Δεν είναι δύσκολο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μπει κανείς στο ίντερνετ και να κάνει μια αναζήτηση με δύο λέξεις: «Ελλάδα» και «πρόσφυγες».
 

Ads

Στην ατέλειωτη λίστα με τα αποτελέσματα θα βρει, εύκολα, πολλά. Τα πλείστα για προβλήματα και πολιτικές αντιπαραθέσεις με αφορμή το προσφυγικό, για παράπονα, φόβους – και, ακόμη χειρότερα, για τον ρατσισμό. Τα υπόλοιπα, λίγα συνήθως και με τις πηγές να είναι πάνω – κάτω οι ίδιες, θα αναδεικνύουν ιστορίες ανθρώπινες, αφηγήσεις τραγικές όσο και τραγικά μακρινές για μας αλλά και ανθρώπινες υπερβάσεις. Για τους ανθρώπους που συνήθως είχαν λίγα ή και λιγότερα, όμως βοήθησαν και βοηθούν ακόμα να κρατηθεί ζωντανή η εικόνα μιας «άλλης Ελλάδας» η οποία είχε εντυπωσιάσει αλλά και ενοχλήσει πολλούς, το 2015, στην κορύφωση της «κρίσης» με το προσφυγικό. Αυτής που είχε κατηγορηθεί ότι βοήθησε γνωρίζοντας ότι οι ροές των προσφύγων από τη Συρία, το Ιράκ και από αλλού, δεν ήθελαν να μείνουν εκεί.
 

Αλήθεια πού πήγαν όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βρέθηκαν να ζουν σε ελληνικές πλατείες και λιμάνια μετά που τα σύνορα έκλεισαν για αυτούς; Κατέληξαν όλοι στη βόρεια Ευρώπη; Φυσικά και όχι. Πολλοί στάθηκαν τυχεροί, άλλοι όμως έμειναν πίσω. Κάποιοι ελπίζουν ακόμα. Κάποιοι όχι. Και κάπου εδώ είναι που συναντά κανείς το μεγάλο κενό στα αποτελέσματα της αναζήτησης που λέγαμε.

 

Έχει σημασία. Τεράστια μάλιστα. Γιατί πέρα από την απάντηση στο ερώτημα τι απέγιναν οι –πολλοί– πρόσφυγες που έμειναν στην Ελλάδα, ένα ερώτημα που ούτως ή άλλως πέρα από την απλή περιέργεια μπορεί και να μην αφορά πολλούς, πέρα λοιπόν από αυτό, μαζί με το κενό χάνεται και μια ιστορία φοβερά σημαντική. Όχι μόνο για την Ελλάδα και για την Ευρώπη αλλά και για τον καθένα μας. Η ιστορία μιας επιτυχίας που όσο κι αν δεν καλύπτει όλους όσοι έμειναν πίσω, δεν θα μπορούσε κανείς να την είχε φανταστεί εκείνες τις σκληρές μέρες του καλοκαιριού του 2015. Πόσω δε μάλλον να την είχε φανταστεί και τόσο γρήγορα. Μια ιστορία δύσκολη για την οποία πολλοί άνθρωποι χρειάστηκε να δουλέψουν και δουλεύουν ακόμα ώρες αμέτρητες, θυσιάζοντας πράγματα, με ένα όμως αποτέλεσμα το οποίο σίγουρα τους κάνει περήφανους και κυρίως, αξίζει, να το μάθουμε και εμείς. Γιατί ακριβώς αυτές τις ιστορίες είναι που σπάνια τις φέρνει η αναζήτηση στο διαδίκτυο.
 

Ads

Από δύο ευρώ στον καθένα
 

Ομολογώ πως όταν μπήκα στο αεροπλάνο για την Αθήνα ήμουν πολύ διστακτικός. Και για το ότι αποδέχτηκα την ίδια την πρόσκληση να πάω και να δω από κοντά κάτι το οποίο παρουσιάστηκε ως success story – ένας όρος που οι πλείστοι από εμάς τον απεχθανόμαστε πια με τα όσα είδαμε και ακούσαμε τα τελευταία χρόνια. Το είχα πει άλλωστε και το είχα γράψει αρκετές φορές: η Ευρώπη διέπραξε φοβερά σφάλματα στην πολιτική διαχείριση του προσφυγικού, όχι μόνο λόγω των πυρήνων αντίδρασης που πλέον κυβερνούν κιόλας κάποια κράτη αλλά και επειδή η ίδια δεν μπόρεσε συχνά σε συλλογικό πολιτικό επίπεδο να λειτουργήσει οργανωμένα, παρότι –και λίγοι το γνωρίζουν– η ΕΕ είναι σήμερα ο μεγαλύτερος χορηγός ανθρωπιστικής βοήθειας στον κόσμο. Καταβάλλοντας ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως για την ανακούφιση ανθρωπογενών και φυσικών καταστροφών στον πλανήτη. Και για όσους θα σπεύσουν να πουν ότι είναι πολλά, μας αναλογούν από δύο ευρώ ακριβώς στον κάθε πολίτη της ΕΕ.

 

Οι δισταγμοί και το τι έζησα
 

Πήγα λοιπόν διστακτικός. Και ανακάλυψα πως, πέρα από το συλλογικό πολιτικό επίπεδο και τη δυσκολία της ομοθυμίας κάποιοι κατάφεραν να βρουν τον τρόπο για να κάνουν πάρα πολλά. Και μάλιστα στην Ελλάδα του σήμερα με τα αμέτρητά της προβλήματα. Διότι, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ανέρχεται σε 46.000. Με τους 32.000 να βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα και τους υπόλοιπους 14.000 στα νησιά. Μιλάμε για οικογένειες, μεμονωμένα άτομα, άτομα που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ανήλικα και ενήλικα, θύματα εκμετάλλευσης όλων των ειδών, επίσης. Όταν λοιπόν –και τότε οι πρόσφυγες ήταν πολύ περισσότεροι– στο χάος του 2015 είχαμε ακούσει πως για πρώτη φορά ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας της ΕΕ θα αναλάμβανε μια αποστολή εντός των συνόρων της και δη στην Ελλάδα, πολλοί είχαμε απορήσει για το πώς θα μπορούσε, δεδομένων και των τεράστιων αντιδράσεων εντός της ΕΕ, να πετύχει ποτέ κάτι τέτοιο.
 

Η ECHO ο επίτροπός μας
 

Τα πάντα όμως είναι θέμα προσπάθειας, πόρων, ναι, και διαχείρισης. Και αυτό που έγινε στην Ελλάδα είναι πρωτόγνωρο. Το τμήμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ECHO) –επικεφαλής του οποίου μάλιστα είναι ο δικός μας επίτροπος, ο Χρήστος Στυλιανίδης– διέθεσε τους πόρους και κατάφερε έναν και κάτι χρόνο και σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, μη κυβερνητικούς οργανισμούς, δημοτικές αρχές και άλλους οργανωμένους φορείς αλλά και εθελοντές στην Ελλάδα, κατάφερε να δημιουργήσει ευέλικτα προγράμματα με εντυπωσιακότερο σίγουρα το πρόγραμμα ESTIA για τη στέγαση των προσφύγων και την ένταξή τους στις τοπικές κοινωνίες.

 

Επωφελήθηκαν 36.921 άτομα
 

Δημιουργήθηκαν 17.907 θέσεις φιλοξενίας σε 2.853 μονάδες σε ολόκληρη την Ελλάδα σε 18 διαφορετικούς δήμους, στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Από τον Νοέμβριο του 2015 36.921 άτομα επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα του οποίου η φιλοσοφία είναι απλή. Η ΕΕ επιθεωρεί και, εάν κριθούν κατάλληλα, ενοικιάζει καταλύματα από ιδιώτες καταβάλλοντας το ενοίκιο και τους λογαριασμούς –ρεύμα, νερό κ.λπ.– από κοινοτικούς πόρους. Με αυτό τον τρόπο οι μεν πρόσφυγες εξασφαλίζουν συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, οι δε τοπικές κοινότητες αποκτούν ένα πρόσθετο κίνητρο ενώ οι πρόσφυγες ζουν ανάμεσα στους ντόπιους αντί αποκομμένοι και απομονωμένοι σε περιοχές έξω από την κοινότητα. Πολλοί λαμβάνουν στο μεσοδιάστημα άδεια για να επανενωθούν με συγγενείς τους οι οποίοι ζουν σε άλλες χώρες της ΕΕ και έτσι τις θέσεις που αδειάζουν καταλαμβάνουν άλλοι πρόσφυγες. Το σημαντικότερο όμως είναι πως μέσα από αυτή την επαφή οι τοπικές κοινωνίες ξεπερνούν τον φόβο για τους πρόσφυγες και είναι εντυπωσιακό πως αντίθετα με το τι θα περίμενε κανείς, δεν υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα σε επίπεδο αντιδράσεων, αφότου τουλάχιστον εφαρμόστηκε το πρόγραμμα. Κάτι που τονίζουν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους μας δέχτηκαν στα σπίτια τους και μίλησαν μαζί μας.
 

Ο κρίσιμος ρόλος των δήμων
 

Μετά. Διότι πριν εφαρμοστεί, οι αντιδράσεις και οι επιφυλάξεις ήταν, αναλόγως και της περιοχής, έντονες κάποτε. Εδώ όμως είναι που μπαίνει στην εξίσωση και ο ρόλος των τοπικών αρχών. Ο Δήμος της Λιβαδειάς και ο Δήμος Αθηναίων είναι οι δύο σημαντικότερες ιστορίες επιτυχίας του προγράμματος, κυρίως λόγω της αποφασιστικότητας που επέδειξαν οι αρχές. Στη Λιβαδειά για παράδειγμα, η τότε καινούργια στο αξίωμα δήμαρχος Παναγιώτα Πούλου είχε αντιδράσει έντονα στη δημιουργία ενός στρατοπέδου για τη διαμονή των προσφύγων έξω από την πόλη, όπως είχε αρχικά αποφασιστεί αντιλαμβανόμενη την ανάγκη να μην είναι ξένο σώμα οι άνθρωποι αυτοί, κάτι που αναπόφευκτα θα προκαλούσε αντιδράσεις στην κοινωνία της περιοχής. Δούλεψε και έπεισε όχι μόνο την κοινωνία αλλά και άλλους συναδέλφους της σε άλλα μέρη της Ελλάδας και χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα αυτό κατάφερε ο Δήμος Λεβαδέων να καταγράφει τους πιο υψηλούς δείκτες όχι μόνο στην ένταξη των 420 προσφύγων που ανέλαβε και στην αποδοχή τους από τους κατοίκους αλλά και να έχει το πιο υψηλό ποσοστό φοίτησης παιδιών από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας, στο 100%.

 

Όλα αυτά δεν έρχονται βέβαια από μόνα τους. Χρειάζεται δουλειά από πολλές υπηρεσίες που επιτηρούν συνεχώς το πρόγραμμα, εδώ λ.χ. το ΚΕΔΗΛ, την Κοινωφελή Επιχείρηση του Δήμου Λεβαδέων και τις κατά τόπους αποστολές της UNCHR, της γνώριμης και σε εμάς από τη βοήθεια που μας έδωσε για χρόνια και σε χαλεπούς καιρούς, Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Ξεκάθαρο είναι βέβαια πως πέρα από το κίνητρο για την ενοικίαση των καταλυμάτων οι τοπικές κοινωνίες έχουν ένα πρόσθετο κίνητρο: την απασχόληση και την ωφέλεια ανθρώπων σ’ ολόκληρο το φάσμα των προγραμμάτων που παρέχονται στα άτομα αυτά: από τους κοινωνικούς λειτουργούς μέχρι και τα καταστήματα από τα οποία οι πρόσφυγες ψωνίζουν.
 

Cash cards και άλλες απλές λύσεις
 

Πώς ψωνίζουν; Και εδώ υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή. Οι δικαιούχοι, εφόσον κριθούν τέτοιοι και ενταχθούν στο πρόγραμμα, λαμβάνουν μια κάρτα την οποία μπορούν να χρησιμοποιούν όπως οι ίδιοι κρίνουν για τη σίτιση και τις ανάγκες τους, ακριβώς όπως μια πιστωτική κάρτα. Δικαιούχοι αυτή τη στιγμή είναι 33.585 πρόσφυγες και αιτητές ασύλου στην Ελλάδα. Και πάλι το κόστος καλύπτεται μέσω της ECHO από τους ίδιους κοινοτικούς πόρους. Τα λεφτά δεν είναι πολλά και δεν θα μπορούσαν να είναι αφού, ακόμα κι αν προέρχονται κατευθείαν από κοινοτική βοήθεια, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ελάχιστο εισόδημα που λαμβάνει ένας Έλληνας πολίτης ο οποίος χρήζει προστασίας. Είναι όμως εκπληκτικό το πώς χωρίς δεύτερη σκέψη σπεύδουν να πουν πόσο ευγνώμονες είναι για τα 150 περίπου ευρώ που λαμβάνουν τον μήνα.
 

Το παράδειγμα της Αθήνας
 

Ο Δήμος Αθηναίων χειρίζεται όπως θα ανέμενε κανείς το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων του προγράμματος με 11.578 δικαιούχους να έχουν επωφεληθεί μέχρι σήμερα και 1.000 περίπου διαμερίσματα εντός του δήμου να έχουν ενοικιαστεί από το ESTIA. Είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά τη δουλειά που έγινε και να μιλήσουμε με τον αντιδήμαρχο, αρμόδιο για θέματα προσφύγων και μεταναστών Λευτέρη Παπαγιαννάκη ο οποίος και μας εξήγησε τη δουλειά που γίνεται από τον δήμο και όλα τα συμβαλλόμενα μέρη και τις ΜΚΟ προκειμένου να συντονιστεί κάτι σε ένα τέτοιο μάλιστα μέγεθος. Ο δήμος διέθεσε ένα κτήριο το οποίο λειτουργεί ως κέντρο συντονισμού όλων των επηρεαζόμενων και στο οποίο λειτουργούν υπηρεσίες για τους πρόσφυγες. Ακόμη και χώρος για να παίζουν τα παιδιά (από όπου και η φωτογραφία).

 

Εντυπωσιάζει η συνεργασία όλων
 

Αυτό που πραγματικά προκαλεί εντύπωση είναι ο άριστος βαθμός στον οποία όλοι οι φορείς που δραστηριοποιούνται, κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες, συνεργάζονται και το αποτέλεσμα που παράγεται είναι κοινό και καλύπτει όλα τα επίπεδα. Πίσω από την πλατεία Βικτωρίας, για παράδειγμα, η οποία λίγα θυμίζει από το έως και πρόσφατο παρελθόν της, η UNICEF λειτουργεί σε συνεργασία με την ΜΚΟ Faros η οποία δραστηριοποιείται στη στήριξη παιδιών προσφύγων και εφήβων, ένα κοινοτικό κέντρο ημερήσιας απασχόλησης γυναικόπαιδων στο οποίο, πέρα από διάφορες δραστηριότητες για τα παιδιά και τις μητέρες τους, παραδίδονται δωρεάν μαθήματα ελληνικών και αγγλικών.
 

Eίχαμε επίσης την ευκαιρία να ζήσουμε κάποιες πολύ όμορφες στιγμές στο κέντρο της ΜΚΟ Έλιξ, σε ένα κτήριο της οδού Πατησίων το οποίο λειτουργεί ως απογευματινό σχολείο και προσφέρει μαθησιακή στήριξη σε παιδιά προσφύγων, μεταναστών και αιτητών ασύλου σ’ ένα πολύ όμορφο περιβάλλον, όπως και έναν από τους ξενώνες νέων της CARE / PRAXIS οι οποίοι απευθύνονται σε άτομα που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους και δεν μπορούν πια να μείνουν με τα υπόλοιπα παιδιά. Λειτουργούν ξεχωριστά για αγόρια και κορίτσια τα οποία φτάνουν στην Ελλάδα ασυνόδευτα. Όλα τα πιο πάνω χρηματοδοτούνται μαζί με πολλά άλλα από την Κομισιόν και συγκεκριμένα από το τμήμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ECHO).

 

Τα καλά… που χάνονται
 

Aυτά είναι που δεν βγαίνουν λοιπόν, στην αναζήτηση, και συνήθως δεν παίζουν στις ειδήσεις. Είναι η θετική όψη του πράγματος που απαιτεί τη δουλειά και την αφοσίωση προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και των εθελοντών των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ). Είναι και η απάντηση στο ερώτημα πού πήγαν οι πρόσφυγες και πώς μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τις αμέτρητες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, καταφέρνει να απορροφά πια τους κραδασμούς μιας ακόμη τεράστιας ιστορικής πρόκλησης. Προβλήματα υπάρχουν και δεν είναι λίγα. Ωστόσο, με καλές και ευέλικτες ιδέες, εδώ μάλιστα από μια διεύθυνση της οποίας προΐσταται ένας Κύπριος επίτροπος, όσο κι αν εμείς σπανίως ασχολούμαστε με το τι πετυχαίνουν οι… δικοί μας έξω και με την επίπονη δουλειά χιλιάδων ανθρώπων επιτόπου γίνονται ακόμη και τέτοια μικρά θαύματα. Σε μια Ελλάδα που μάθαμε να τη διαβάζουμε μέσα από τα προβλήματά της και μόνο. Υπάρχουν όμως και οι επιτυχίες της. Και αυτή είναι σίγουρα μία από αυτές. Και είναι εντυπωσιακή.

Οι άνθρωποι, ο εφιάλτης και τα όνειρά τους
 

Είναι ένα να διαβάζεις τις μαρτυρίες τους και άλλο να κάθεσαι εκεί και τους βλέπεις μπροστά σου. Να βλέπεις το πρόσωπο που πασκίζει να κρατηθεί ήρεμο, τα πόδια και τα χέρια που ακουμπούν το ένα το άλλο και σφίγγονται, το βλέμμα που μένει μετέωρο και ξαφνικά γυρνάει τρομαγμένο στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του δωματίου την ώρα της αφήγησης, προσπαθώντας να ξεφύγει από την ανάμνηση. Μετά ένα χαμόγελο. Αμήχανο. Σε πρόσωπα που δεν ξέρουν γιατί τα θυμούνται και γιατί ακριβώς τα μοιράζονται μαζί σου. Αλλά καταλαβαίνουν ότι πρέπει. Ιστορίες διαφορετικές.

 

Όπως της Χοσέντ της οποίας ολόκληρη η οικογένεια εκτελέστηκε από τους Ταλιμπάν. Ή της Φατίμα η οποία χρειάστηκε να διαφύγει και εκείνη, με το ένα της παιδί να έχει φτάσει στη Γερμανία αλλά την ίδια και την υπόλοιπη οικογένεια να μην μπορεί να ενωθεί μαζί του. Σχεδόν ολόκληρη την οικογένειά της, αφού η κόρη της με τον άντρα της αγνοούνται έκτοτε. Και να ακούς τι σημαίνει για αυτές το ότι μπορούν να μένουν για κάποιες ώρες στο καταφύγιο της UNICEF και της FAROS, να πίνουν λίγο τσάι και να μιλούν με τις άλλες γυναίκες. Και να σου δείχνουν μαζί τους με μια χαρά που ξέρεις ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ εκείνα που πλέκουν για το παζαράκι που θα κάνουν, για… καλό σκοπό. Το πώς από το τίποτα μπορούν να βρουν τόση ικανοποίηση αλλά και πώς αυτές οι γυναίκες που ακροβατούσες λίγο πριν για να μην τις κάνεις να θυμηθούν τα πολύ δύσκολα, είναι έτοιμες να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν όχι τον εαυτό τους αλλά άλλους ανθρώπους.

 

Δεν σας γράφω ποιοι είναι ποιοι, ούτε και εάν αυτοί που βλέπετε είναι κάποιοι από τις ιστορίες που περιγράφω εδώ, τις πολλές ιστορίες που ακούσαμε εκείνες τις μέρες. Γιατί νομίζω πως όλοι το ίδιο είναι. Σε σχέση με το τι μας αφορά εμάς τουλάχιστον, είναι.
 

Ή να ακούσεις, ας πούμε, την ιστορία του σιίτη Ομάρ, που ανήλικος αναγκάστηκε να φύγει από το Ραμάντι για να γλυτώσει από τον ISIS μαζί με τον ακόμη μικρότερο αδελφό του και κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά πια δεν μπορεί να μένει μαζί του, γιατί εκείνος έκλεισε τα 18 και έπρεπε να μετακινηθεί στον ξενώνα. Αλλά ταξιδεύει συνέχεια μέχρι τον Σκαραμαγκά για να τον δει. Να σου μιλά και να κοκκινίζει την ώρα που του ζητάς να δεις αυτά που ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του (ένα δείγμα στη φωτογραφία). Αυτά με τα οποία κατάφερε να μπει σε μια σχολή ζωγραφικής για να ξεχνιέται, όπως λέει, μέχρι να μπορέσει να βρει τρόπο για να προετοιμαστεί για την Ιατρική σχολή.

 

Να συζητάς με τον Adil που έφυγε και αυτός παιδί από το Πακιστάν για τα πρώτα του ερασιτεχνικά βήματα στη φωτογραφία και να βλέπεις την υπέροχη δουλειά του στο Instagram. Ψάξτε τον, Adil Sanwal λέγεται. Και δείτε την Αθήνα μέσα από τη ματιά ενός μετανάστη με ταλέντο. H πιο κάτω είναι δική του φωτογραφία.

 

Να συναντάς ανθρώπους όπως η οικογένεια της Ζένα –αυτή και τα τρία μικρά της παιδιά δηλαδή– που διέφυγε από τον ISIS στη Συρία και που έφτασε με τα παιδιά της στην Ελλάδα. Και να ακούς πως πέρα από τις οικονομικές δυσκολίες για τις οποίες όμως ξεκαθαρίζει πως δεν παραπονιέται, το μόνο της πρόβλημα είναι πως το ένα παιδί έχει ειδικές ανάγκες και χρειάζεται φροντίδα τα δε άλλα αντιμετωπίζουν απόρριψη στο σχολείο, όχι γιατί είναι ξένα αλλά γιατί είναι γιαζίντι. Από άλλα προσφυγόπουλα από τη Συρία. Υπάρχουν κι αυτά. Αλλά, μιλάμε πάντα για παιδιά.
 

Για όσους απορούν, τα σπίτια που είδαμε έχουν απλώς τα βασικά. Κρεβάτια που χρησιμοποιούνται και ως καναπέδες και καρέκλες. Διακοσμημένα με όσα παιγνίδια έχουν τα παιδιά. Αυτό, τίποτα άλλο. Κάνα χαλί… Αυτά. Κανείς μας δεν θα ζούσε έτσι ποτέ. Και εμείς που περάσαμε παρόμοια κάποτε και τα ζήσαμε, δεν νομίζω να μπορούσαμε να το περάσουμε ξανά. Κι όμως, οι γονείς, τσακισμένοι και φοβισμένοι ακόμα, κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσει όσο λιγότερο γίνεται η κομματιασμένη πια ζωή τους στην ψυχολογία των παιδιών που είδαν κι αυτά και έζησαν πολλά. Τα φέρνουν με χαρά για να τα δεις και εκείνα χαμογελάνε. Δείχνουν σχεδόν να έχουν ξεχάσει. Αυτοί όμως δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ το χαμόγελο όταν τα παιδιά δεν βλέπουν πια, το πρόσωπό τους νυχτώνει και το χαμόγελο σβήνει. Ποτέ δεν είδα χαμόγελα να σβήνουν τόσο γρήγορα. Ποτέ δεν είδα ο πόνος να απλώνεται στο πρόσωπο τόσο απότομα και να σβήνει τη χαρά σε δευτερόλεπτα, όπως το κύμα που έσβησε τα βήματά τους εκείνες τις μέρες του 2015 καθώς έμπαιναν στη βάρκα. Και για πολλούς, λίγο πιο κάτω, έσβησε και τα όνειρά τους. Από τότε τους ξεχάσαμε. Αλλά υπάρχουν ακόμη. Και έρχονται. Μας χρειάζονται, και ούτε μας απειλούν ούτε μας αλλάζουν. Ανθρωπιά και αποδοχή ζητούν. Τίποτα άλλο. Αυτά.

 

Πηγή: politis.com.cy