Πριν από περίπου 2 μήνες, οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» δημοσίευσαν μια έκθεση σχετικά με τον σεξισμό στη δημοσιογραφία παγκοσμίως (Sexism’s toll on journalism), αλλά και με τις συνέπειες του συγκεκριμένου φαινομένου σε μια σειρά από τομείς.

Ads

Στον πρόλογο της έκθεσης, επισημαίνεται ότι οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» εννοούν ως σεξισμό «όλες τις μορφές της βίας με βάση το φύλο, συμπεριλαμβάνοντας τις διακρίσεις, τις προσβολές, τα ανεπιθύμητα αγγίγματα, τις λεκτικές και τις φυσικές σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τις απειλές για βιασμό αλλά και τον ίδιο τον βιασμό», τονίζοντας πως έχουν μια «καταστροφική συνέπεια στη ποικιλία των ειδήσεων και της πληροφορίας».

Η έρευνα βασίστηκε κυρίως στις απαντήσεις ενός ερωτηματολογίου, το οποίο στάλθηκε σε 150 ανθρώπους από 120 διαφορετικές χώρες, σε ανταποκριτές της οργάνωσης αλλά και σε δημοσιογράφους που ασχολούνται με ζητήματα φύλου, και αποτελούνταν από 30 ερωτήσεις, σε 3 διαφορετικές γλώσσες (Γαλλικά, Αγγλικά, Ισπανικά).

Συνολικά ελήφθησαν 136 απαντήσεις, από τις οποίες οι 112 κρίθηκαν έγκυρες και άρα χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση. Από τους ανθρώπους που απάντησαν στις ερωτήσεις, οι περισσότεροι/ες ήταν μεταξύ 36 και 55 ετών, με το 43% να είναι γυναίκες.

Ads

Ευρήματα

Αρχικά, στην ερώτηση «τί είδους βία με βάση το φύλο, ή σεξουαλική, επηρεάζει τις γυναίκες δημοσιογράφους στη χώρα σας», όπου οι ερωτηθέντες μπορούσαν να επιλέξουν παραπάνω από μια απάντηση, το 84% απάντησε σεξουαλική παρενόχληση, το 30% σεξουαλική κακοποίηση, το 27% απειλές για βιασμό, και το 7% πραγματικό βιασμό.

Όσον αφορά τα μέρη στα οποία πραγματοποιείται αυτού του είδους η βία, προκύπτει από τις απαντήσεις πως κατά σειρά συμβαίνει : 1) στο διαδίκτυο (73%, με email ή μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, 2) στον εργασιακό χώρο με σωματική επαφή (58%), 3) στο τηλέφωνο (47%), 4) στο δρόμο με σωματική επαφή (36%), 5) με γράμμα (15%), 6) στο σπίτι (13%).
Σχετικά με τον θύτη, συνήθως πρόκειται για κάποιον ο οποίος βρίσκεται σε ανώτερη θέση (51%). Τραγικό είναι ωστόσο πως σχεδόν το ίδιο ποσοστό, δηλαδή 1 στις 2 φορές (50%), ο θύτης ανήκει στις αρχές (κράτος, αστυνομία, πολιτικοί). Ακολουθούν κατά σειρά οι συνάδελφοι (46%), διάφορα μέλη κομμάτων ή αρχηγοί (46%), άγνωστοι (44%), συνεντευξιαζόμενοι (35%) και τέλος μέλη της οικογένειας ή φίλοι.

Το πρόβλημα ωστόσο δεν σταματά εκεί. Πέρα από τη βία που μπορεί να υποστεί μια γυναίκα επειδή είναι γυναίκα, ενδέχεται να βιώσει μια επιπλέον παρενόχληση, λόγω κάποιων άλλων ταυτοτήτων της (φυλή, σεξουαλική προτίμηση). Έτσι, σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν, οι γυναίκες συχνά βιώνουν ρατσιστικά σχόλια ή προσβολές (36%) και λεσβοφοβία (36%), όπως και σχόλια ή προσβολές για την θρησκεία τους (29%). Τέλος, σε μικρότερο ποσοστό αλλά όχι αμελητέο, δέχονται τρανσφοβία (19%).

Επικίνδυνες ζώνες

Μπορεί ο σεξισμός να εμφανίζεται παντού, ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι χώροι και περιβάλλοντα, στα οποία, λόγω και των χαρακτηριστικών τους, οι γυναίκες δημοσιογράφοι συνήθως είναι πιο ευάλωτες. Πρόκειται για τις «επικίνδυνες ζώνες», όπως αναφέρεται στην έκθεση.

Αρχικά, το πεδίο. Η Laurence Geai, μια Γαλλίδα φωτορεπόρτερ η οποία κάλυπτε συγκρούσεις για πάνω από μια δεκαετία, λέει πως «στο πεδίο οι άντρες συχνά σε ακουμπάνε και κάνουν άσεμνες χειρονομίες». Της έχει συμβεί με πολιτοφύλακα, με στρατιώτη αλλά και με έναν απλό πολίτη.

Πολλές φορές ωστόσο δεν πρόκειται απλώς για αγγίγματα. Το 2011, κατά την κάλυψη της Αιγυπτιακής Επανάστασης, 2 γυναίκες βιάστηκαν. Πρόκειται για την Lara Logan, ανταποκρίτρια του δικτύου CBS, και την Caroline Sinz, από το δίκτυο France 3. Και στις δύο περιπτώσεις οι γυναίκες δέχτηκαν επίθεση από ένα πλήθος ατόμων. «Πίστευα πως θα πεθάνω» δήλωσε η τελευταία.

Γενικότερα, οι βιασμοί, δεν αποτελούν (ευτυχώς) μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές βίας εναντίον των γυναικών (7%, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις). Είναι ωστόσο η «κορυφή του παγόβουνου», κάτι δηλαδή που μπορεί να γίνει ορατό από όλους.

Υπάρχουν όμως συμπεριφορές οι οποίες δεν γίνονται πάντα αντιληπτές ως σεξιστικές ή σαν κάτι που παραβιάζει δικαιώματα. Μια τέτοια περίπτωση είναι η πρακτική του «ανεπιθύμητου φιλιού». Στην Αμερική, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και σε άλλες χώρες, αρκετά συχνά γυναίκες που καλύπτουν αθλητικά, ή κάποια διαδήλωση ζωντανά, δέχονται τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, η οποία όμως δεν στοχεύει ποτέ τους άνδρες.

Μια από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, επεσήμανε πως οι γυναίκες υποτίθεται ότι θα πρέπει να είναι και περήφανες για αυτή την παρενόχληση, καθώς φαίνεται πως είναι σεξουαλικά ελκυστικές. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να περνούσαν απαρατήρητες παλαιότερα, αλλά με την εμφάνιση (και) του κινήματος του #MeToo, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Γενικά όμως, φαίνεται πως το «πεδίο» αποτελεί ως ένα βαθμό ακόμη ένα μέρος «για άνδρες», επειδή δεν είναι ασφαλές για τις γυναίκες, πράγμα που συχνά χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για να μην τις προσλάβουν, «για το καλό τους» (σελ. 7).

Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις που γυναίκες δημοσιογράφοι, ευρισκόμενες στο πεδίο, συνελήφθησαν και υπέστησαν σεξουαλική βία στη φυλακή. Το 2020, 387 δημοσιογράφοι βρίσκονταν στη φυλακή, 42 από τους οποίους ήταν γυναίκες. Το 2019 ο αριθμός ανερχόταν στις 31, που σημαίνει ότι σε ένα χρόνο είχαμε αύξηση σχεδόν 40%.

Ας μη ξεχνάμε πως, σύμφωνα με την έρευνα, τις μισές φορές ο θύτης ανήκει στις αρχές. Για παράδειγμα, η Solafa Magdy, η οποία κάλυπτε τις κοινωνικές αναταραχές στην Αίγυπτο, αλλά και ζητήματα δικαιωμάτων μειονοτήτων και γυναικών, βρίσκεται στη φυλακή από τον Νοέμβριο του 2019, κατηγορούμενη για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και διάδοση ψευδών ειδήσεων. Κατήγγειλε πως έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση στη φυλακή.

Μια άλλη δημοσιογράφος, η Pham Doan Trang, από το Βιετνάμ, βρίσκεται στη φυλακή από τις 6 Οκτωβρίου του 2020, για «αντικυβερνητική προπαγάνδα». Κάλυπτε κατά βάση θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βασανίστηκε μέσα στη φυλακή, όπως κατήγγειλε και η Διεθνής Αμνηστία.

Να σημειωθεί πως 5 χώρες συγκεντρώνουν πάνω από τους μισούς φυλακισμένους δημοσιογράφους παγκοσμίως. Η Κίνα, Η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, το Βιετνάμ και η Συρία.
Ένας ακόμη χώρος στον οποίο κατά βάση δέχονται παρενόχληση οι γυναίκες δημοσιογράφοι, είναι το διαδίκτυο. Και είναι κάτι που συμβαίνει με πολλούς τρόπους.
Η Lily Mayers, ρεπόρτερ από την Αυστραλία, είδε φωτογραφίες από τον λογαριασμό της στο Instagram να διακινούνται σε φόρουμ με πάνω από 80,000 ακόλουθους. «Κανείς δε μίλησε για τη δουλειά μου» είπε.

Επίσης, μερικές φορές χακάρονται οι κωδικοί των γυναικών (π.χ. από το μέιλ) και δημοσιεύονται προσωπικές τους πληροφορίες. Πολύ συχνές είναι επίσης οι απειλές, που κυμαίνονται από σχόλια και προσβολές, μέχρι απειλές για βιασμό, ακόμη και σε μέλη της οικογένειας κάποιας δημοσιογράφου.

Η δημοσιογράφος από την Ινδία Rana Ayyub, αφού έλαβε απειλές για βιασμό και θάνατο, είδε μέχρι και την ταυτότητά της να γίνεται αντικείμενο κλοπής, και να εμφανίζεται στο Twitter επεξεργασμένη, έτσι ώστε να φαίνεται πως υποστηρίζει μέχρι και τον βιασμό παιδιών. Πώς μπορούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτή;

Αφήνοντας το μέρος και στρέφοντας την προσοχή μας στον θύτη, αναφέρθηκε πως οι μισές επιθέσεις γίνονται από κάποιον ανώτερο. Γι’ αυτό, άλλη μια επικίνδυνη ζώνη είναι η αίθουσα σύνταξης.

Όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπινα δικαιώματα και ισότητα, πολλές χώρες είναι ίσως υπεράνω υποψίας. Όπως για παράδειγμα η Δανία (4η στην παγκόσμια κατάταξη των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα»). Κι όμως, «δεν μπορείς να πεις ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ίσοι στη Δανία», υποστηρίζει η Sofie Linde, παρουσιάστρια τηλεοπτικού προγράμματος.

Αφού αποκάλυψε πως πριν πολλά χρόνια ένας ανώτερος την είχε απειλήσει πως αν δεν συνευρεθεί μαζί του θα καταστρέψει την καριέρα της, ξεσήκωσε ένα κύμα γυναικών που δούλευαν στα μέσα, οι οποίες βρήκαν τη δύναμη να συντάξουν ένα άρθρο, που παρουσίαζε την κατάσταση που επικρατούσε στις αίθουσες σύνταξης. Ακατάλληλα σχόλια για την εμφάνιση ή/και τα ρούχα, συμπεριφορές που ξεπέρασαν τα όρια, υπονοούμενα. Το άρθρο υπέγραψαν 1,600 γυναίκες.

Μια άλλη δημοσιογράφος, η Gretchen Carison, από το Fox, υποστήριξε πως απολύθηκε επειδή δεν δέχτηκε να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες του προέδρου Roger Ailes. Ανάλογη περίπτωση είναι και αυτή της Megyn Kelly.

Στην πρώτη γραμμή

Φυσικά, δεν κινδυνεύουν όλες οι γυναίκες δημοσιογράφοι το ίδιο. Ειδικότερα, όσες ασχολούνται με τα γυναικεία δικαιώματα, την πολιτική και τον αθλητισμό (θυμηθείτε τα «ανεπιθύμητα φιλιά»), είναι πιθανότερο να βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση.

Άλλωστε, με βάση και το Statista, τα θέματα τα οποία προκαλούσαν μεγαλύτερα επίπεδα κακής συμπεριφοράς απέναντί τους στο διαδίκτυο, ήταν κατά βάση ζητήματα φύλου ή πολιτικής και εκλογών.

Στο Αφγανιστάν (βρίσκεται στην 112η θέση της παγκόσμιας κατάταξης), η Malalai Maiwand δολοφονήθηκε, μαζί με τον οδηγό της, την ώρα που πήγαινε στο γραφείο της. Στο Μεξικό (143η θέση), η Miroslava Breach, μια 54χρονη ρεπόρτερ, δολοφονήθηκε στο αμάξι της. Το ίδιο και η Gauri Lankesh, μια δημοσιογράφος από την Ινδία (142η θέση), την οποία πυροβόλησαν στο σπίτι της. Τί κοινό είχαν αυτές οι περιπτώσεις; Οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν, κάλυπταν όλες (και) θέματα γυναικείων δικαιωμάτων.

Επικίνδυνος ακόμη αποδεικνύεται και ο χώρος της πολιτικής, ανδροκρατούμενος μέχρι τώρα. Ας θυμηθούμε πως πολλές φορές οι θύτες είναι μέλη ή αρχηγοί κομμάτων, ή άτομα που δίνουν συνέντευξη.

Για παράδειγμα, γνωστή είναι η περίπτωση του Doland Trump, ο οποίος ουκ ολίγες φορές προχώρησε σε σεξιστικά σχόλια. Στη Βραζιλία, η ερευνήτρια Patricia Campos Mello, έπειτα μια αποκάλυψή της, δέχτηκε τρομερά σχόλια από τον Μπολσονάρο και τους γιους του, οι οποίοι την κατηγόρησαν πως βρήκε πληροφορίες με αντάλλαγμα «σεξουαλικές υπηρεσίες». Θα γινόταν το ίδιο αν ήταν άνδρας;

Επιπρόσθετα, αν μια γυναίκα ανήκει και σε κάποιου είδους μειονότητα, θρησκευτική ή εθνική για παράδειγμα (μουσουλμάνα, μετανάστρια), ή στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, είναι πιθανό να δεχθεί επιπλέον βία και διακρίσεις. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που δεν είναι λευκές, είναι 34% πιθανότερο να δεχθούν προσβλητική γλώσσα.

Τέλος, η μητρότητα μπορεί να λειτουργήσει κι αυτή ως παράγοντας ώθησης του σεξισμού. Πολλές φορές δεν ανανεώνεται η σύμβαση που έχουν μετά τη γέννα, ή αντιμετωπίζονται διαφορετικά όταν επιστρέφουν (σελ. 21). Επιπρόσθετα, οι απειλές για βιασμό, τώρα μπορεί να μεταφερθούν και στα παιδιά τους, όπως έγινε με τις Amy Fenton και Patricia Devlin.

Συνέπειες

Όπως είναι φυσικό, δεν είναι δυνατόν μια γυναίκα να μείνει ανεπηρέαστη, αν έχει βιώσει κάτι από αυτά που αναφέραμε. Οι απαντήσεις το επιβεβαιώνουν. Όσον αφορά τις επιπτώσεις σε προσωπικό επίπεδο, το 79% δήλωσε πως ήταν το άγχος, το 65% η ανησυχία, το 54% ο φόβος απώλειας της δουλειάς, το 50% η έλλειψη αυτοεκτίμησης, το 49% ο φόβος για τη ζωή κάποιου/ας, το 43% το κλείσιμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το 36% η κατάθλιψη, και τέλος, το 11% δήλωσε πως άλλαξε σπίτι.

Σχετικά με τις επαγγελματικές επιπτώσεις, οι μισές απαντήσεις (48%) επεσήμαναν την αυτό-λογοκρισία, τρομερό πλήγμα για το επάγγελμα γενικά. Ακολουθούν η έλλειψη κινήτρου (37%), το κλείσιμο των social media (22%), η παραίτηση (21%), η αλλαγή εξειδίκευσης (21%) και η απόλυση ή η «μη ανανέωση» (13%).

Προφανώς όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται ο πλουραλισμός αλλά και να μην δημοσιεύονται και ερευνώνται συγκεκριμένα ζητήματα.

Αλλάζει κάτι μετά την καταγγελία;

Όταν οι γυναίκες αποφασίσουν να αποκαλύψουν ή/και να καταγγείλουν τα περιστατικά, όποτε κι αν το επιθυμούν, φαίνεται πως τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά. Το 61% υποστήριξε πως μετά την αποκάλυψη δεν πάρθηκε κάποιο συγκεκριμένο μέτρο στον οργανισμό, ενώ ένα 35% δεν απευθύνθηκε καθόλου στην αστυνομία, κυρίως γιατί πίστευε πως δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα (47%). Ίσως να είχαν και δίκιο, αν αναλογιστούμε πως το 43% δήλωσε ότι η αστυνομία κατέγραψε την καταγγελία, δίχως να λάβει παραπάνω δράση. Επίσης, μόλις το 9% ανέφερε πως υιοθετήθηκε ένας καινούριος κώδικας μεταξύ των εργαζομένων, ή πως προσφέρθηκε εκπαίδευση σε τέτοια ζητήματα. Τέλος, το 85% των ερωτηθέντων πιστεύει πως κυριαρχεί η ατιμωρησία, και ότι αυτή η συμπεριφορά μπορεί να επαναληφθεί (ακόμη κι από τον ίδιο θύτη).

Οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα», κλείνουν παραθέτοντας μια σειρά από συμβουλές, όπως περισσότερη ορατότητα, ισότητα και ασφάλεια, αλλά και μια σειρά από τρόπους για να το πετύχουμε.

Το θέμα είναι πως, για να φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να γνωρίζουμε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα ίδια τα θύματα να μιλήσουν. Δεν πρόκειται ωστόσο για προτροπή, στη λογική του γελοίου «γιατί δεν μιλήσατε πιο πριν». Πρόκειται περισσότερο για μια έκφραση της επιθυμίας να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, έτσι ώστε οι γυναίκες να νιώσουν άνετα να μιλήσουν, ξέροντας ότι θα έχουν απέναντί τους ευήκοα ώτα.