλλά οδήγησε στο να κολλήσει η ρετσινιά του “γουέστερν-σπαγγέτι” στο είδος και σε μια υποτιμιτική σύγκριση του Λεόνε με τους κλασικούς Τζον Φορντ και Χάουαρντ Χοκς.

Απτόητος ο επινοητικός Ρωμαίος συνεχίζει με το “Για λίγα δολάρια μόνο” που είναι γνωστό ως “Μονομαχία στο Ελ Πάσο”, το 1965 και πάλι με τον βραχνό, σκληρό, γαλανομάτη Κλιντ, ο οποίος πλαισιώνεται τώρα από την φοβερή φάτσα και μορφή του Λι Βαν Κλιφ και την ζωώδη κινητικότητα του Τζιαν Μαρία Βολοντέ. Τα εξάσφαιρα μιλάνε ακαταπαύστως, οι πρωταγωνιστές είναι φειδωλοί στα λόγια, το τοπίο είναι ξερό, απειλητικό, μια αρένα άψογα χορογραφημένης βίας, οι φερετροποιοί έπαψαν να έχουν αναδουλειές, η μουσική του Μορικόνε έμεινε στην ιστορία και ο Λεόνε, περιχαρής, θα προχωρήσει στην ολοκλήρωση της τριλογίας του. Ακόμα ένα θρυλικό φιλμ, “Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος”, γυρισμένο το 1966, στην Ισπανία και την Ιταλία, όπως και τα προηγούμενα μετην τριάδα Κλιντ Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ και Ιλάι Γουάλας.

Μετά την επιτυχία της “Τριλογίας του ανθρώπου δίχως όνομα”, ο Λεόνε καλείται στις Η.Π.Α. να σκηνοθετήσει ένα ακόμη γουέστερν για λογαριασμό της Paramount.

Εδώ ο μετρ τα δίνει όλα. Γίνεται ο χορογράφος της βίας και του θανάτου, κυριολεκτικά, μια και βάζει τους ηθοποιούς του να κινούνται πάντα σε σχέση με τα τέσσερα μουσικά θέματα που από πριν έχει συνθέσει ο Μορικόνε. Στο σενάριο συνεργάζονται οι μετέπειτα σημαντικοί σκηνοθέτες Μπερνάρντο Μπερτολούτσι Και Ντάριο Αρτζέντο. Το σχόλιό του στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, κάτω από τον μανδύα μιας ιστορίας εκδίκησης, είναι δριμύ. Ανατέμνονται οι πρωτοκαπιταλιστικές συνθήκες στην Αμερική, η εξάπλωση του σιδηροδρόμου, οι διαπροσωπικές σχέσεις που είναι βασισμένες στο ωμό συμφέρον από τη μία και στη ρομαντική εμμονή στο παρελθόν από την άλλη. Οι ηθοποιοί του “Κάποτε στη Δύση” που ολοκληρώθηκε στα 1968, δίνουν ρεσιτάλ υπό την μπαγκέτα του Λεόνε. Η Κλαούντια Καρντινάλε είναι απαστράπτουσα , ο Χένρι Φόντα είναι η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού, ο Τσάρλς Μπρόνσον γίνεται ο καταλύτης των γεγονότων θέλοντας, σε πείσμα των πάντων, να εκδικηθεί τον χαμό του αδελφού του, ο δε Τζέισον Ρόμπαρτς είναι ένα ώριμο, γεμάτο μελαγχολία αλλά και βεβαιότητα βλέμμα.

Ο Λεόνε θα γυρίσει ένα ακόμα γουέστερν, τρία χρόνια μετά, το»Κάτω τα Κεφάλια», με τον Τζέιμς Κόμπουρν και τον Ροντ Στάιγκερ, μια αλληγορία για την επανάσταση και τον ρομαντισμό. Μεσολαβεί η άρνηση να σκηνοθετήσει τον “Νονό”, μερικές παραγωγές και συνεργασίες και δεκατρία ολόκληρα χρόνια, πριν ο μετρ επανέλθει με δυναμικότητα, με την επινοητικότητα του στο φουλ, για να κάνει όλο τον κόσμο να παραμιλάει με το αριστουργηματικό “Κάποτε στην Αμερική”, στα 1984, το δικό του απόλυτο γκαγκστερικό φιλμ. Πρόκειται για ένα έπος της άγριας πλευράς του δρόμου, όπου συγκρούονται Ιρλανδοί και Εβραίοι κακοποιοί, όπου διαπρέπουν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Τζέιμς Γουντς, όπου η σημασία στη παραμικρή λεπτομέρεια είναι θαυμαστή, όπου τα 288 λεπτά της αρχικής εκδοχής πετσοκόφτηκαν από τους αμερικανούς διανομείς κατά 99 λεπτά(!!!) , όπου ο Λεονε θριαμβεύει σκηνοθετικά, αλλά υποχρεώνεται σε μια δικαστική διαμάχη με τους …Προκρούστες της κινηματογραφικής βιομηχανίας

Ενόσω έκανε τις προετοιμασίες για ένα ακόμα έπος, πολεμικό αυτή τη φορά, με θέμα την πολιορκία του Λένινγκραντ και ενόσω έβλεπε στην τηλεόρασή του την ταινία “Θέλω να ζήσω”, ο Λεόνε, λάτρης της καλοφαγίας και ήδη παχύσαρκος, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Ήταν 30 Απριλίου του 1989. Ας είμαστε σίγουροι ότι τα εξάσφαιρά του δεν θα σιγήσουν ποτέ και ότι για πολλές γενιές ακόμα τα πλάνα του, η δεξιοτεχνία του, η δηκτική ματιά του και ο ιδιότυπος σκληρός ρομαντισμός του θα αγαπιούνται και θα εμπνέουν.

* Το κείμενο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη δημοσιεύθηκε από το περιοδικό «’Εψιλον», τεύχος Νο 900, ένθετο στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» της Κυριακής, 13 Ιουλίου 2008.