Απόσπασμα από τη μελέτη Η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα, 1945-9, δημοσιευμένο στο συλλογικό τόμο: Ο Ελληνικός Εμφύλιος 1943-1950 – Μελέτες για την πόλωση, υπό την επιμέλεια του David Close
 
Πολιτικές προοπτικές και στόχοι

Ads

Μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ δεν διέθεταν κάτι που να μοιάζει έστω κι από μακριά με επίσημη πολιτική για την Ελλάδα. Βέβαια, από επίσημα χείλη είχαν εκφραστεί διάφορες περιστασιακές εκφράσεις συμπάθειας για τον αγώνα της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους, και μετά το 1921 η Αμερική είχε δώσει σημαντική οικονομική και διοικητική υποστήριξη στις προσπάθειες της Κοινωνίας των Εθνών για την επανεγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Υπήρχε ακόμα και κάποιο ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά, όπου θα μπορούσαν ίσως να διατεθούν ορισμένα αμερικανικά προϊόντα. Και πολλοί ιδιώτες Αμερικανοί ασχολούνταν με εκπαιδευτικά, ανθρωπιστικά και αρχαιολογικά προγράμματα. Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως κι ολόκληρη η νοτιοανατολική Ευρώπη, βρισκόταν έξω από τον κύκλο των αμερικανικών συμφερόντων και οι πολιτικές εξελίξεις σ’ αυτή τη χώρα δε γεννούσαν κανένα ενδιαφέρον ή ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έπρεπε ν’ αναγνωριστεί η Ελλάδα σαν ένας γενναίος, αν και μικρός σύμμαχος, η Ουάσιγκτον απέφυγε οποιαδήποτε ενεργό ανάμιξη στις ελληνικές υποθέσεις, κι αντιστάθηκε στις προσπάθειες για εξασφάλιση αμερικανικής οικονομικής βοήθειας για την ανακούφιση και ανοικοδόμηση της Ελλάδας, πέρα από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει μέσω της UNRRA.

Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν ν’ αποφεύγουν την άμεση ανάμιξη στα κατ’ εξοχήν ελληνικά ζητήματα. Όμως, αυξανόταν συνεχώς το ενδιαφέρον τους για τις ευρύτερες πολιτικές προοπτικές, στο πλαίσιο των οποίων η Ελλάδα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος πειράματος. Έτσι, ταραγμένη εξαιτίας της σοβιετικής συμπεριφοράς στην ανατολική Ευρώπη, η κυβέρνηση Τρούμαν αντιμετώπισε την ανάγκη να στηρίξει τη διακήρυξη της Γιάλτας για την απελευθερωμένη Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία οι τρεις μεγάλοι Σύμμαχοι αναλάμβαναν να επιβλέψουν την αποκατάσταση της δημοκρατίας σε κράτη προσφάτως απελευθερωμένα από την εχθρική κατοχή. Κι έτσι, οι ΗΠΑ βοήθησαν στην επίβλεψη των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα, συνεργαζόμενες με την Αγγλία και τη Γαλλία. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συμμετάσχει. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε την άσκηση σημαντικής, αν και σπασμωδικής, επιρροής στην ελληνική πολιτική σκηνή, μέσω κυρίως Βρετανών αξιωματούχων, κι άνοιξε το δρόμο για ένα περισσότερο επεμβατικό ρόλο στα κατοπινά χρόνια. Επίσης, παρά την προηγούμενη αντιπάθεια για την «τυραννική τακτική» και τα «ανακατώματα» της Αγγλίας στις ελληνικές υποθέσεις, οι Αμερικανοί επίσημοι θεωρούσαν την Αγγλία ουσιαστικό στοιχείο στη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη που επιθυμούσαν να οικοδομήσουν οι ΗΠΑ.

Κι έτσι, η αγγλική πολιτική στην Ελλάδα και τα Ηνωμένα Έθνη (όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε επίπεδο πολέμου λέξεων μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας το «Ελληνικό Πρόβλημα»), αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια στην Ουάσιγκτον. Πιο σημαντικό, όμως, ήταν το ότι η Ελλάδα έγινε αντικείμενο αμερικανικού ενδιαφέροντος μόνο όταν η κυβέρνηση Τρούμαν πείστηκε ότι ο ελληνικός πόλεμος ήταν άμεσο αποτέλεσμα της διαμάχης Ανατολής-Δύσης που είχε προκαλέσει ο σοβιετικός επεκτατισμός, κι οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να σπεύσουν σε βοήθεια της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα λόγια Αμερικανού επισήμου, η Ελλάδα είχε γίνει «ο δοκιμαστικός σωλήνας τον οποίο παρακολουθούν οι λαοί όλου του κόσμου για να διαπιστώσουν αν η αποφασιστικότητα των Δυτικών Δυνάμεων ν’ αντισταθούν στην επιθετικότητα, είναι ίση με εκείνη του διεθνούς Κομμουνισμού που θέλει ν’ αποκτήσει νέες περιοχές και νέες βάσεις για παραπέρα επιθετικότητα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτρέψουν την κατάκτηση της Ελλάδας, οι λαοί, και ιδίως εκείνοι της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, θα βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και θα πληγούν από αβεβαιότητα και σύγχυση παρόμοιες μ’ εκείνες που επικρατούν στην Ελλάδα σήμερα». Με δυο λόγια, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σκοπό να εμποδίσουν μια παραπέρα σοβιετική επέκταση, η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα σημαντικό πεδίο μάχης, κι ο εμφύλιός της η πρώτη μεγάλη αψιμαχία.

Ads

Τις παραμονές της ομιλίας του Προέδρου Τρούμαν στις 12 Μαρτίου 1947 (με την οποία η πολιτική της ανάσχεσης παρουσιάστηκε με πολύ θολούς και βαρύτατα ιδεολογικούς όρους), ο ξεκάθαρος στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης θα ήταν «η ήττα των Σοβιετικών στις προσπάθειές τους να καταστρέψουν την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας… Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ πρέπει να κάνουν πλήρη χρήση της πολιτικής, οικονομικής και, αν χρειαστεί, και της στρατιωτικής δύναμής τους, μ’ όποιον τρόπο θα είναι περισσότερο πρόσφορος για να μην βρεθεί η Ελλάδα κάτω από την κυριαρχία της ΕΣΣΔ, είτε ύστερα από εξωτερική ένοπλη επίθεση, είτε μέσω κομμουνιστικών κινήσεων κατόπιν προτροπής της ΕΣΣΔ στο εσωτερικό της Ελλάδας, και εφόσον η νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας επιδεικνύει αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση μιας τέτοιας κομμουνιστικής επιθετικότητας». Και σύμφωνα μ’ όλα αυτά, οι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον βάλθηκαν να δημιουργήσουν τις συνθήκες που εκείνοι θεωρούσαν απαραίτητες για την επιτυχία τούτης της πολιτικής.

image

Η εφαρμογή

Πρώτα απ’ όλα, για να είναι άξια οποιουδήποτε είδους αμερικανικής υποστήριξης, η κυβέρνηση της Αθήνας έπρεπε ν’ απομακρυνθεί από τον έλεγχο της Δεξιάς και να ανατεθεί σε μια πλατιά συμμαχία αντικομμουνιστικών ομάδων που θα μπορούσε να τερματίσει τις υπερβολές των δεξιών και ν’ αποκαταστήσει μια επίφαση, έστω, νομιμότητας και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Έγιναν λοιπόν προτροπές προς τους Έλληνες πολιτικούς να συνεργαστούν στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης «με όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση, όλων των πατριωτικών και υπέρ της νομιμότητας κομμάτων». Μια τέτοια πολιτική αναμόρφωση στην κορυφή, θα στερούσε από τους αντάρτες τη λαϊκή υποστήριξη και θα τους χαρακτήριζε πιο καθαρά ως εχθρούς του έθνους και όργανα του Σλαβοκομμουνισμού. Θα μπορούσε ακόμα να βάλει τέρμα στις διαιρέσεις των «εθνικοφρόνων», να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ανταρσία και να ξεκινήσει τη διαδικασία της εθνικής συμφιλίωσης και της οικονομικής ανόρθωσης. Κι ακόμα, θα έκανε την ελληνική κυβέρνηση ν’ ανταποκρίνεται πιο θετικά στις αμερικανικές συμβουλές και θα σταματούσε τις επικρίσεις που ακούγονταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ότι η κυβέρνηση Τρούμαν πήγαινε να βοηθήσει ένα αντιδραστικό καθεστώς.

Ακόμα όμως κι αν μπορούσε να δημιουργηθεί μια ιδανική κυβέρνηση συνασπισμού,επιτυχία της θα ήταν αμφίβολη, εφόσον θα έπρεπε να εργαστεί με μια αποθαρρημένη, καταπτοημένη, κομματικοποιημένη και ανεπαρκή κρατική γραφειοκρατία, όπως είχε ανακαλύψει ήδη με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η βρετανική εμπειρία. Κατά συνέπεια, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου προγράμματος βοηθείας, και κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας, έπρεπε Αμερικανοί αξιωματούχοι ν’ αναλάβουν τον έλεγχο βασικών κυβερνητικών λειτουργιών στην Αθήνα. Τέλος, αφού στόχος της Ουάσιγκτον ήταν να προστατέψει την Ελλάδα ενάντια στην εξωτερική και εσωτερική κομμουνιστική επιθετικότητα, ήταν «εκ των ων ουκ άνευ» να κρατηθούν μακριά οι ξένοι εχθροί της Ελλάδας και να νικηθούν τα ντόπια παρακλάδια τους. Έτσι, οι ΗΠΑ προειδοποίησαν αυστηρά και επανειλημμένα τα καθεστώτα του Σοβιετικού Μπλοκ να μην αναγνωρίσουν την κομμουνιστική «κυβέρνηση» του βουνού, και στη συνέχεια ανέλαβαν δραστήριο ρόλο στις προσπάθειες του ΟΗΕ για εντοπισμό της ξένης βοήθειας που έπαιρναν οι Έλληνες αντάρτες. Και περισσότερο επί της ουσίας, η Ουάσιγκτον πήρε από το Λονδίνο το έργο της χρηματοδότησης, εφοδιασμού και διεύθυνσης των δυνάμεων της ελληνικής κυβέρνησης στον πόλεμό τους κατά του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού. Και παρόλο που οι κατοπινοί επικριτές της αμερικανικής πολιτικής έχουν δίκιο όταν λένε πως οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οικοδομήθηκαν με θέματα εσωτερικής ασφάλειας κατά νου, το επιχείρημα αυτό μάλλον δεν είναι σοβαρό: στα τέλη τ ης δεκαετίας του ’40, το καλύτερο που μπορούσε να ελπίζει κανείς ήταν να κάνει τον ελληνικό στρατό ικανό να νικήσει τον εσωτερικό εχθρό.

Την αντίσταση κατά των στρατιών του Σοβιετικού Μπλοκ, μπορούσε να μελετήσει κανείς μόνο μέσα στα πλαίσια μιας εκτεταμένης σύρραξης Ανατολής-Δύσης, κατά την οποία την άμυνα της Ελλάδας θα έπρεπε να εξασφαλίσουν οι πάτρονές της. Σ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι μελετούσαν στα σοβαρά την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να υποστηρίζει την ιδέα, και το υπουργείο Άμυνας να την πολεμά. Τελικά, η αποσκίρτηση της Γιουγκοσλαβίας από το Σοβιετικό Μπλοκ και η νίκη των δυνάμεων της ελληνικής κυβέρνησης, έβαλαν τέλος στις συζητήσεις. Αν όμως δε χρειάστηκαν αμερικανικά στρατεύματα για να ηττηθούν οι αντάρτες, ο πόλεμος διεξήχθη κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα μιας μεγάλης αμερικανικής αποστολής, η επιρροή κι ο έλεγχος της οποίας ήταν αισθητοί σε κάθε βήμα του σχεδιασμού και της εκτέλεσης των επιχειρήσεων. Αν, στα πρώτα χρόνια, οι Άγγλοι σύμβουλοι βασίζονταν στον Δαμασκηνό για την εφαρμογή του πολιτικού τους προγράμματος, οι Αμερικανοί εμπιστεύτηκαν τελικά τους στρατιωτικούς στόχους τους στον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο που, μετά τις αμφίρροπες μάχες του 1948, ανέλαβε σχεδόν δικτατορικές αρμοδιότητες και έπεισε την κυβέρνηση να θέσει σαν πρωταρχική της προτεραιότητα την πάταξη του στρατού των ανταρτών.

Αρχικά, η κρυφή φιλοδοξία της Ουάσιγκτον ήταν να εισαγάγει στην Ελλάδα σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, κάτι σαν το «Νιου Ντιλ» του Φράνκλιν Ρούζβελτ, που θα δημιουργούσαν μια κοινωνία με μεγαλύτερη ισότητα, φιλελεύθερη-προοδευτική, και με αποτελεσματική κυβέρνηση. Σύντομα, ωστόσο, η άμεση και στενή ενασχόληση με τις ανάγκες της καταπολέμησης της ανταρσίας που επισκίαζαν όλα τ’ άλλα, μαζί με τις ατέλειωτες δυσκολίες που συναντούσαν στη «μεταφύτευση» σε ξένη γη αδοκίμαστων ιδεών «κοινωνικής μηχανικής» και την αμετακίνητη αντίδραση σε κάθε αλλαγή της ελληνικής ελίτ της εξουσίας, ανάγκασαν τους Αμερικανούς να ικανοποιηθούν με τον πολύ μέτριο στόχο της σωτηρίας της Ελλάδας από τον κομμουνισμό. Βέβαια, μια μαζική βοήθεια κάθε είδους προμήθευσε την αναγκαία βάση για μια μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη και πολιτική σταθερότητα. Στη διπλωματική γλώσσα μιας μελέτης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που γράφτηκε αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου:

Στο εσωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες προώθησαν την εφαρμογή υγιών πολιτικών και κοινωνικών απόψεων σε αντίβαρο των ανατρεπτικών προσπαθειών των κομμουνιστών και ενθάρρυναν την τήρηση δημοκρατικών, συνταγματικών διαδικασιών καθώς και την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, σε βαθμό που να μην αντιστρατεύονται την ασφάλεια του κράτους. Οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών για προώθηση και εφαρμογή νομοθεσίας που θα επέτρεπε τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, θα βελτίωνε την αποτελεσματικότητα των ελληνικών οικονομικών και διοικητικών διαδικασιών και θα απάλλασσε την ελληνική οικονομία από μονοπωλιακές και αντιφατικές πρακτικές, υπήρξαν εν μέρει μόνο επιτυχίες.

image

Οι μέθοδοι

Μόλις η κυβέρνηση Τρούμαν πήρε την απόφαση να προμηθεύσει στην Ελλάδα βοήθεια ευρείας κλίμακας, βάλθηκε ν’ αποσπάσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού από τους απαρχαιωμένους συντηρητικούς του Λαϊκού Κόμματος, και να τον παραδώσει σε μια πλατιά συμμαχία υπό τον Σοφούλη, τον ηγέτη των Φιλελευθέρων. Όταν, κατά τα τέλη Αυγούστου του 1947, ο πρεσβευτής Μακβή αποδείχτηκε πολύ μαλακός και διπλωματικός για να επιτύχει το ζητούμενο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε επιτόπου έναν ανώτερο αξιωματούχο, τον Λόι Γ. Χέντερσον, ο οποίος προειδοποίησε ωμά τους Έλληνες πολιτικούς και τον βασιλιά Παύλο (που είχε διαδεχτεί τον αδελφό του Γεώργιο τον Απρίλιο του 1947) ότι αν δεν συνεργάζονταν αμέσως στο σχηματισμό της κυβέρνησης που τους είχε προταθεί, «το Κογκρέσο κι ο αμερικανικός λαός μπορούσαν ωραιότατα ν’ αρνηθούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν την ενέργεια και τους πόρους τους σε βοήθεια για την Ελλάδα». Στις 7 Σεπτεμβρίου, ορκίστηκε καινούρια κυβέρνηση με τον Σοφούλη πρωθυπουργό και τον Τσαλδάρη να διατηρεί την αντιπροεδρία και το υπουργείο των Εξωτερικών. Από εκεί καιμετά, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι μπορούσαν να θεωρούν δεδομένο ότι οι Έλληνεςπολιτικοί και τα Ανάκτορα -κι ας συνεχίστηκαν οι διαφωνίες κι οι εναλλαγές υπουργών θαεκτελούσαν τα προστάγματα της Ουάσιγκτον, στη θεωρία τουλάχιστον.

Αντίθετα από τους Άγγλους, που είχαν προσπαθήσει να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα περιορίζοντας τις πιέσεις τους στην κυβέρνηση, οι Αμερικανοί ήταν διατεθειμένοι ν’ αποκτήσουν τον άμεσο έλεγχο νευραλγικών τομέων της κρατικής γραφειοκρατίας, για να εξασφαλίσουν τη σωστή λειτουργία τους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των ανώτατων κλιμακίων. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε μέσα από έναν αριθμό επίσημων συμφωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑκαι με την προσεκτική κατανομήαρμοδιοτήτων ανάμεσα στον πρεσβευτή των ΗΠΑ και τον επικεφαλής της ΑμερικανικήςΑποστολής Βοήθειας για την Ελλάδα (AMAG). Πρόσθετες, συγκεκριμένες αρμοδιότητεςανατέθηκαν απευθείας στο Κοινό Αμερικανικό Επιτελείο Στρατιωτικών Συμβούλων καιΟμάδας Σχεδιασμού (JUSMAPG). Με όλα αυτά, παρόλο που στους τομείς των δαπανών,εσόδων, νομίσματος, εμπορίου, κ.λπ., η οικονομική επιτροπή είχε τον πρώτο λόγο, οκατάλογος των αρμοδιοτήτων της πρεσβείας κάθε άλλο παρά αμελητέος ήταν. Ήτανυπεύθυνη για:

α) Κάθε ενέργεια των εκπροσώπων των ΗΠΑ σε σχέση με μεταβολές στην ελληνική κυβέρνηση,
β) Κάθε ενέργεια από εκπροσώπους των ΗΠΑ για μεταβολές ή αποτροπή μεταβολών στην ανώτατη διοίκηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων,
γ) Κάθε ουσιαστική αύξηση ή μείωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων,
δ) Κάθε διαφωνία με τις ελληνικές ή τις αγγλικές αρχές που, άσχετα με την προέλευσή της θα μπορούσε να βλάψει τη συνεργασία ανάμεσα στους Αμερικανούς αξιωματούχους στην Ελλάδα και τους Έλληνες ή τους Άγγλους επισήμους,
ε) Κάθε σημαντικό ζήτημα σχετικό με τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, τα Ηνωμένα Έθνη, ή οποιαδήποτε ξένη χ ώρα άλλη από τις Η ΠΑ.
στ) Κάθε σημαντικό ζήτημα αναφορικά με την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στα ελληνικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα ανατρεπτικά στοιχεία, τις αντάρτικεςστρατιωτικές δυνάμεις κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων και των ζητημάτων αμνηστίαςτιμωρίας, και τα παρόμοια,
ζ) Κάθε ζήτημα που θα αναφέρεται στη διενέργεια εκλογών στην Ελλάδα.
Όταν ο επικεφαλής της οικονομικής αποστολής Ντουάιτ Γκρίζουολντ κατηγορήθηκε επειδήέγινε -για τα μάτια ορισμένων, τουλάχιστον – ο «πιο ισχυρός άνθρωπος στην Ελλάδα»,εκείνος αποκρίθηκε: «Πιστεύω πως ήταν πρόθεση του Κογκρέσου η Αποστολή αυτή να ενεργεί διακριτικά αλλά και με πυγμή, για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της Ελλάδας έτσι που να σταματήσουμε εδώ τον Κομμουνισμό. Το Κογκρέσο είχε επίσης την πρόθεση -και μέλη του που μας επισκέφτηκαν εδώ το υπογράμμισαν- η Αποστολή να ασκεί αυστηρούς ελέγχους στις δαπάνες αμερικανικών και ελληνικών κεφαλαίων. Αυτό, προϋποθέτει ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις, και δεν βλέπω να κερδίζουμε τίποτα προσποιούμενοι πως πρόκειται για κάτι άλλο».

Πέρα από τις επίσημες δομές του ελληνικού κράτους, αφιερώθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις συνδικαλιστικές οργανώσεις οι οποίες, αν και παραδοσιακά υπόκεινταν στη χειραγώγηση του κράτους παρέμεναν, όπως ήταν φυσικό, ευάλωτες στον ακτιβισμό της Αριστεράς και κατά συνέπεια ικανές να παρεμποδίζουν τις προσπάθειες της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης για σταθεροποίηση και ενίσχυση της οικονομίας. Με τους αξιωματούχους της πρεσβείας συνεργάστηκαν εκπρόσωποι της Αμερικανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (AFL), του Συνεδρίου Βιομηχανικών Οργανισμών (CIO), και της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ελεύθερων Εργατικών Συνδικάτων (ICFTU), για να κατανικηθούν απόπειρες να περάσει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας και οι συνδεδεμένες μ’ αυτήν οργανώσεις κάτω από κομμουνιστική ηγεσία.

Όπως ήταν φυσικό, εκείνοι που χάραζαν την αμερικανική πολιτική αντιμετώπιζαν την κατανίκηση της ανταρσίας σαν τη λυδία λίθο των προσπαθειών τους στην Ελλάδα. Μετά το 1947, παρόλο που μια μικρή αγγλική στρατιωτική αποστολή παρέμεινε στην Ελλάδα, ο ρόλος της συρρικνώθηκε ουσιαστικά σε μια συμβολική παρουσία που βασικά είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Από τότε, η JUSMAPG ανέλαβε την αρμοδιότητα -σε στενή συνεργασία με την ανώτερη στρατιωτική αρχή των ΗΠΑ- να αποφασίζει για το επιθυμητό μέγεθος και τον ανάλογο εξοπλισμό του ελληνικού στρατού, τη σωστή του οργάνωση και δομή, τους βασικούς διοικητές του και τα σχέδια για τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις του. Ο αρχηγός της αποστολής, στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλητ, συχνά με πολύ καυστική γλώσσα, κριτικάριζε διοικητές στο πεδίο της μάχης για την απόδοση των αντρών τους και βομβάρδιζε τον στρατηγό Παπάγο με συμβουλές και παράπονα. Ακόμα και τον Φεβρουάριο του 1949, στους τελευταίους δηλαδή μήνες του εμφυλίου, ο Βαν Φλητ θα ενημέρωνε τον Παπάγο ότι: . «…μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα δεν είναι ανάλογα με τα δαπανηθέντα κεφάλαια και τις διαθέσιμες δυνάμεις. Ειδικότερα, η έλλειψη επιθετικότητας και αποφασιστικότητας απέναντι στον εχθρό, σε συνδυασμό με την αποτυχία συμμόρφωσης και εφαρμογής των διαταγών, επηρέασαν τις επιχειρήσεις αρνητικά, περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα. Πάρα πολλοί διοικητές, πάρα πολύ συχνά, δεν αναλαμβάνουν αποφασιστική δράση σύμφωνα με την αποστολή τους και την κατάσταση του εχθρού».

Παράλληλα, Αμερικανοί αξιωματικοί προσκολλούνταν συχνά σε μεγάλες ελληνικές μονάδες και παρακολουθούσαν περιοδικώς μάχες από κοντά. Τα προβλήματα που κατέτρυχαν τις κυβερνητικές δυνάμεις στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου πολέμου ήταν πολλά και περίπλοκα. Οι Αμερικανοί επίσημοι είχαν φανερά κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένοι με το ρυθμό που προχωρούσε η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του στρατού απέναντι στους πολύ λιγότερους κι ελαφρότερα οπλισμένους αντάρτες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αμερικανικές πιέσεις, που μείωσαν τις πολιτικές επεμβάσεις σε στρατιωτικά ζητήματα, σε συνδυασμό με τα καλύτερα και άφθονα όπλα που προμήθευσαν οι Αμερικανοί, συνέβαλαν στη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Εκείνο όμως που ο Βαν Φλητ κι οι συνάδελφοί του δεν μπορούσαν να καταλάβουν, ήταν οι ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου στο σύνολο των Ελλήνων, και κυρίως σ’ όσους φορούσαν στολή. Ένας εμφύλιος πόλεμος είναι μια μοναδικά στρεβλωτική εμπειρία για ολόκληρο το έθνος, και είναι μοιραίο να επηρεάζει αρνητικά το ηθικό των στρατιωτών και την απόδοσή τους. Πιο απλά, οι Έλληνες διοικητές κι οι Αμερικανοί σύμβουλοί τους ήταν εξίσου ανέτοιμοι για να νικήσουν έναν εχθρό που χρησιμοποιούσε τακτικές ανταρτοπόλεμου σ’ ένα δύσβατο πεδίο όπως το ελληνικό, και βρισκόταν πολύ κοντά σε κράτη που πρόσφεραν καταφύγιο κι υποστήριξη στους αντάρτες62. Τελικά, η βελτίωση του ηθικού, της εκπαίδευσης, της δύναμης πυρός και της τακτικής του κυβερνητικού στρατιώτη, μαζί με τη στροφή των ανταρτών στις στατικές μάχες, τις ελλείψεις τους σε εφόδια και το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων, ήταν οι παράγοντες που έκριναν την έκβαση του πολέμου.

image

Ανακεφαλαίωση

Κάθε προσπάθεια να εκτιμηθεί η επίδραση της αγγλικής και της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, είναι μοιραίο να χρωματίζεται έντονα από υποκειμενικότητα και ιδεολογικές τοποθετήσεις. Στο τέλος, η συζήτηση εκφυλίζεται σε υποθέσεις για το τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν δεν είχαν επέμβει η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, αυτοί που βλέπουν τον Δημοκρατικό Στρατό σαν παράγωγο της δεξιάς τρομοκρατίας και δεν πιστεύουν ότι στη μετά τη Βάρκιζα περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε σκοπό την κατάληψη της εξουσίας με τη βία, θεωρούσαν πως η αγγλοαμερικανική επέμβαση εμπόδισε την πραγματοποίηση των νόμιμων πόθων της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης της χώρας, και διέκοψε την πρόοδο προς μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Άλλοι θεωρούν ότι η Αγγλία και οι ΗΠΑ εμπόδισαν συνδυασμένες προσπάθειες να υποταχθεί η Ελλάδα στην κομμουνιστική τυραννία και τη σοβιετική κυριαρχία, κι επέτρεψαν στη χώρα να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και τον -κατά βάση- δημοκρατικό χαρακτήρα της. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο αντίθετες ερμηνείες, βρίσκονται αμέτρητες άλλες παραλλαγές αναφορικά με την κρίση μετά τη Βάρκιζα και τις πιθανότητες επίλυσής της χωρίς την αγγλοαμερικανική ανάμιξη. Όπως κι αν έχει το πράγμα, σαράντα χρόνια μετά την ήττα της ανταρσίας, ο κύριος όγκος των υπαρχόντων στοιχείων φαίνεται πως υποστηρίζει ορισμένα συμπεράσματα που μπορούν να ανακεφαλαιωθούν ως εξής:

Στην απόφασή τους να επέμβουν στις ελληνικές υποθέσεις, η Αγγλία και οι ΗΠΑ σπρώχτηκαν από τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, και κυρίως από το φόβο σοβιετικής επέκτασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Μόλο που είναι λανθασμένη η θεώρηση ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε ύστερα από σοβιετική παρακίνηση, όταν ο συλλογισμός αυτός γινόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 έδειχνε να υποστηρίζεται από τις εξελίξεις που σημειώνονταν αλλού. Την ίδια στιγμή, κι οι δυο δυτικές κυβερνήσεις πίστευαν ειλικρινά ότι η πολιτική τους υπηρετούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας και ωφελούσε το ελληνικό έθνος. Απ’ την άλλη, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των ηγετών τους να δώσουν λύσεις στα δεινά της χώρας, οι περισσότεροι Έλληνες καλοδέχτηκαν την αγγλοαμερικανική επέμβαση όχι μόνο επειδή έφερνε μαζί της υλική βοήθεια, αλλά και σαν συμπαγή απόδειξη ότι η Ελλάδα παρέμενε σημαντικός παράγοντας για τις δυο παραδοσιακά φιλικές δυνάμεις που βρίσκονταν τώρα επικεφαλής του Δυτικού Κόσμου. Κι ακόμα, εκτός από την άκρα Αριστερά, οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες επιδίωκαν να γίνει πιο βαθιά η αγγλοαμερικανική ανάμιξη στη χώρα τους, και την εκμεταλλεύονταν προς όφελος των κομματικών συμφερόντων τους.

Στην απόφασή τους να επέμβουν στις ελληνικές υποθέσεις, η Αγγλία και οι ΗΠΑ σπρώχτηκαν από τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, και κυρίως από το φόβο σοβιετικής επέκτασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Μόλο που είναι λανθασμένη η θεώρηση ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε ύστερα από σοβιετική παρακίνηση, όταν ο συλλογισμός αυτός γινόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 έδειχνε να υποστηρίζεται από τις εξελίξεις που σημειώνονταν αλλού. Την ίδια στιγμή, κι οι δυο δυτικές κυβερνήσεις πίστευαν ειλικρινά ότι η πολιτική τους υπηρετούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας και ωφελούσε το ελληνικό έθνος. Απ’ την άλλη, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των ηγετών τους να δώσουν λύσεις στα δεινά της χώρας, οι περισσότεροι Έλληνες καλοδέχτηκαν την αγγλοαμερικανική επέμβαση όχι μόνο επειδή έφερνε μαζί της υλική βοήθεια, αλλά και σαν συμπαγή απόδειξη ότι η Ελλάδα παρέμενε σημαντικός παράγοντας για τις δυο παραδοσιακά φιλικές δυνάμεις που βρίσκονταν τώρα επικεφαλής του Δυτικού Κόσμου. Κι ακόμα, εκτός από την άκρα Αριστερά, οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες επιδίωκαν να γίνει πιο βαθιά η αγγλοαμερικανική ανάμιξη στη χώρα τους, και τηνεκμεταλλεύονταν προς όφελος των κομματικών συμφερόντων τους.
Αν και τα προγράμματα για την οικονομική ανόρθωση και την ανοικοδόμηση περνούσαν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην πολεμική προσπάθεια κατά των ανταρτών, θεμελίωσαν πάντως την αξιοπρόσεκτη πρόοδο που ακολούθησε στις επόμενες δεκαετίες.

Απ’ την άλλη, η ξένη υποστήριξη στις προπολεμικές ελίτ της εξουσίας, σε συνδυασμό με την πόλωση που ο εμφύλιος πόλεμος ώθησε σε νέα άκρα, κατέστρεψε την οποιαδήποτε ευκαιρία μπορεί να υπήρχε για απόλυτα αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η αγγλική και αμερικανική επέμβαση επέδρασαν άθελά τους στην προώθηση αντιδημοκρατικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού που, απαλλαγμένος από τον πολιτικό έλεγχο, έβλεπε τον εαυτό του σαν σωτήρα του κράτους και ρυθμιστή της νομιμότητας. Κάτω από τις πιέσεις του εμφυλίου πολέμου και της επίμονης επέμβασης Άγγλων και Αμερικανών αξιωματούχων, υπονομεύτηκε κι άλλο η ελληνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, καθώς κι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον εαυτό τους, ενώ τους γεννήθηκε ένα αίσθημα δουλικότητας απέναντι στους ξένους πάτρονες. Με δυο λόγια, η ανάμιξη της Αγγλίας και των ΗΠΑ στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο επέδρασε τόσο αρνητικά όσο και θετικά στο χαρακτήρα και την παραπέρα ανάπτυξη των ελληνικών κρατικών θεσμών και της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
 
* Ο Ιωάννης Ο. Ιατρίδης είναι καθηγητής της Διεθνούς Πολιτικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Σάουθερν Κονέκτικατ, κι έχει παραδώσει μαθήματα για τη σύγχρονη Ελλάδα στο Χάρβαρντ, το Γιέιλ και το Πρίνστον. Ανάμεσα στα έργα που έχει συγγράψει ή επιμεληθεί, περιλαμβάνονται και τα: «Το Βαλκανικό Τρίγωνο» (1968), «Εξέγερση στηνΑθήνα» ( 1972), «Οι Αναφορές τσυ Πρεσβευτή Μακβή» (1980),«ΕλληνοαμερικανικέςΣχέσεις – Μια κριτική επισκόπηση» (1980), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’40» (1981).Ασχολείται με ερευνητικά προγράμματα που αφορούν στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και την Ελλάδα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Πηγή: Feltor