«Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.»
Δ. Σολωμός

Ads

Οι στοίχοι του Δ. Σολωμού μας προσκαλούν, ακριβώς, στο να πενθήσουμε. Να μην αποφύγουμε το πένθος κρυβόμενοι πίσω από την «ευκολία» του σπαθιού. Το σπαθί το οποίο,  είτε ξύνει την πληγή είτε φεύγει προς τα εμπρός πολεμώντας ακατάπαυστα, είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος: η αποφυγή του πένθους.

Μετά και την ομιλία του Α. Τσίπρα στις 29/8/2015 στην πανελλαδική σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ από όπου και το:  « Από εδώ και εμπρός όποιος θέλει να πενθήσει να πενθήσει όποιος θέλει να αποδράσει να αποδράσει. Εμείς κοιτάμε μπροστά. Μόνο μπροστά. », έγινε μόνιμο ρεφραίν η αναφορά σε «πένθος», «πενθούντες», «αριστερή μελαγχολία » και λοιπές συναφείς εκφράσεις, που ανασύρθηκαν από το λεξιλόγιο της ψυχολογίας ως πολιτικά όπλα  ( είχε προηγηθεί άρθρο του Θ. Καρτερού στην ΑΥΓΗ – ίσως δίνοντας τον τόνο;  https://www.avgi.gr/article/5790068/na-teleionoume-me-to-penthos ).  

Καταρχήν, η διατύπωση του Α. Τσίπρα στέλνει δύο αλληλοσυμπληρούμενα μηνύματα, τουλάχιστον προβληματικά.

Ads

Α. το πένθος είναι μια «κακή, προβληματική » στάση. Σημαίνει προσκόλληση στο παρελθόν   ( υπονοώντας: εμείς πρέπει να πάμε μπροστά, μιας και η πρόοδος είναι ΜΟΝΟΝ μπροστά! ), παραπέμπει σε ανθρώπους που αρέσκονται στην αυτολύπηση και ανίκανους να αντιληφθούν τη νέα κατάσταση και να προσαρμοστούν.
Β. όσοι διαφωνούν με το ΣΥΡΙΖΑ είναι «πενθούντες» ( «μελαγχολούντες » κ.ο.κ ).

Εδώ οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι υπάρχει μια… πρόοδος. Οι κλασσικές κριτικές της Αριστεράς ( αριστεριστές, διασπαστές, λακέδες του εχθρού, ρεβιζιονιστές κλπ )  στη «μεταμοντέρνα» Αριστερά αντικαθίστανται από όρους της επιστήμης !

Ένα «εύκολο»,  πρώτο σχόλιο είναι το ότι, όσο φυσικό και εύλογο είναι το να χρησιμοποιεί ο πολιτικός λόγος όρους και έννοιες της ψυχολογίας ( όπως χρησιμοποιεί όρους και σχήματα της ποίησης, της λογοτεχνίας, των φυσικών επιστημών κ.ο.κ.  ), άλλο τόσο είναι ριψοκίνδυνο, εάν οι όροι δεν χρησιμοποιούνται με το πραγματικό τους νόημα και, επίσης, εάν δεν έχει κανείς επαρκή επιδεξιότητα στο μεταφορικό λόγο.

Ας πάμε στα «πιο δύσκολα».

Πριν αποφασίσουμε αν είμαστε « πενθούντες και μελαγχολικοί» με τον τρόπο που το υπονοεί η χρήση των όρων από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ  και, επόμενα, ότι η διαφωνία ή/και η  αποστασιοποίηση από το ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί προσκόλληση στο παρελθόν και, ως εκ τούτου,  δεν διευκολύνει την δράση στο παρόν και στο ( ακτινοβόλον .. ) μέλλον , καλό είναι να εξετάζαμε πρώτα τι σημαίνει πένθος.

Το πένθος είναι η φυσιολογική και αναγκαία διαδικασία με την οποία αντιμετωπίζουμε και υπερβαίνουμε μία απώλεια. Χαρακτηρίζεται από συναισθήματα λύπης, απογοήτευσης, θυμού, οργής, ενοχής, φόβου, άγχους αλλά και από σκέψεις.

Σκέψεις και αναστοχασμό για το αν εμείς ή/και τρίτα πρόσωπα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ούτως ώστε να είχε αποφευχθεί αυτή η απώλεια.
Σκέψεις και αναστοχασμό για το  αν αυτός που χάσαμε έκανε ότι μπορούσε από την πλευρά του για να μη «χαθεί».
Σκέψεις και αναστοχασμό πάνω στο τι σήμαινε αυτό ή αυτός που χάσαμε, πάνω στα θετικά και τα αρνητικά του, πάνω στο πως συνεχίζεται η ζωή μας με και μετά από αυτήν την απώλεια.

Υπό κανονικές συνθήκες το πένθος επιλύεται. Δηλαδή, μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, αφού έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας να βιώσει τα συναισθήματα που το συνοδεύουν και ταυτόχρονα έχουμε αναστοχαστεί πάνω στην απώλεια,  το πένθος θα επιτελεσθεί, και το απολεσθέν άτομο ή κατάσταση θα βρει μια φυσιολογική θέση στην ιστορία μας. Μια θέση ισορροπημένη συναισθηματικά. Μπορεί, και είναι φυσιολογικό, να παραμένει μια θλίψη αλλά μπορούμε να ανακαλούμε και να αναφερόμαστε σε αυτή την απώλεια χωρίς «φόβο και πάθος».  Χωρίς να ξανανοίγει η πληγή.

Τα προβλήματα ξεκινάνε όταν δεν έχουμε την ικανότητα να πενθήσουμε ή όταν οι συνθήκες μας παρεμποδίζουν. Και τότε «μπλέκουμε», κοινώς έχουμε να κάνουμε με «περιπεπλεγμένο  πένθος». 

Μάλλον σε αυτό το περιπεπλεγμένο πένθος, το αδύνατον-να-συντελεσθεί πένθος, θα όφειλε να αναφερθεί ο Α. Τσίπρας. Πλην όμως σε αυτήν την περίπτωση η μπάλα θα έπαιρνε αμπάριζα όλη σχεδόν την Αριστερά αλλά και συνήθειες και «παραδόσεις» της ελληνικής κουλτούρας *

Αυτό ακριβώς είναι που δεν κάνει, κατά τη γνώμη μου, η Αριστερά:  δεν ξέρει να πενθεί. Δηλαδή, να αντιμετωπίζει τις απώλειες, τις ήττες , τις αποτυχίες και τα λάθη της «ώριμα», «ενήλικα».
Οι συνήθεις στάσεις [ μη-πένθους, επί της ουσίας ] είναι δύο. Φαινομενικά ξεκομμένες μεταξύ τους όπως το «άσπρο-μαύρο», χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις και επιλογές.

Η πιο συνήθης αντιμετώπιση, εξαιτίας της αδυναμίας της Αριστεράς ( και της Ελλάδας, βλ. * )  να πενθήσει, είναι το να μπαίνει στο τούνελ της ατέρμονης θλίψης, να «ξύνει την πληγή» βαλτώνοντας πλάι στο «πτώμα» του απολεσθέντος ( οι «Μοιραίοι » του Κ. Βάρναλη, μας μιλούν γι’ αυτό ).

  Οι οσιομαρτυρικές λογικές, η «ηρωική» εξιδανίκευση του παρελθόντος, η πίστη σε «κατορθώματα» και «νίκες», που μόνο «εμείς», οι μυημένοι θεωρούμε ως τέτοια ενώ για την κοινωνία δε σημαίνουν τίποτα,  το ρίξιμο του φταιξίματος αποκλειστικά στους «άλλους» ( αστική τάξη, ΜΜΕ, ξένοι, διασπαστές, διαφωνούντες, ο λαός που δεν μας καταλαβαίνει και γίνεται υποχείριο της προπαγάνδας του «άλλου»…  ) είναι τυπικά στοιχεία αυτής της στάσης. Προς αποφυγή παρανοήσεων: σαφώς και η αστική τάξη, τα ΜΜΕ, οι δανειστές, οι εξουσιαστές  κλπ έχουν την ευθύνη τους και, μάλιστα, είναι εγκληματική, αλλά … τη δουλειά τους κάνουν !  Δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε κάτι άλλο από αυτούς !

Το δικό «μας » λάθος ποιο είναι, σύμφωνα με την παραπάνω στάση; Συνήθως περνιέται σε μια-δύο γραμμές του τύπου:  «είχαμε ανεπάρκειες, κάναμε λάθη και γι’ αυτό κάνουμε την αυτοκριτική μας, θα πρέπει να το δούμε στις διαδικασίες».  Έτσι ακριβώς ! Μια τελετουργική, μαγική φόρμουλα σαν αυτές κάποιων πιστών, που στην εξομολόγηση επαναλαμβάνουν το ποιηματάκι τους και φεύγουν για να ..ξανά-αμαρτήσουν. Πράγμα που γνωρίζουν, και οι ίδιοι και ο πνευματικός τους , ότι θα συμβεί. Αλλαγή, ουδεμία ! Και,  « φυσικά » χωρίς να γίνεται αναφορά στο για ποια συγκεκριμένα λάθη μιλάμε, ούτε τι περιλαμβάνει η αυτοκριτική !

Η άλλη στάση είναι η «φυγή προς τα εμπρός». Σα να μη συνέβη τίποτα, με « το όπλο παρά πόδα» προχωράμε μπροστά και δεν κοιτάμε πίσω.

Αν η πρώτη στάση είναι τυπική της «παραδοσιακής» Αριστεράς στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες, η δεύτερη φαίνεται να αποτελεί την επιλογή της ηγεσίας της «Αριστεράς που πάει μπροστά». Στην ουσία η όλη λογική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή, η δεύτερη: Είμαστε στο παρόν, ότι έγινε –έγινε, το θέμα είναι: εδώ που βρεθήκαμε τι κάνουμε και πως το διαχειριζόμαστε. Μια «παροντική » λογική, λες και η παρούσα κατάσταση και η ήττα να μην είναι αποτέλεσμα λαθεμένων επιλογών και στρατηγικής. Λες και , «έτσι απλά», μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μια 13η Ιουλίου του 2015 και τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε!

Εδώ να σημειώσουμε το εξής: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μένει μόνον στο «ότι έγινε-έγινε κλπ ».  Η «αυτοκριτική » της δεν αρκείται μόνον σε τέτοιες γενικολογίες και αοριστολογίες αλλά αναφέρεται και σε συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως: «έλλειψη προετοιμασίας, λαθεμένος υπολογισμός του συσχετισμού δυνάμεων, υπερεκτίμηση του δίκιου των λαών απέναντι στην ισχύ των εταίρων». Αυτά όμως δεν είναι οι αιτίες της ήττας ή, έστω, δεν είναι οι βαθιές, οι πρωταρχικές αιτίες. Πρόκειται για αποτελέσματα άλλων, βαθύτερων αιτιών. Ενώ, λοιπόν,  σε μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να ικανοποιεί ( ένα μη απαιτητικό κοινό ), μιας και «μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας»,  εκθέτοντας πραγματικά προβληματικά στοιχεία της τακτικής της, δεν απαντά σε βάθος και συγκαλύπτει ( το εκθέτοντας το εννοώ και με την έννοια της επίδειξης, τόσο για λόγους αυτό-ηρωοποίησης όσο και  για να προκαλέσει τη λύπηση και την κατανόηση ). Δηλαδή:

α. δεν απαντάει στο ουσιαστικό, βαθύτερο ερώτημα: γιατί υπήρξε αυτή η έλλειψη προετοιμασίας και η ανικανότητα πρόβλεψης των κινήσεων του αντιπάλου;  Τι «προετοίμασε» αυτές τις ελλείψεις και ανεπάρκειες;

β . είναι τρομακτικό το να δηλώνεται έτσι απροκάλυπτα, έως και κυνικά, η έλλειψη προετοιμασίας και η ανικανότητα πρόβλεψης των κινήσεων του αντιπάλου, χωρίς να συνοδεύεται από μια ανάλυση των ουσιαστικών αιτιών.  Δικαιώνονται οι κριτικές περί «15μελούς». Εκτός και εάν αυτές οι ανεπάρκειες είναι αποτέλεσμα ( και ) άλλων σχεδιασμών επί τω έργω μετά το 2012 ( η ιστορία θα δείξει εάν παίχτηκε ένα τόσο κακόηθες παιχνίδι από μέρος της ηγεσίας  του ΣΥΡΙΖΑ στην πλάτη του λαού και της ελπίδας του κι ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με «15μελές» ).

Πρόκειται για μια «αυτοκριτική» πιο «λεπτεπίλεπτη» σε σχέση με την αριστερή παράδοση. Αναμενόμενο! Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με την «ανανεωτική»  αριστερά, που τα παιχνίδια εξουσίας και χειραγώγησης τα παίζει «ευρωπαϊκά-σταλινικά» και όχι «σοβιετικά-σταλινικά».

Εκτός από «λεπτεπίλεπτη» είναι επίσης μια «αυτοκριτική»  ανεπαρκής έως και επικίνδυνη. Ικανοποιεί φαινομενικά την ανάγκη να αναζητηθούν αιτίες αλλά:

α.  βαφτίζοντας τα αποτελέσματα ως αιτίες, ουσιαστικά σταματά την «ανάλυση» σε πολύ επιφανειακό επίπεδο,
β. ικανοποιεί πρόχειρα και επιφανειακά την απαίτηση να λογοδοτήσει η ηγεσία,
γ. συνοδεύοντας το όλον με την επιτακτικότητα τού:  «τώρα τι κάνουμε», κλείνει τη συζήτηση
δ. και, τέλος, με το επιχείρημα περί «υπερτίμησης του δίκιου του λαού..» στέλνει ένα μήνυμα ηττοπάθειας. Δηλαδή, ότι οι ισχυροί πάντα θα κυριαρχούν.

Αυτή η «παροντική» λογική, που αποφεύγει την αναλυτική και κριτική σκέψη, αποτελεί συστατικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού.

Οι ανάγκες αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της κυριαρχίας του απαιτούν, μεταξύ άλλων, τη βίαιη αποκοπή από κάθε είδους ρίζες ( γης, κουλτούρας αλλά και αναλυτικής σκέψης και αναστοχασμού ). Ταυτόχρονα η κουλτούρα της κατανάλωσης, της ξέφρενης πορείας προς τα «εμπρός», της επίδειξης και του άκρατου ατομικισμού ( οι οποίες αποτελούν συστατικά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης επέλασης ) δεν αφήνουν επαρκή χώρο για σκέψη.

Η σκέψη, ο στοχασμός πάνω στο παρελθόν «ξεκόβουν» το άτομο και τα ανθρώπινα σύνολα από το «συναρπαστικό» παρόν, από τον εθισμό τους σε αυτό, καθώς συνοδεύονται, αναπόφευκτα και αναγκαία, από πόνο και ενοχή/ντροπή, τα οποία ο «παροντισμός» δεν αντέχει.

Αυτό λοιπόν, στο οποίο καλούν ο Α. Τσίπρας και οι λοιποί αρθρογράφοι του μη-πένθους,  είναι να κουκουλώσουμε τον πόνο, το θυμό και την ενοχή της ήττας, να μη σκεφτούμε πάνω σε αυτά.
Πρόκειται για την μια όψη του νομίσματος του μη-πένθους.

Την άλλη όψη θα εκφράσουν όσοι θα «ξύνουν και θα επιδεικνύουν την πληγή» χωρίς να προσπαθούν να τη «φροντίσουν» και να την επουλώσουν σκεπτόμενοι πάνω σ’ αυτή.
Κοινό στοιχείο και των δύο όψεων η μη-σκέψη. Τελικά δεν είναι τόσο ξεκομμένες όσο μοιάζουν εκ πρώτης όψεως. Το αντίθετο, μάλιστα. Επικοινωνούν δια της μη-σκέψης ( και,  φυσικά, μέσω του ότι στοιχεία της καθεμίας από τις δύο λογικές συναντιόνται και στις δύο στάσεις ).

Ενώ, λοιπόν, τα κεντρικά στελέχη της  ΛΑΕ ( κυρίως του Αρ. Ρεύματος ) τοποθετήθηκαν, κυρίαρχα, στη δεύτερη,  τη «μαρτυρική και προδομένη» όψη του νομίσματος, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καλεί σε εθελοτυφλία και σε φυγή «με χίλια» προς τα εμπρός.

Προς τα εμπρός,  με ένα μόνιμο παγωμένο χαμόγελο σα μάσκα. 

Μάσκα θανάτου της χώρας;

*  Η δυσκολία του πενθείν στη χώρα μας, είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο, που, κατά τη γνώμη μου, ευθύνεται – σε συνδυασμό και με στοιχεία πολιτικής και κοινωνικό-οικονομικής φύσεως- για τις σύγχρονες δυσλειτουργίες μας. Σταχυολογώντας: Πόσες δεκαετίες πήρε για να μπορέσουμε, επιτέλους, να μιλήσουμε σε βάθος για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο; Να συζητήσει η κοινωνία μεταξύ της, αλλά και η Αριστερά,  για όλες τις όψεις αυτής της περιόδου κι όχι μόνον γι’ αυτές που βολεύουν; Τολμάμε να συζητήσουμε για το 1922; Πόσο τολμάμε να αποκαθηλώσουμε τους μύθους του ’21 ( π.χ. κρυφό σχολειό, ρόλος της Εκκλησίας ) ή να μιλήσουμε για την αποσιώπηση της  εμφύλιας- κοινωνικής διαμάχης μέσα στο ‘21 ; Για το ρόλο της Εκκλησίας γενικά στη ζωή και την κοινωνία; Για τις παθογένειες της «αγίας» ελληνικής οικογένειας;

Ελάχιστα, ή έστω, όχι τόσο όσο απαιτείται ώστε αυτά τα πένθη να πάψουν να είναι ανεπίλυτα και να  μας εμποδίζουν να ζήσουμε το παρόν και να φανταστούμε αλλιώς το μέλλον.

ΥΓ: πεποίθηση του γράφοντος, η οποία εδραιώνεται όλο και περισσότερο όσο υλοποιείται η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η ηγεσία του γνωρίζει πολύ καλά το νόημα των λέξεων αλλά τις χρησιμοποιεί ενσυνείδητα και αδίστακτα κατά το δοκούν.

* Ο Δημήτρης Οικονομίδης είναι ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής