Δεν το κρύβω. Επιτέλους ευχαριστιέμαι και πάλι την επέτειο του Πολυτεχνείου. Όπως τότε, την πρώτη ελεύθερη επέτειο, μ΄εκείνη τη λαοθάλασσα από παιδιά , νέους , γέρους, που ξεχύθηκε αυθόρμητη στους δρόμους. Όπως τότε, που δεν είχαν προλάβει οι υπουργοποιημένοι επαναστάτες να δικαιώσουν την καρέκλα τους στραγγαλίζοντας την ουσία της πράξης, κλείνοντάς την στην αποστέωση της «επισημότητας», επιβάλλοντάς την με σχολικές γιορτές και άλλες σάχλες, που κανείς από μάς τους υπόλοιπους δεν γούσταρε στο βάθος.

Ads

Όπως τότε ,τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης (της τόσο κακοποιημένης στις συνειδήσεις μας). Που κρατούσαμε τα γεγονότα ζωντανά στην καρδιά, που βγαίναμε αγκαλιασμένοι στους δρόμους, ειρηνικοί, ευαίσθητοι, ονειροπαρμένοι, ευτυχισμένοι, σαν ξέσπασμα ,σαν ανάσα, σαν ένα «Αχ!» ενός ολόκληρου λαού ενωμένου που έπρεπε επιτέλους να ακουστεί και να λάμψει.

Όπως τότε, γεμάτοι υπερήφανο ρίγος για τους αθώους νεκρούς της εξέγερσης… (ναι, ρε, υπήρχαν και νεκροί, θέλετε δεν θέλετε!). Με τις μανάδες των νεκρών αυτών ηρωϊκά λάβαρα στη πρώτη γραμμή της πορείας. Με την ελπίδα ξαναγεννημένη στα μάτια μας και την πυρκαγιά στην καρδιά μας. Ναι ,πριν γίνει «επέτειος» το Πολυτεχνείο και τα άμοιρα παιδιά μας υποχρεωθούν στα σχολεία να μάθουν απ΄έξω τα τραγούδια μας, στεγνά, σαν αναμάσημα ξένων αναμνήσεων, σαν υποχρεωτικά όνειρα, σαν τσίχλα με γεύση επανάστασης. Για να προσγειωθούν άτσαλα, αυτά τα καημένα παιδιά, λίγα χρόνια αργότερα, σαν πολίτες ενός άλλου πλανήτη και- αντί για λουλούδια και πλακάτ-με ένα κινητό κολλημένο στο χέρι, μια οθόνη καρφωμένη στο μυαλό και τη μοναξιά ριζωμένη στο στήθος.

Μικρούλα ήμουνα βέβαια, είχα μεγαλύτερα αδέλφια, είχα φίλους ,γονείς , που ζήσανε τα γεγονότα από μέσα.

Ads

Αλλά κι εγώ τα μάθαινα, το σχολείο έβραζε , οι ειδήσεις φτάνανε στόμα με στόμα στ΄αυτιά μας καταιγιστικά. Κάναμε κι εμείς μια πράξη αντίστασης: Στην προσευχή τραγουδήσαμε « Πότε θα κάνει ξαστεριά» και κλαίγαμε και δεν ακούγαμε τις απειλές των καθηγητών για «αποβολές δια βίου» και άλλες τιμωρίες, και όλο αυτό έγινε μια πύρινη σφαίρα από προσευχές, καθώς η συγκέντρωση στη Νομική άναβε , κι όλα ήταν συνειδητά. Και έβραζε η Ελλάδα, κόχλαζε. Ντοϊτσε Βέλε , ΜπίΜπισι, στα βραχέα αν θυμάμαι καλά , με το αυτί κολλημένο στο ηχείο, γιατί και οι τοίχοι είχαν αυτιά.

Ο μπαμπάς είχε πάει στη Μπουμπουλίνας «μια βόλτα», είχε φάει και τις ψιλές του, ευτυχώς όχι πολλά πράγματα, άλλοι είχαν σακατευτεί. Και το Πολυτεχνείο γεννήθηκε και έζησε και άνθισε και τα παιδιά κλείστηκαν μέσα και δεν είχαν όπλα, ούτε μολότοφ, ούτε μια μπουκιά ψωμί.

Και έτρεχε ο κόσμος με κίνδυνο της ζωής του γιατί οι σφαίρες πέφταν σαν το χαλάζι και πέταγε ψωμιά μέσα απ΄τα κάγκελα , εκεί που ήταν το πανό με το σύνθημα « Ψωμί ,παιδεία, ελευθερία». Αχ, πόσο επίκαιρο είναι αυτό το σύνθημα 39 χρόνια μετά… Πώς πέρασαν κι όλας… Και πόσο κοντά μας είναι… Άραγε μετά από άλλα σαράντα χρόνια θα έχουμε προχωρήσει ένα έστω βήμα μπροστά απ΄αυτό το σύνθημα; Ή θα παραμένει το ίδιο ανεκπλήρωτο ιδανικό , ένας ουρανός της επαγγελίας άφθαστος για μας τους επίγειους;

Όχι. Δεν μ΄άρεσε η «γιορτή» του Πολυτεχνείου έτσι όπως είχε γίνει. Μια σούπα νερόβραστη, μια πληκτική συνήθεια.

Δεν μ΄άρεσε. Αλλά φέτος μ΄αρέσει. Γιατί φέτος ξάναρθε η ευωδιά της ανάστασης. Το Πολυτεχνείο φέτος ξαναζεί.

Ή μάλλον αναστήθηκε. Και αναστήθηκε επειδή κι ο εχθρός αναστήθηκε για τα καλά πια. Ο φασισμός είναι εδώ. (΄Η μήπως δεν είχε πεθάνει ποτέ;) Ο κάθε φασισμός εσωτερικού και εξωτερικού. Γηγενής και εισαγόμενος.

Ατομικός και συλλογικός.

Γι αυτό λοιπόν φέτος χαίρομαι. Επειδή το Πολυτεχνείο ξαναζεί, ο φασισμός θα πεθάνει, κι οι καρδιές θα μιλήσουν.
 
Πηγή: https://www.facebook.com/elenzioga