Ο 24χρονος Γκαρές από τη Συρία έχει μόλις φτάσει στη Λέρο από το Φαρμακονήσι μαζί με καμιά τριανταριά συμπατριώτες του. Από την αυλή του Λιμεναρχείου με νωπά ακόμη ρούχα, περιγράφει την κόλαση που αναγκάστηκε να ζήσει χωρίς ίχνος συναισθήματος στο πρόσωπό του. Λένε ότι αυτό είναι κοινό «σύμπτωμα» ανθρώπων που έχουν ζήσει βασανιστήρια ή εξαιρετικά τραυματικές εμπειρίες.

Ads

«Δεν ήθελα να πολεμήσω. Ούτε καν να καταταγώ στο στρατό. Με πίεσε ο πατέρας μου να πάω. Μπήκα το 2010 και λίγο πριν λήξει η θητεία μου, ξέσπασε ο πόλεμος. Με κράτησαν για δύο επιπλέον χρόνια. Ήμασταν απλά οι αναλώσιμοι του πολέμου. Σε κάθε επίθεση, σε κάθε επιχείρηση μας έστελναν στην πρώτη γραμμή. Σήμερα δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς από όσους ήμασταν μαζί».

«Γιατί πολεμούσαμε; Οι περισσότεροι στρατιώτες ούτε που καταλάβαιναν τι συμβαίνει. Απλά ακολουθούσαν εντολές από φόβο. Μία φορά μας έστειλαν σε μια μάχη χωρίς καμία προστασία. Αρνηθήκαμε να υπακούσουμε. Ο ταγματάρχης τότε ρώτησε ποιος δεν ήθελε να πάει. Τρεις σήκωσαν το χέρι τους. Την ίδια στιγμή τους έστειλαν στη φυλακή. Οι υπόλοιποι γυρίσαμε στη μάχη χωρίς δεύτερη κουβέντα. Προτιμούσαμε να σκοτωθούμε ακαριαία με μία σφαίρα από το να υποφέρουμε έναν αργό και εξευτελιστικό θάνατο από βασανιστήρια σε αυτό το φριχτό μέρος».

Τον Απρίλιο του 2013 ο Γκαρές μην αντέχοντας άλλο προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά τον έπιασαν. Πέρασε ένα μήνα στη στρατονομία σε ένα κελί 16 τ.μ. μαζί με 150 ακόμη άτομα. «Αν μιλούσαμε ταυτόχρονα σίγουρα κάποιος θα πέθαινε από ασφυξία γιατί δεν υπήρχε αρκετός αέρας. Ούτως ή άλλως δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε. Αν έπιαναν κάποιον να μιλάει τον έβγαζαν το βράδυ και τον βασάνιζαν. Κάποιοι δεν γύρισαν ποτέ».

Ads

«Στο δικαστήριο ισχυρίστηκα ότι δεν έφευγα αλλά επέστρεφα και έτσι με έστειλαν πίσω στη μονάδα μου αφού πρώτα πέρασα κάποιες μέρες στο νοσοκομείο για να συνέλθω από τα βασανιστήρια. Ήμασταν στη Homs. Τέσσερεις μέρες αργότερα, στη μάχη της Al Qusayr στα συριολιβανέζικα σύνορα, με χτύπησε μια σφαίρα στον ώμο και έσκασε μία χειροβομβίδα δίπλα μου. Μας είχαν στείλει σε βέβαιο θάνατο χωρίς να ανοίξουν καν δρόμο διαφυγής».

Ο Γκαρές δεν θα ξεχάσει ποτέ τις στιγμές που έζησε στο σπίτι όπου μετέφεραν όλους τους τραυματίες. «Τις πρώτες έξι ώρες ήμασταν περίπου 90 άτομα. Από εκεί και πέρα έχασα το λογαριασμό. Έφερναν συνέχεια κι άλλους. Εγώ πονούσα τόσο που δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο. Ήταν σαν να μου είχαν κόψει και τα δύο μου πόδια. Για τρεις μέρες έρχονταν, μας έδιναν αντιβιοτικό και έφευγαν. Και εμείς περιμέναμε. Αυτοί που τελικά επιζήσαμε, μεταφερθήκαμε μέσω Λιβάνου στο νοσοκομείο της Δαμασκού».

Ύστερα από τον τραυματισμό του, ο Γκαρές πήρε προσωρινή απαλλαγή από το στρατό καθώς ήταν πια άχρηστος για μάχη. Χρειαζόταν επιπλέον θεραπείες και χειρουργεία. Τότε πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να φύγει ξανά. Κατάφερε να φτάσει στην Al Hasakah και να παραδοθεί στις κουρδικές δυνάμεις όπου τον περιέθαλψαν για δύο εβδομάδες και ύστερα τον άφησαν να περάσει στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Τότε τα σύνορα ήταν ανοιχτά μόνο για τους στρατιώτες που λιποτακτούσαν. Έμεινε και εργάστηκε παράνομα στην Erbil για ένα χρόνο αλλά οι συνθήκες επιδεινώνονταν μέρα με τη μέρα. «Δεν είχα χαρτιά και ήμουν εγκλωβισμένος στην πόλη. Αν έβγαινες και σε έπιαναν δεν σε άφηναν να ξαναμπείς. Στη Συρία δεν μπορούσα να επιστρέψω γιατί θα με εκτελούσαν. Μοναδική μου διέξοδος ήταν η Ευρώπη».

Απώτερος στόχος του Γκαρές είναι η Γερμανία με την ελπίδα αργότερα να καταφέρει να τραβήξει και την οικογένειά του, που όπως λέει, έχει χάσει τα πάντα σε αυτόν τον πόλεμο. «Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Η μητέρα μου με τη μία από τις τέσσερεις αδερφές μου και τον αδερφό μου ζουν πλέον με 100 δολάρια το μήνα. Ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς τα βγάζουν πέρα».

Το πρώτο σκέλος του ταξιδιού του ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2014 όταν πέρασε από την Τουρκία στο Φαρμακονήσι. Στη θάλασσα έσωσε έναν άνθρωπο από βέβαιο πνιγμό. Τον ρωτάω πώς ένιωσε, μετά από τόσο θάνατο, να σώζει κάποιον. «Μα είναι κάτι που έχω κάνει πολλές φορές. Παρά τις διαταγές, προσπαθούσα πάντα να ρίχνω προειδοποιητικές βολές για να δώσω χρόνο σε κάποιον να ξεφύγει. Κάθε στιγμή του πολέμου είχα τη φράση της μητέρας μου στα αυτιά μου “προσπάθησε να μη σκοτώσεις και να μη σκοτωθείς”. Τώρα τουλάχιστον, μπορεί κι αυτή επιτέλους να κοιμάται χωρίς να φοβάται για μένα. Κι εγώ προσεύχομαι να μας συγχωρήσει ο Θεός για αυτά που αναγκαστήκαμε να κάνουμε».

«Πώς βλέπω το μέλλον; Στο μόνο που ελπίζω είναι να μπορέσω σύντομα να κοιμηθώ ξανά ήρεμος. Τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια είναι σαν να ζω μια διεστραμμένη φάρσα όπου κάποιος με ρίχνει από τη μία παγίδα στην άλλη. Πρέπει να φτάσω στην Ευρώπη για να ξεκουραστώ ή να πεθάνω και να ησυχάσω για πάντα». 

Κείμενο: Elisavet Nazli
Φωτογραφία: Elisavet Nazli

unhcr.gr