Γεννημένος στο Σάσαρι της Σαρδηνίας στις 25 Μαΐου 1922, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ υπήρξε ο ηγέτης του μεγαλύτερου Κ.Κ. της Δύσης και ο κύριος εκφραστής του ευρωκομμουνισμού. Προερχόμενος από αστική αλλά αντιφασιστική οικογένεια, εντάχθηκε στα 21 του χρόνια, το 1943,στο Κομμουνιστικό Κόμμα και από το 1948 ήταν μέλος της Κ.Ε. Μετέχοντας στην ηγετική ομάδα του κόμματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το 1972 αναλαμβάνει γενικός γραμματέας και στις μέρες του το Ιταλικό Κ.Κ. σημειώνει τη μεγαλύτερη επιτυχία του, συγκεντρώνοντας στις εκλογές του 1976 το 34,4% των ψήφων. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του ηγέτη του, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1984, θα αναδειχθεί για πρώτη φορά πρώτο κόμμα με το 33%, έναντι 32,3% της Χριστιανικής Δημοκρατίας.

Ads

Ο Μπερλινγκουέρ ήταν «παιδί του Τολιάτι». Η πολιτική του σκέψη καθορίστηκε από την αντίληψη που διαμορφώθηκε και κυριάρχησε στις γραμμές του Ιταλικού Κ.Κ. στην εικοσαετία από την πτώση του φασισμού μέχρι τον θάνατο του Παλμίρο Τολιάτι, που συνιστούσε μια ιδιαίτερη εκδοχή του «κομμουνισμού», αναφερόμενη θεωρητικά στις επεξεργασίες του Αντόνιο Γκράμσι για την ηγεμονία και τον «πόλεμο θέσεων».

Πεισμένοι πως η άνοδος των δυνάμεων του εργατικού κινήματος στην εξουσία και η διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, προϋποθέτουν την κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτιστικής ηγεμονίας, άρα και τη συγκρότηση ενός ευρύτερου ιστορικού συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι ιταλοί κομμουνιστές αναζήτησαν νέους όρους άσκησης της αριστερής πολιτικής, σε αντίθεση με την παραδοσιακή στρατηγική της «εξ εφόδου κατάληψης της εξουσίας».

Εντούτοις, ο προσανατολισμός αυτός, επιχειρώντας να απαντήσει σε υπαρκτά ζητήματα (πρώτα και κύρια στην τεράστια σημασία των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι οποίοι συμβάλλουν καθοριστικά στη νομιμοποίηση της αστικής ταξικής κυριαρχίας στη συνείδηση των πολιτών), έτεινε στην προσκόλληση σε τακτικούς χειρισμούς που θύμιζαν την παραδοσιακή μαρξιστικής -αν και ρεφορμιστικής- έμπνευσης σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η κατεύθυνση έγινε ακόμη περισσότερο διακριτή μετά το 1956 και την «αποσταλινοποίηση», που συνοδεύτηκε με την υιοθέτηση της στρατηγικής του «ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», που απέκλειε το καθοριστικό στοιχείο της επαναστατικής ρήξης και κατά συνέπεια απομακρυνόταν πλήρως από την αντίληψη του Γκράμσι για την επαναστατική στρατηγική.

Ads

Παρ’ όλα αυτά, το Ιταλικό Κ.Κ., και μόνο για το ότι έθετε ζητήματα αναζήτησης, αποτέλεσε ένα μεγάλο εργαστήρι θεωρητικών επεξεργασιών, διαμορφώνοντας μια κουλτούρα διαλόγου, που το καθιστούσαν έναν οργανισμό ζωντανό, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά Κ.Κ. της ιδεολογικοπολιτικής μονολιθικότητας. Έτσι, μπορεί η κυρίαρχη τάση να ήταν ο «τολιατισμός» (μια «δεξιά» ανάγνωση του γκραμσιανού έργου), πάντα, όμως, συνυπήρχαν και λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές τάσεις κριτικής και αμφισβήτησης που κινούνταν προς άλλες κατευθύνσεις. Η σημαντικότερη απ’ αυτές, με κύριο εκφραστή τον Πιέτρο Ινγκράο, ήταν εκείνη που επιδίωκε μια «αριστερή» ανάγνωση του έργου του Γκράμσι, επιμένοντας στο κεντρικό ζήτημα της προοπτικής της επαναστατικής ρήξης.

Ο Μπερλινγκουέρ αναδείχτηκε ηγέτης του κόμματος σε μια συγκυρία εξαιρετικά πλούσια σε εξελίξεις κοσμοϊστορικής σημασίας για το διεθνές –και το ιταλικό- κομμουνιστικό κίνημα. Η ρήξη της Λαϊκής Κίνας με την ΕΣΣΔ έχει φτάσει, πλέον, στην αποκορύφωσή της, με τον μαοϊσμό να ιχνηλατεί νέα στοιχεία επαναστατικού προσανατολισμού που μέσα από την έκρηξη της Πολιτιστικής Επανάστασης ανταμώνουν με εκείνα τα ζητήματα που έθεσαν οι προβληματισμοί του Γκράμσι. Ήδη από το 1969, έχει αποσπαστεί από το Ιταλικό Κ.Κ. η αριστερή πτέρυγα της τάσης Ινγκράο (Λουίτζι Μάγκρι, Ροσάνα Ροσάντα κ.ά.), που συγκρότησε ιδιαίτερο πολιτικό σχηματισμό γύρω από το «Il manifesto», ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι υπό το φως των ζητημάτων που έθετε ο μαοϊσμός της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Τον ίδιο καιρό η εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία και η βίαιη ανακοπή της «Άνοιξης της Πράγας», έθετε και στην ανατολική Ευρώπη τα ζητήματα της σχέσης δημοκρατίας και σοσιαλισμού, καθώς και το καίριο ζήτημα της αυτονομίας των Κ.Κ. στη χάραξη της πολιτικής τους, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πρόσδεση στο «κέντρο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος», το Κ.Κ. της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο γαλλικός Μάης του 1968, που σηματοδοτεί την εισβολή των κυριαρχούμενων κοινωνικών δυνάμεων στο ιστορικό προσκήνιο με την αμφισβήτηση του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου» σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής ευημερίας στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, θα ακολουθηθεί από το ιταλικό «Θερμό Φθινόπωρο» του 1969, πρωταγωνιστικό ρόλο στο οποίο θα διαδραματίσει η ίδια η εργατική τάξη. Και μάλιστα παρά τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις του Κ.Κ., το οποίο, εντούτοις, αποδεικνύοντας εξαιρετική ικανότητα κατανόησης των μεταβαλλόμενων όρων διεξαγωγής της ταξικής πάλης, θα βρεθεί στο πλευρό της εργατικής τάξης, υιοθετώντας την κατεύθυνση που υποδεικνύει η έκρηξη του κινήματος, άρα καθιστάμενο ικανό να ανακτήσει τον έλεγχο πάνω σ’ αυτό.

Μολονότι τοποθετημένος με σαφήνεια κατά του μαοϊσμού, ο Μπερλινγκουέρ ανοίγει διάλογο, ως ηγέτης του κόμματος, με την αριστερή διαφωνία, η οποία, άλλωστε, συνεχίζει να εκφράζεται και εντός του κόμματος, ενώ έξω απ’ αυτό έχει συγκροτηθεί σε ισχυρές οργανώσεις, ικανές να εκδίδουν ακόμη και τρεις καθημερινές εφημερίδες: «Il manifesto», «Lotta continua» και «Avanguardia oreraia».

Ταυτόχρονα, το Ιταλικό Κ.Κ., έχοντας αντιταχθεί στην εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, θέτει ανοιχτά το ζήτημα της αυτονομίας των Κ.Κ. και μιας άλλης αντίληψης για τον προλεταριακό διεθνισμό, στη βάση της ισοτιμίας μεταξύ των κομμάτων και κινημάτων των διαφόρων χωρών. Επιπλέον, τίθεται με μεγαλύτερη σαφήνεια το ζήτημα της δημοκρατίας μέσα στο ίδιο το κόμμα.

Αντιμέτωπος με το ζήτημα της προοπτικής της εξουσίας, που θέτει η έκρηξη του κινήματος και η ενίσχυση των αριστερών δυνάμεων σε μια σειρά χώρες της δυτικής Ευρώπης, ο Μπερλινγκουέρ θα δώσει τη δική του απάντηση στα τέλη του 1973, αμέσως μετά το πραξικόπημα και την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή. Ενώ οι αριστεροί διαφωνούντες θα εντοπίσουν την αιτία της ανακοπής του «ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό» στην αδυναμία της χιλιανής Αριστεράς να προετοιμάσει όρους αυτοάμυνας και γενικότερης ρήξης, ο ιταλός κομμουνιστής ηγέτης θα αναφερθεί στο ανέφικτο μιας τέτοιας προοπτικής. Επαναφέροντας το ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας, θα εντοπίσει την αδυναμία της Αριστεράς να κυβερνήσει, ακόμη κι αν κατακτήσει το 51% των ψήφων. Η πρόταση που διατύπωσε για το ιταλικό κίνημα ήταν ο «ιστορικός συμβιβασμός», η επιδίωξη κυβερνητικής συνεργασίας με την κυρίαρχη Χριστιανική Δημοκρατία, ώστε να διαμορφωθούν οι όροι που θα επιτρέψουν σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο μακρινό μέλλον μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ο οποίος δεν θα είναι συνέπεια ρήξης, αλλά αποτέλεσμα βαθιών διαρθρωτικών αλλαγών που μπορούν να δρομολογηθούν άμεσα, αλλά η ολοκλήρωσή τους μπορεί να απαιτήσει και μια μεγάλη ιστορική περίοδο.

Είναι γνωστό ότι η πρόταση του «ιστορικού συμβιβασμού» όχι μόνο δεν βρήκε αποδέκτη, αλλά και τροφοδότησε την αριστερή διαφωνία, μέχρι και του σημείου της ανάπτυξης ισχυρού κινήματος ένοπλης πάλης, που βρισκόταν στον αντίποδά της. Επιπλέον, η όποια προοπτική συμμετοχής του Κ.Κ. στην κυβέρνηση ενέτεινε τις ανησυχίες των κύκλων του ΝΑΤΟ και των άλλων κέντρων άσκησης της δυτικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής.

Η αποτυχία της πολιτικής του Ιταλικού Κ.Κ., εμφανής ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, δεν αντιμετωπίστηκε από τον Μπερλινγκουέρ με την τόσο συνηθισμένη σε πολιτικές μετριότητες δογματική προσήλωση σ’ αυτό που «είναι σωστό κι ας αποτυγχάνει». Ο Μπερλινγκουέρ θα αναπροσανατολιστεί από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας και το Ιταλικό Κ.Κ. θα επιχειρήσει μια σημαντική στροφή «προς τ’ αριστερά». Συμβολική υπήρξε η παρουσία του ιταλού κομμουνιστή ηγέτη στην πύλη της FIAT, κατά τη μεγάλη απεργία του 1983. Λίγο μετά θα επαναπροσχωρήσει στο κόμμα η τάση του «Il manifesto».

Η στροφή «προς τ’ αριστερά» δεν θα συνεχιστεί για πολύ. Μπορεί μ’ αυτήν ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ να απέδειξε πως παρέμενε κομμουνιστής και πως σταθερή επιδίωξή του ήταν η αναζήτηση των όρων άσκησης μιας αποτελεσματικής πολιτικής που θα οδηγούσε στη σοσιαλιστική προοπτική, εντούτοις το Ιταλικό Κ.Κ. πολύ σύντομα θα φανερώσει τη σοβαρή διάβρωσή του από δυνάμεις τις οποίες το ίδιο εξέθρεψε. Το 1991, εφτά χρόνια μετά τον θάνατο του κομμουνιστή ηγέτη, το μεγαλύτερο Κ.Κ. της Δύσης θα πάψει να υπάρχει. Παρά τις αντιστάσεις που προβλήθηκαν στις γραμμές του, κυρίως από την εργατική βάση, το κόμμα του Γκράμσι, του Τολιάτι και του Μπερλινγκουέρ θα μετασχηματιστεί σ’ εκείνο το θλιβερό κεντροαριστερό μόρφωμα των Ντ’ Αλέμα και Βελτρόνι, που γνωρίζουμε επί είκοσι τέσσερα χρόνια.

Πηγή: Βαθύ Κόκκινο