1. Είναι 19 Σεπτεμβρίου του 1994 ο Αλέξης Ακριθάκης περνάει πλησίστιος στην  αιωνιότητα. Στο νεκροταφείο της Κηφισιάς, αν δεν κάνω λάθος. Κάποιοι στενοί φίλοι, η Χλόη, η Φώφη, η Μαρία, οι Χαρίσηδες και κάποιοι φανατικοί συλλέκτες του. Από ζωγράφους, ο Τάσος Παυλόπουλος, ο Κώστας Φωτόπουλος, εγώ και η Μαρτίν Σαρντόν, η γκαλερίστριά μας. Λίγος κόσμος γενικά, αν αναλογιστεί κανείς τη σημασία του συμβάντος. Όλοι παγωμένοι, αμήχανοι. Ο ήλιος μπαινοβγαίνει στα σύννεφα, νωρίς  τ΄ απόγευμα… Ήταν μόνο 55 χρονών, και ήταν σαν να έζησε 110 χρόνια , με αυτά που έκανε στη ζωή  και στην Τέχνη του…..βουβαμάρα…απόλυτη σιγή …Παύση.

Ads

2. Είναι 1975, αγοράζω από το βιβλιοπωλείο «Κοτζιάς» στη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο με τίτλο: ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ και υπότιτλο: Παραφρασθείσα υπό του Ηλίου του Πετρόπουλου, κοσμισθείσα διά χειρός του Αγίου Αλεξίου Ακριθάκη. Εκδόσεις, ΠΛΕΙΑΣ,1975. Στο εξώφυλλο, κάτω από τον τίτλο, ένα παράξενο σχέδιο με γραμμή. Και στο οπισθόφυλλο, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τον Πετρόπουλο και τον Ακριθάκη , να ποζάρουν σαν «Άγιοι», μπροστά σε ένα τσιμεντένιο τοίχο, όπου ο Ακριθάκης, έχει ζωγραφίσει με άσπρο χρώμα, φωτοστέφανα  γύρω από τα κεφάλια τους, κάτι βελάκια, μια βαλίτσα, ένα καράβι, και κάτι άλλα «κρυπτογραφικά». Ανάμεσα στο «τρελό» κείμενο του βιβλίου σχέδια με γραμμή τσίκι-τσίκι, παράξενα μα και μαγευτικά! Είμαι 18 χρονών και μένω έκθαμβος. Οι δυο «Άγιοι», με τα T-Shirt και τα κοντομάνικα, είναι νέοι είναι ωραίοι… Έχω ακόμα το βιβλίο σε περίοπτη θέση στην βιβλιοθήκη μου.

3. Αρχές Δεκεμβρίου 1989, στήνω την πρώτη ατομική μου έκθεση στη gallery ΑΡΤΙΟ, Δεινοκράτους 57, Κολωνάκι… υπόγειο… Μαρτίν Σαρντόν  η γκαλερίστρια… γαλλίδα. Το άγχος μου ξεχειλίζει από τα αυτιά. Νωρίς το απόγευμα, 3 Δεκέμβρη. Η Μαρτίν με παρηγορεί με καφέδες και σπασμένα ελληνικά. Ξαφνικά, κατεβαίνει τα 5 σκαλιά του υπογείου και μπαίνει, στέκεται στο πλατύσκαλο.- Ποιανού είναι αυτά; ρωτάει.- Δικά μου, απαντώ και έχω κοκκινίσει.- Από πού είσαι; από το πλατύσκαλο. –Δεν βλέπεις, από την Χαλκιδική, λέω, και  δείχνω το έργο μου «Σήμαντρο» .Ήταν ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι, από αυτά που στηρίζουν τις σιδηροτροχιές του ΟΣΕ, και πάνω του είχε σκαμμένες  7 γούβες, γεμάτες λάδι και μέσα τους καίγανε επτά φλογίτσες. Το δοκάρι ήταν κρεμασμένο με χοντρές τριχιές από το ταβάνι και ανάμεσα στα σχοινιά κρεμόταν χρυσός ο χάρτης της Χαλκιδικής. –Τη Λιλή, την ξέρεις; με ρωτάει, χαμογελώντας. (Περιβόητη θεσσαλονικιά ρεμπέτισσα, που τραγουδούσε στο «Μινουί», γνωστό ρεμπετάδικο της Θεσσαλονίκης, της δεκαετίας ’70, στην οδό Δαγκλή). –Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε  μας τ’ αρχίδια… απαντώ κι εγώ, γελώντας. Κατεβαίνει και μ’ αγκαλιάζει, μένω κόκκαλο, γελώντας. –Μαρτίν, έχεις μπύρες στο ψυγείο;  ρωτάει. –Ναι, Αλέξη μου,  απαντάει αυτή. –Ο.Κ., λοιπόν, πιτσιρικά, φέρε κι ένα ουίσκι από την κάβα δίπλα… Θα στήσουμε μαζί την έκθεση, λέει. Εγώ φεύγω αστραπή, δεν το χωράει το μυαλό μου! Στήναμε την έκθεση μέχρι τα μεσάνυχτα, στις 10 μ.μ. η Μαρτίν μου αφήνει τα κλειδιά και φεύγει. Ο «Ακρίθακας»  πίνει μπύρα cocktail, με ουίσκι, εγώ μόνο μπύρα. Φεύγουμε 1 π.μ., τρεκλίζοντας.

4. Επιτέλους, 5 ή 6 Δεκεμβρίου, αν θυμάμαι καλά, έρχεται η μέρα των εγκαινίων της πρώτης ατομικής μου έκθεσης «Το γήινο καντήλι» στο ΑΡΤΙΟ. Παρ’ ελπίδα, κόσμος πολύς. Ο Αλέξης μπαίνει πιωμένος. Σέρνει μαζί του, σχεδόν διά της βίας, κάποιους συλλέκτες του. – Αυτός είναι ο «καντηλανάφτης», που σας έλεγα… τους λέει, σχεδόν επιθετικά. Με συστήνει. Ο πατέρας μου, που έχει έρθει από τον Πολύγυρο, ρωτάει εκνευρισμένος.  –Ποιος είναι αυτός ο μεθυσμένος, που θα χαλάσει την έκθεση του γιού μου;  Η Μαρτίν τον εξηγεί και τον καθησυχάζει. Όλα καλά, με τα εγκαίνια. Ο Ακρίθακας μού πουλάει σχεδόν όλα τα έργα σε δικούς του συλλέκτες. Με το τέλος της έκθεσης, πηγαίνουμε μαζί  με το «παπί» μου στα σπίτια τους, για να τα στήσουμε. –Που θα το βάλουμε το «Σήμαντρο», Αλέξη μου;… ρωτάει γνωστή συλλέκτρια, -Δεν έχει μείνει χώρος… -Κατέβασε τώρα αυτή την μαλακία, από κει… απαντάει επιτακτικά, αυτός. –Κάτσε, ρε Αλέξη, δεν είναι σωστό… τολμώ να πω, εγώ.  –Σκάσε, κουφάλα καντηλανάφτη,… μου απαντάει άγρια, αυτός. Μούγκα, εγώ. Το έργο τελικά, μπήκε σε περίοπτη θέση στο εν λόγω σαλόνι. Έτσι περίπου, έγινε και με τα άλλα έργα, στα βόρεια, αλλά και στα νότια προάστια.

Ads

image

5. Ήταν το 1992. Τηλέφωνο 2 π.μ., στο σπίτι μου. Κοιμάσαι, καντηλανάφτη;  Και η τύχη σου δουλεύει… Μόλις τώρα τελείωσα το πορτραίτο σου, με τίτλο ο «καντηλανάφτης». Είναι για την έκθεση μου στον Κρεωνίδη… ξέρεις…. –Έλα, ρε Αλέξη, θα με πάρουν στο ψιλό… τολμώ. –Άσε ρε, μου απαντάει αυτός. –Τότε τι να πει  ο «Φουκαράς», ο «Ψεύτης», ο «Τσόφλης» και ο «Φαύλος». Η έκθεσή του, αυτή στον Κρεωνίδη, δυσαρέστησε πολλούς από τον καλλιτεχνικό κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν δραματική και σαρκαστική συνάμα και είχε τίτλο «Τα Τέρατα». Ήταν αμιγώς ακριθακικές «ιερογλυφικές» τυποποιήσεις χαρακτήρων που καταδείκνυαν εμφανώς τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, διακωμωδώντας τα ονόματα τους. Τα δικό μου πορτραίτο δεν το έβαλε τελικά, ανάμεσα στα «Τέρατα», ίσως γιατί ήμουνα ακόμα νέος, είχα σκεφτεί τότε… ή ίσως επειδή δεν με θεωρούσε «Τέρας» … δεν το έμαθα ποτέ. –Θα σ’ το δωρίσω μου είχε πει… Χάρηκα, δεν πρόλαβε όμως. Μπήκε στο Δρομοκαΐτειο, σαν τον Χαλεπά, τον Βιζυηνό, τον Οικονόμου, σκέφτηκα, τότε… ζωγράφιζε  τους συγκατοίκους του, τους «τρελούς»… τους σεβάστηκε …ήταν πολύ ευαίσθητος, τότε… είδα τα σχέδια του… συγκλονιστικά!

6. Δευτέρα 27 Απριλίου 2015, παρουσιάζω το βιβλίο του φίλου μου Πέτρου Αυλίδη, με τίτλο: Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες… στο Poems & Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Η αίθουσα κατάμεστη, στην πρώτη σειρά η Φώφη χαμογελαστή, πάντα έτοιμη με το βαθύ και ανακουφιστικό της γέλιο, σε κατάσταση αναμονής. Και άλλοι φίλοι, πολλοί από Θεσσαλονίκη και Αθήνα, φίλοι του Πέτρου, φίλοι του Ακριθάκη και δικοί μου φίλοι. Η παρουσίαση αρχίζει και, μιλώντας για το βιβλίο του Πέτρου, μεταφερόμαστε όλοι μαζί, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι-ως δια μαγείας-, στο Βερολίνο. Το Βερολίνο του Ακριθάκη, το Βερολίνο της Φώφης, το Βερολίνο του FOFI’S μπαρ- ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ, που είχε γίνει διεθνώς γνωστό για τον καλλιτεχνικό κόσμο που συγκέντρωνε από όλη την υφήλιο. Όλοι αυτοί, οι θαμώνες του, σφράγισαν εκείνο το μοναδικό κλίμα και τη δυναμική του Βερολίνου του ’70, που τελείωσε με την πτώση του τείχους το ’89, και σηματοδότησε μια Τέχνη, που ξεκίνησε από κει, ανοίγοντας ένα καινούργιο κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο Α. Ακριθάκης ήταν εκεί, παρών. Χαοτικός  και Μυστικός, Αντιηρωικός και Αντισυμβατικός, πραγματικός κροταλίας της νύχτας. «Καλλιτέχνη, να κοιμάσαι την μέρα και να περπατάς την νύχτα. Τότε θα είσαι  Ελεύθερος…», λέει σε ένα γράμμα του στο Πέτρο. Και αυτός, σαν έτοιμος από καιρό, τον συναντά το ’79, και γίνεται ο «Σοφέρ» των νυχτερινών τους περιπλανήσεων, βλέπει το Βερολίνο μέσα από τα μάτια του Αλέξη, γίνεται μαθητής και φίλος. Μαθαίνει και αισθάνεται. Μαζεύει υλικό, εικόνες, ζωγραφιές, σκέψεις  και  πλουτίζει, όπως ομολογεί ο ίδιος. Ο Ακριθάκης δεν θέλει να έχει τίποτα δικό του, αλλά ό,τι έχει το μοιράζεται. Και ίσως θα λέγαμε πως είχε ό,τι μπορούσε να μοιρασθεί. Αυτός ο «Μικρός Πρίγκιπας», που προσωποποιούσε όλες του τις σχέσεις, που υποστήριζε τον αδύναμο και έκραζε αλύπητα τον αλαζόνα, που ήταν πάντα με τους Ινδιάνους, όπως αναφέρει και ο Πέτρος στο βιβλίο του.

image

7. Ο σημαντικός ποιητής Γιώργος Μακρής είχε σταθεί από νωρίς κοντά του, παίρνοντας την θέση του πνευματικού πατέρα του. Του είχε στοιχίσει πολύ η αυτοκτονία του. «Αντί να ζωγραφίζω, με έμαθε να βλέπω…» έλεγε συχνά ο Ακριθάκης για τον Μακρή. Και ο Αλέξης με τη σειρά του έκαμε το ίδιο στον Πέτρο και σε μένα -και σε πόσους άλλους, αλήθεια…-μας έμαθε να βλέπουμε. Τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Κι αυτό είναι πιο πολύτιμο.

8. Κι ενώ προχωρούσε η βραδιά της παρουσίασης και πλησίαζε το τέλος της, είδα τον «Ακρίθακα» φωτεινό να μεταιωρίζεται στο κενό, πάνω από τα κεφάλια μας, πετώντας μας χαριτωμένα μικρές καρδιές, βελάκια, και βαλίτσες. Αυτός ο «Λαμπερός Πρίγκιπας», ο «Μεγάλος Ταξιδιώτης», ο ποιητής και μύστης,  «Αυτή η Αναπάντεχη  Αναλαμπή πάνω από την Άβυσσο», που έτυχε να φωτίσει και μένα στο ξεκίνημα μου.

9. Είναι σαφές πως σε μερικά κομμάτια του κειμένου μιμήθηκα το στυλ γραφής του Πέτρου Αυλίδη. Αν θέλετε περισσότερα για την ζωή του Αλ. Ακριθάκη, σας συνιστώ τα δύο βιβλία του: Ο Σωφέρ (2012) και το Α, ρε Αλέξη, μ’ έμπλεξες…(2015),  εκδ. Γαβριηλίδης .

Όσο για την ανάλυση του έργου του και όχι μόνο, αναζητήστε  την εξαιρετική Μονογραφία: Αλέξης Ακριθάκης  του Ντένη Ζαχαρόπουλου, από την σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ, 2007, εφ. Τα Νέα, από όπου και οι παρακάτω εικόνες:

image

image

image

image

image

Πηγή: dimartblog.com