Tην 1η Ιανουαρίου του 1994, στο Μεξικό φάνηκε να συμπυκνώνεται ο πολιτικός χρόνος, καθώς μια μερίδα μαυροφορεμένων ανταρτών με κουκούλα εισβάλλουν στην κεντρική πλατεία του Σαν Κριστόμπαλ, της πρώην πρωτεύουσας της πολιτείας της Τσιάπας και υψώνουν την σημαία τους- ένα κόκκινο αστέρι σε μαύρο φόντο- αιφνιδιάζοντας τις μεξικάνικες αρχές και  συγκεντρώνοντας τα βλέμματα του διεθνή τύπου.

Ads

Από το μπαλκόνι του κατειλημμένου δημαρχείου, ο ηγέτης του φερόμενου ως Στρατού των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN), υποδιοικητής Μάρκος απευθύνει την Διακήρυξη Πολέμου προς την μεξικανική κυβέρνηση, που επί χρόνια στερούσε τα δικαιώματα και επιτίθονταν ενάντια στις τοπικές κοινότητες των ιθαγενών. Η συγκεκριμένη μέρα αποτελούσε τον απότοκο ενός σχεδιασμού των τελευταίων δέκα χρόνων τουλάχιστον, καθώς ο Μάρκος μαζί με αρχικά πέντε συντρόφους και τις συντρόφισσές του πέρασαν τόσα χρόνια στην ζούγκλα Λακαντόνα της Τσιάπας μέσα στις κακουχίες προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους ιθαγενείς αλλά και να οργανώσουν καλύτερα το αντάρτικο.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρεις άξονες, ένα για τα παιδικά χρόνια του Μάρκου πριν φορέσει την κουκούλα ως Ραφαέλ Εστεμπάν Γκιγέν Βισέντε και άλλους δυο για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες πριν και μετά το ιστορικό ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς του 1994. Έχει ενδιαφέρον και γίνεται αρκετή αναφορά στο παρελθόν και στην πορεία του Ραφαέλ προκειμένου να γίνει Μάρκος, καθώς ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος και οξυδερκής φοιτητής από μεσοαστική οικογένεια, που επηρεασμένος από την μαρξιστική παράδοση καθώς και τα παραδείγματα της Κούβας και της εξέγερσης των ιθαγενών Σαντινίστας στην Νικαράγουα, κατέφυγε τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο στην πολιτεία της Τσιάπας.

Η περιοχή της ζούγκλας που αποτέλεσε ορμητήριο των ανταρτών είχε αυξημένη γεωγραφική και κοινωνικο-οικονομική βαρύτητα. Έτσι στην περιοχή διέμεναν κυρίως ιθαγενείς σε άθλιες συνθήκες που παράλληλα καταπιέζονταν από το μεξικανικό κράτος, το οποίο δεν δίσταζε να τους εξοντώνει οικονομικά αλλά και σωματικά, παραβαίνοντας πολλές φορές τις συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο η οικονομική κρίση του 1982 στο Μεξικό οδήγησε σε περαιτέρω εξαθλίωση του πληθυσμού αλλά παράλληλα οδήγησαν στην επέμβαση των διεθνών δανειστών, κυρίως των ΗΠΑ, στα πρότυπα της δικτατορίας του Πινοσέτ στην Χιλή. Με τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας σε διάλυση και με την κατασταλτική πολιτική των μεγαλοϊδιοκτητών γης, οι αντάρτες εδραίωσαν αρχικά με ευκολία την παρουσία τους στην Τσιάπας, ακόμα και στα πλαίσια της αυτοάμυνας των ιθαγενών.

Ads

Σκοπός του EZLN ήταν να αποτελέσει το νότιο παρακλάδι των Δυνάμεων Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) που δρούσαν παράνομα από την δεκαετία του ’70 στην περιοχή και δημιουργήθηκε έχοντας ως παρακαταθήκη τις πολιτικο-στρατιωτικές οργανώσεις των αντάρτικων κινημάτων της Λατινικής Αμερικής των προηγούμενων δεκαετιών. Από το 1985 μέχρι το 1994, οι αντάρτες προσέγγισαν τις τοπικές κοινότητες, καθώς το ιθαγενικό στοιχείο αποτελούσε κομβικό στοιχείο του αγώνα τους. Κινούμενοι σε καθεστώς μυστικότητας, σταδιακά κέρδιζαν την εύνοια των κατοίκων που τους προσέφεραν πληροφορίες και φαγητό. Ακμή για την στρατολόγηση μελών αποτέλεσε το διάστημα 1988-1991, όπου η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Σαλίνας (μέσα από εκλογές βίας και νοθείας, χωρίς να δίνεται το δικαίωμα ψήφου στους ιθαγενείς) προώθησε μεταρρυθμίσεις εκσυγχρονισμού προς ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο, σύμφωνα με τις επιταγές των ΗΠΑ.

Σε μια περίοδο που το πρότυπο του υπαρκτού σοσιαλισμού άρχισε να φθίνει, η πτώση του τείχους του Βερολίνου ακολουθήθηκε από μια σειρά υποχωρήσεων και κυβερνητικών ψευδαισθήσεων στους αγώνες της Κολομβίας, των Σαντινίστας στην Νικαράγουα, στο Περού και στο Εκουαδόρ, που έκαναν τον ένοπλο αγώνα να μοιάζει το λιγότερο παρωχημένος. Ωστόσο η συνεχώς διευρυνόμενη βάση των EZLN και FLN, τους ώθησε στο να παραμείνουν αταλάντευτοι σε μια μαρξιστική ρητορική και να κρατήσουν ζωντανή την σπίθα της εξέγερσης, πυροδοτώντας ένα από τα σημαντικότερα κινήματα κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Σε αυτό το κλίμα πρωτοστάτησε η φιγούρα του Μάρκος, που εξαπλώθηκε ως θρύλος στο μεξικανικό συλλογικό φαντασιακό και έδωσε μια πρωτοφανή μάχη και στο επικοινωνιακό επίπεδο. Αναδεικνύοντας τις αθλιότητες της κυβέρνησης στον διεθνή τύπο και στις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξασφάλισε ότι σε πρώτο στάδιο η εξέγερση του 1994 δεν θα πνιγόταν στο αίμα. Στην συνέχεια άρχισαν οι προσπάθειες συνθηκολόγησης από πλευράς της κυβέρνησης προκειμένου να δείξει «ανθρώπινο» πρόσωπο στις ΗΠΑ και την υπόλοιπη Δύση. Οι Ζαπατίστας ωστόσο συνέχισαν την ενδυνάμωση των αυτόνομων περιοχών του νοτιοανατολικού Μεξικού, καθώς η παραστρατιωτική δεξιά συγκέντρωνε δυνάμεις εναντίον τους.

Η σφαγή του Ακτεάλ στις 22 Δεκέμβρη του 1997 την οποία τελικά υποκίνησαν με την στήριξη της αστυνομίας, ήρθε απλά να επιβεβαιώσει μια αιματηρή σειρά βασανιστηρίων, «εξαφανίσεων» και εξωδικαστικών εκτελέσεων που εξαπολύονταν τόσο χρόνια εναντίον των αυτοχθόνων πληθυσμών. Έτσι τελικά το 2001, η νέα πιο μετριοπαθής διαπραγματευτική πολιτική του προέδρου Φοξ τον οδήγησε σε μια νέα σειρά προτάσεων υπέρ των ιθαγενικών δικαιωμάτων, προκειμένου να καθησυχάσει την «παραφωνία» της Τσιάπας και να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για ξένους επενδυτές. Οι Ζαπατίστας αρνήθηκαν κατηγορηματικά και επέστρεψαν στην ζούγκλα Λακαντόνα, προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα τους από εκεί που τον άρχισαν.

Για το σύνολο της ιστορίας της Τσιάπας, ο Μάρκος παραδέχθηκε την όποια λάθος προσωποκεντρική πολιτική που ακολούθησε καθώς και τις ταλαντεύσεις ή λανθασμένους χειρισμούς σχετικά με τις συζητήσεις με την κυβέρνηση. Συνέχισε όλα τα επόμενα χρόνια να δίνει συνεντεύξεις, να αρθρογραφεί αλλά και να προωθεί με κάθε τρόπο στα πέρατα της γης τους στόχους των Ζαπατίστας, με κάποια ενδιάμεσα διαλλείματα όπου σιωπούσε και επέστρεφε στην Ζούγκλα, μέχρι και το 2014 όπου αποσύρθηκε από τον ρόλο του ως Υποδιοικητής.

Το βιβλίο Subcomandante Marcos κυκλοφορεί από τις εκδόσεις oposito. 

Πηγή: toperiodiko.gr