Το να συνηθίζει ο πρόσφυγας στο αποτρόπαιο, να αποδέχεται μοιρολατρικά το δυσανεκτικό έως και ασφυκτικό μέλλον του, ενδυναμώνει την απάθεια των χωρών και των πόλεων που τον υποδέχονται. 

Ads

Μοιάζει ο οδοιπόρος ξενομερίτης να φοράει σωσίβιο ήδη από τη χάραξη της ονειρεμένης τροχιάς που θέλει να ακολουθήσει. Και δεν θα μιλήσω σ’ αυτό το κείμενο μόνο για τον πρόσφυγα ενός κανονικού πολέμου. Θέλω να πω και γι’ αυτούς που μάχονται με εσωτερικούς τους δαίμονες και προσπαθούν να διαρρήξουν τα δεσμά τους, σφυρηλατημένα απ’ τους ίδιους, και να φύγουν για έναν άλλο εαυτό… 

Είναι και κάποιοι άλλοι που φεύγουν απ’ την πατρογονική γη τους για τα μεγάλα αστικά κέντρα της ίδιας χώρας μ’ αυτήν που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τελικά και σε κάθε περίπτωση μιλάμε για πόλεμο. Μιλάμε για χώρο, χώρα, ταξίδι, εσωτερικά πράγματα ή εξωτερικές συντεταγμένες.  Όπως κι αν χρησιμοποιώ τις έννοιες σ’ αυτό το κείμενο, ας προσληφθούν με τη διττή τους σημασία. Μια ερμηνεία για τη ψυχή και μία για τον ορίζοντα που στοχεύει το βλέμμα. 

Όταν φεύγει ο πρόσφυγας αφήνει πίσω την μητέρα και τον πατέρα του. Άλλες φορές ζωντανούς άλλες στα μνήματα. Αφήνει πίσω τη μνήμη του για τον βίο στο λίκνο που τον έθρεψε. (Αλλιώς ο νόστος θα ήταν ανυπόφορος.) Αφήνει πίσω του πολλούς απ’ αυτούς που ήταν τα χαμόγελα και οι περισυλλογές του στο δρόμο για τις δουλειές του. Αφήνει πίσω του την μουρλή Αγγελική, την Αφροδίτη, τον Αχμέτ, τον Τζόναθαν, τον Πέτρο. 

Ads

Όλα τα πρόσωπα της γλυκύτητας της καθημερινότητας του. Χάνει την εξοικείωση του με τον χρόνο και το χώρο. Ό,τι αποδομείται πρέπει να αναδομηθεί. Ο πρόσφυγας χάνει την τέχνη του. Το κοινωνικό του κύρος. Στον νέο του προορισμό πρέπει να ξαναχτίσει την ταυτότητα του – που μπορεί και να μην είχε ποτέ. Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες είναι ένας θρυμματισμένος  άνθρωπος. Πρέπει να βρει καινούργιες ζείδωρες πηγές για να αντλήσει δύναμη και ο δρόμος προς αυτές δεν είναι εύκολος. 

Πως να φτάσεις στο νάμα δίχως κανένα έρεισμα; Με ενάντιους ανέμους και ανθρώπους και ψυχές, βουνά, ποτάμια, σύνορα κανένας δεν έφτασε ποτέ σε κάτι άλλο. Επέστρεψε μόνο στην παλιά του κόλαση. Η επιστροφή είναι η ήττα του πρόσφυγα. Η στασιμότητα, το πάγωμα των ονείρων, η τροχοπέδη κάθε ελπίδας για μια πορεία προς την εξέλιξη.  O ξεριζωμένος χάνει και τις σιωπές του, το νόημα τους που μια ζωή έχτιζε, χάνεται διαμιάς όταν αναγκάζεται σε οποιουδήποτε είδους φυγή. Όλα χάνονται ; δεν ξέρω μα σαν να αρχίζω να αμφιβάλλω ο ίδιος γι’ αυτά που γράφω. Θα συνεχίσω λίγο ακόμη στο ίδιο ύφος και δεν θα ξεχάσω ν’ αναπτύξω και μια άλλη άποψη που τώρα στερεοποιείται μέσα μου.

Οι πρόσφυγες στο όνομα της ελπίδας και της ελευθερίας, στη νέα γη της απαντοχής τους για μια αξιοπρεπέστερη ζωή, υπομένουν εγκλήματα ανυπέρβλητης φρικαλεότητας που ούτε κι ο φόβος του θανάτου μπορεί να δώσει άλλοθι στην υπεράνθρωπη  καρτερία τους.  Όλοι οι νομάδες, νεοφερμένοι, μετανάστες του κόσμου κρύβουνε την καταγωγή τους, την απωθούν για να την ξεχάσουν κι εκείνη τους επισκέπτεται στον ύπνο τους με την μορφή κάποιου μουσικού παραδοσιακού σκοπού του κόσμου και του εαυτού που άφησαν πίσω τους. Καμιά φορά αυτοί οι άνθρωποι αλλάζουν ακόμη και τα ονόματα τους, τα στοιχεία τους, με αλλεπάλληλες μετωνυμικές διαδικασίες. Θέλουν να βγάλουν νέες ρίζες να αγαπήσουν και να αγαπηθούν από το νέο. Θυμάμαι κάποτε όταν έφυγα από μια πόλη της Ελλάδας σε μια άλλη πόσο χαμένος αισθανόμουν για μερικά χρόνια στον προορισμό μου. 

Η χώρα μας συμπεριφέρεται ρατσιστικά και στις εσωτερικές μετακινήσεις. Ο ξένος στην ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου είναι ο τυχοδιώκτης, ο αριβίστας, ο μη έχων καταβολές. Ζώντας στην νέα πόλη ανακάλυψα πως δεν ήμουν κάποιος, ήμουν ένας αόρατος. Όφειλα να εφεύρω ξανά τον εαυτό μου για να μην κάνω ζωή σαν του παρία. Περισυνέλεξα όλες τις ιδιότητες και δεξιότητες μου ενάντια στην καχυποψία των πολλών. Έπρεπε να τους αποδείξω και την ίδια τη βούληση μου για ζωή. Το εντελώς αδόξαστο του παρελθόντος μου εμφυσούσε στους άλλους έως και απέχθεια. Λυπάμαι για όσα διατυπώνω. Αναμετρήθηκα με πολλές καταστάσεις μέχρι να προσφέρω στην νέα μου πόλη τη νίκη μου. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι περιθωριακοί και αόρατοι σαν κι εμένα, νομίζω τα πράγματα δεν θα είχαν φτάσει ποτέ κάπου.  

Θα είχα εξαχρειωθεί και θα είχα γίνει μισάνθρωπος. Ο  πρόσφυγας ταξιδεύοντας για να βγει στην περιοχή του πόθου του αποτινάσσει από πάνω του όλες τις βαρβαρότητες του οικείου πολιτισμού του. Εξαγνίζεται και μετά διαφθείρεται. Λίγοι αντέχουν στις πιέσεις. Ο ρατσισμός έχει μονάχα θύματα και κάποια απ’ αυτά, μέσα απ’ την καταστροφή των συστημάτων αναφοράς τους στην κοινωνία, γνωρίζουν την απόλυτη αποξένωση, την ψυχωσική εκτροπή ή την εξαλλαγή τους σε θύτες.    
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος στην ηττοπάθεια που του δίνουν. Υπάρχει και μια άλλη πιο αισιόδοξη άποψη για τους πρόσφυγες.  Ο πρόσφυγας κοιτάζει μπροστά. Είναι φορέας ρηξικέλευθων δυναμικών για όλα όσα δημιουργούν το αμάλγαμα του ανθρώπινου πολιτισμού.  Είναι ο νεοφερμένος. Κομίζει το νέο και δεν χρειάζεται να ξεχάσει καθόλου αυτά που άφησε πίσω του. Όταν πιάσει λιμάνι έχει μαζί του τα καλύτερα απ’ την πραμάτεια του τόπου της φυγής του. Θα διδάξει στους ρατσιστές τις αφηγήσεις των ομοπάτριων του και θα τους δείξει πως είναι ψυχωφελές και γοητευτικό να γνωρίσεις καινούργιους κόσμους. Ο ξένος φέρει τα εχέγγυα για να κάμψει το μίσος των μισαλλόδοξων αλλά δεν το γνωρίζει και χάνει τις δυνάμεις του.  Τρομάζει κι ο ξένος απ’ το ξένο, απ’ αυτό που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί άμεσα. Ας μην το οικειοποιηθεί. Ας δείξει στο λαό που τον υποδέχεται και τον δικό του ακένωτο θησαυρό. 

Δεν ξέρω αν αυτή η δεύτερη άποψη μου ευσταθεί. Νομίζω πως είναι πολύ αισιόδοξη. Και δεν διαμορφώνουν πια οι άνθρωποι τα συναισθήματα τους απέναντι σε γεγονότα και δοκιμασίες,,, συλλογικές και ατομικές. Είναι ένα αξεδιάλυτο πλέγμα χειριστικών μηχανισμών που έχει βάλει τέλος στη συζήτηση περί αχειραφέτητης βούλησης. Κι όλα αρχίζουν ξανά.  

Βιβλιογραφία: Εμείς οι πρόσφυγες, Hannah Arendt, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.