Κάθισα προχτές να δω δελτίο ειδήσεων σε ένα από τα μεγάλα κανάλια, έτσι να πάρω λίγον αέρα προεκλογικόν αφού ως τώρα, με τις γιορτές, δεν είχε γίνει φανερό ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Λάθος έκανα, για πολλούς λόγους, από τους οποίους ο σοβαρότερος ήταν ότι δεν παρακολούθησα δελτίο ειδήσεων αλλά δελτίο Ξηρού, αφού τα πρώτα τριαντατρία λεπτά του δελτίου (τα μέτρησα) ήταν αφιερωμένα στη σύλληψη του Χριστόδουλου Ξηρού.

Ads

Από νοσηρή περιέργεια, χτες επανέλαβα το τόλμημα, τούτη τη φορά σε άλλο μεγάλο κανάλι, σκεπτόμενος αφελώς «τα είπαν όλα χτες, δεν μπορεί να πούνε τα ίδια». Ουκ ανδρός σοφού, διότι και πάλι το πρώτο μισάωρο του δελτίου ήταν αποΞηραμένο, τούτη τη φορά με σάλτσες για τις εκατοντάδες θύματα που θα είχε η επίθεση που σχεδίαζε ο ξανθομάλλης με το μαύρο μούσι στις φυλακές Κορυδαλλού -μέχρι και συνέντευξη από τα θύματα είχε. Σε κάποια στιγμή, εκεί που η οθόνη έδειχνε στιγμιότυπα από τη δίκη της 17Ν με έπιασαν τα γέλια, διότι σκέφτηκα ότι είχα καθίσει για να δω τα νέα κι έβλεπα, επί πεντάλεπτο τουλάχιστον, εικόνες με ηλικία δεκαετία και βάλε.

Κάποια στιγμή, μια τρομοσυντάκτρια έδειξε το σπίτι της Αναβύσσου και είπε ότι «δεν ήταν κρησφύγετο, ήταν γιάφκα». Μου φάνηκε αστεία η διευκρίνιση, μια και τη λέξη «γιάφκα» τη χρησιμοποιούμε λίγο-πολύ σαν συνώνυμη του κρησφύγετου ή έστω σαν μια ειδική κατηγορία κρησφύγετου: η γιάφκα είναι οπωσδήποτε κρυσφύγετο, ενώ αναρωτιέμαι αν υπάρχει κρησφύγετο που να μην είναι γιάφκα.

Οπότε, μια και η λέξη «γιάφκα» ξαναήρθε στην επικαιρότητα, αρπάζω την ευκαιρία να ξαναδημοσιεύσω ένα παλιό μου άρθρο, που είχα γράψει την προηγούμενη φορά που είχε ακουστεί η λέξη στα δελτία, τον Απρίλιο του 2010, και το οποίο, για κάποιο λόγο, είχε τότε περάσει γενικώς απαρατήρητο, ή τουλάχιστον του είχαν γίνει ελάχιστα σχόλια. Προσθέτω σήμερα καναδυό στοιχεία.

Ads

Η λέξη γιάφκα βρέθηκε πρόσφατα στην επικαιρότητα, όσο κι αν η δαμόκλεια σπάθη του ΔΝΤ μάς θύμισε με ακαταμάχητη σαφήνεια τι σημαίνει τρόμος. Εγώ όμως θα λεξιλογήσω και θα προσπαθήσω να διερευνήσω την ιστορία της λέξης γιάφκα. Εκ πρώτης όψεως δεν θα έπρεπε να έχω και πολλά να πω, αφού τα δυο μεγάλα λεξικά μας ομοφωνούν ως προς την ετυμολογία και δίνουν παρεμφερή ορισμό. Λέει το ΛΚΝ (Λεξικό Τριανταφυλλίδη) ότι γιάφκα είναι κλειστός χώρος που κρατιέται μυστικός και εξυπηρετεί τις ανάγκες παράνομου μηχανισμού. Το ΛΝΕΓ (Μπαμπινιώτη), πιο αναλυτικό, χωρίς αυτό να είναι απαραιτήτως αρετή, λέει: κρησφύγετο για τη συγκέντρωση υλικού και το σχεδιασμό παράνομων πράξεων από τα μέλη αντικαθεστωτικών ή τρομοκρατικών οργανώσεων.

Για την ετυμολογία, όλοι συμφωνούν ότι προέρχεται από τη ρωσική λέξη явка, που προφέρεται γιάφκα. Πιο αναλυτικό (και εδώ είναι αρετή) το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη, λέει ότι το ρωσικό javka σημαίνει «παρουσία, προσέλευση» και υπό το σοβιετικό καθεστώς απέκτησε τη σημασία «μυστική συνάντηση ατόμων που δεν γνωρίζονταν προηγουμένως», π.χ. δυο παρανόμων, και στη συνέχεια «παράνομο στέκι, κρησφύγετο».

Όπως μου είπε ο Ηλεφούφουτος, που βοήθησε καθοριστικά σε αυτό το σημείωμα, η λέξη явка (από ρίζα яв-) στα ρώσικα συνδέεται με το ρήμα явиться (γιαβίτ’σα), που σημαίνει «να εμφανιστώ», και πράγματι σημαίνει μεταξύ άλλων την παρουσία καθώς και την προσέλευση· για παράδειγμα, χρησιμοποιείται για την προσέλευση των εγγεγραμμένων σε εκλογές ή των μελών ενός συλλόγου σε μια εκδήλωση ή συνέλευση. Μια άλλη σημασία της λέξης, πεπαλαιωμένη σήμερα, είναι η δήλωση, η κοινοποίηση, το να καθιστάς κάτι εμφανές, άλλωστε από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις явный (γιάβνιj) «φανερός» και явно (γιάβνα) «εμφανώς».

Επομένως, στα σημερινά ρωσικά, явка είναι: 1. Η παρουσία, η εμφάνιση 2. Η προσέλευση  κατόπιν κλήσεως 3. α) Το συνωμοτικό ραντεβού β) Η συνωμοτική συνάντηση, γ) Το μέρος όπου γίνεται αυτή η συνάντηση. Γουστόζικη ειρωνεία της ετυμολογίας, από την ίδια ρίζα να προέρχεται μια λέξη που σημαίνει «προφανής» και μια λέξη που σημαίνει «κρησφύγετο»!

Ωστόσο, είμαι δύσπιστος απέναντι στην πληροφορία του ετυμολογικού του Μπαμπινιώτη ότι η αλλαγή σημασίας έγινε «υπό το σοβιετικό καθεστώς». Χωρίς να έχω ψάξει εκτενώς τα παλιά κείμενα, θα θεωρούσα πιθανότερο να έγινε η αλλαγή σημασίας κατά την παράνομη λειτουργία του μηχανισμού των μπολσεβίκων πριν από το 1917.

Αγγάρεψα τον Ηλεφούφουτο να ψάξει στα κείμενα του Λένιν και πράγματι βρήκε κάμποσες ανευρέσεις της λέξης, σαφώς από τα προεπαναστατικά χρόνια, όπου η λ. φαίνεται να χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων με τη σημασία είτε του τόπου μυστικών συναντήσεων είτε της σύνδεσης για συνάντηση (δική μου ερμηνεία αυτή, ο Ηλεφού διαφωνεί).

Στην Ελλάδα, δεν βρήκα καμιά αναφορά στη λέξη «γιάφκα» πριν από το 1932. Έψαξα στο σώμα του Ριζοσπάστη, με το (όχι αλάνθαστο, είναι η αλήθεια) ψαχτήρι της Εθνικής Βιβλιοθήκης:  στα προπολεμικά φύλλα (δηλαδή μέχρι την 4η Αυγούστου 1936) βρήκα μόνο δύο αναφορές στη λ. γιάφκα. Η μία από αυτές, του Ιανουαρίου 1932, είναι από μεταφρασμένο μυθιστόρημα. Πρόκειται για το γαλλικό μυθιστόρημα Les hommes de 1905 russe (Οι άνθρωποι του ρωσικού 1905 δηλαδή), γραμμένο το 1928 από τον γαλλορωσοεβραίο συγγραφέα Μισέλ Ματβέγιεφ (ψευδώνυμο· το πραγματικό του όνομα ήταν Ζοζέφ Κονστάν ή Κονσταντινόφσκι). Εκεί διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις γιάφκες και το «χρηματιστήριο»:

Για τους συντρόφους πούρχονταν από άλλη πόλη, για τις σχέσεις μεταξύ δρώντων συντρόφων, για τη διανομή του προπαγανδιστικού υλικού, για τις συνεδριάσεις των επιτροπών, χρειάζονταν ολόκληρο δίχτυ συνωμοτικών κέντρων. Τα κέντρα αυτά τα λέγανε «γιάφκες». Για τις συγκεντρώσεις προτιμούσαν ένα μικροαστικό σπίτι και συχνά ένας συμπαθών διέθετε το σπίτι του.

Για τη διανομή όμως του προπαγανδιστικού υλικού, για τις άλλες δουλειές, διάλεγαν ένα μαγαζί, απ’ όπου είχε συνηθίσει ο κόσμος να βλέπει ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν και να παίρνουν μαζί τους πράγματα. Η δουλειά σε μια τέτοια «γιάφκα» ήταν πολύ απλή αλλά και με μεγάλες ευθύνες. Στο μαγαζί αυτό είχε δικαίωμα να μπει και η αστυνομία κι ο κατάσκοπος. Όποιος αναλάβαινε τη «γιάφκα» έπρεπε να ’ναι ψυχολόγος, μηχανικός, αρχιτέκτονας, πάντως καλός οργανωτής.

(…)

Αν οι γιάφκες ήταν οργανωμένες προσεχτικά, η μπίρζα, το χρηματιστήριο, γεννήθηκε μοναχή της: ήταν ένας τόπος συνάντησης όλων των συμπαθούντων και γενικά όσων ενδιαφέρονταν για το κίνημα. (…) Για το σκοπό αυτό πιάνουν μια γωνιά του δρόμου. (…) Εκεί μαθαίνουν όλα τα νέα και παίρνουν τις πληροφορίες.

Η επόμενη αναφορά που βρήκα, του 1934, είναι σε καταγγελία κάποιου πρώην μέλους του κόμματος για χαφιεδισμό, ότι διείσδυσε στο κόμμα «για να μάσει στοιχεία για τον παράνομο μηχανισμό (γιάφκες κλπ.)».

Σε καμιά άλλη εφημερίδα δεν βρήκα αναφορά στη λέξη «γιάφκα» παλαιότερη του 1936. Για παράδειγμα, στο Ελεύθερον Βήμα δεν υπάρχει καμιά ανεύρεση της λέξης γιάφκα πριν από το 1937, ενώ την περίοδο 1938-39 υπάρχουν δεκάδες ανευρέσεις, όλες σε ανακοινώσεις της ασφάλειας για συλλήψεις κομμουνιστών, π.χ. 23.7.38 Συλληφθέντες κομμουνιστές στην Πάτρα: την οικίαν του εχρησιμοποίει ως «γιάφκα». Το ίδιο και στα Αθηναϊκά Νέα, π.χ. 23.3.39, από Αλιστράτη Σερρών: Η οικία του εχρησιμοποιείτο ως τόπος συγκεντρώσεως κομμουνιστών (γιάφκα).

Δηλαδή, η εμφάνιση του όρου «γιάφκα» στον ελληνικό τύπο είναι άρρηκτα δεμένη με τη δικτατορία του Μεταξά. Και πάλι. σε άρθρο της Καθημερινής στις 5.5.1938, στην ανακοίνωση για τη σύλληψη 74 κομμουνιστών, βρίσκει κανείς πάνω από δέκα αναφορές στη ‘γιάφκα’ συνήθως σε σχέση με τη διακίνηση παράνομου έντυπου υλικού, για παράδειγμα:
Δέσποινα ΜΑΡΟΥΛΗ, εκ Μ. Ασίας, φοιτήτρια Ιατρικής. Αριθ. σημάνσεως 241505. Εχρησιμοποίει την οικίαν της ως Γιάφκαν, όπου ανευρέθησαν κομμουνιστικά βιβλία και εφημερίδες, «Ν. Πρωτοπόροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρησις» κτλ. ή Γ.Κ.Πολίτης, εξ Αϊδινίου Μ. Ασίας, χρυσοχόος. Το χρυσοχοείον του εχρησιμοποιείτο ως Γιάφκα, εις ό εφύλαττεν κομμουνιστικόν έντυπον υλικόν, το οποίον παρέδιδεν εις τρίτους -ενώ κάποιος άλλος, σιδηρουργός εκ Σμύρνης, ήταν διανομεύς εντύπου υλικού «από γιάφκας εις γιάφκαν».

Σε ένα ποίημα του παππού μου, που αναφέρεται στην Κατοχή αλλά είναι γραμμένο αργότερα, δίνεται και ορισμός της γιάφκας:

Πάντως λεγόντουσαν πολλά για τούτο το τσαρδί.
Τ’ ονοματίζαν μερικοί με κάποια λέξη ξένη.
ήτανε «γιάφκα» λέγαν, στέκι δηλαδή,
για κειους που στην αντίσταση ήταν μπερδεμένοι.

Οι αντάρτες του ΔΣΕ φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τη λέξη «γιάφκα» κάπως (αλλά όχι πολύ) διαφορετικά: Στο Δημοκρατικό Στρατό ένας πρακτικός τρόπος για τη συγκέντρωση πληροφοριών ήταν η «γιάφκα». Και είναι γιάφκα ένα ορισμένο σημείο, κρυφό, όπως μια κουφάλα δέντρου, δυο χαρακτηριστικές πέτρες ή κάποιο ερημικό καλύβι. Εκεί έρχεται ο αντάρτης που ανήκε στο Κ.Π. (Κέντρο Πληροφοριών), άφηνε το σημείωμα με τις πληροφορίες για να τις παραλάβει το τμήμα, ο Καπαπίτης που ήταν αρμόδιος. Στα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μεγάλη η αξία της πληροφορίας, γιατί δεν διαθέταμε τόσους ασύρματους. (Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής, σελ. 121).

Η λέξη εμφανίζεται επίσης σε απομνημονεύματα στελεχών του ΚΚΕ, που αναφέρονται στην εποχή εκείνη αλλά είναι γραμμένα μεταγενέστερα. Πολύ περισσότερο χρησιμοποιείται η γιάφκα κατά την περίοδο του Εμφυλίου και στα αμέσως επόμενα χρόνια από την κυβερνητική παράταξη, π.χ. στις ανακοινώσεις της αστυνομίας για τη σύλληψη κομμουνιστών ή στις δίκες (ας πούμε στη δίκη του Μπελογιάννη). Συνήθως πρόκειται για κρησφύγετο, αλλά έχω βρει και περιπτώσεις όπου η γιάφκα δεν είναι κλειστό και κρυφό μέρος, αλλά ένα μαγαζί απ’ όπου γίνεται διανομή παράνομων εφημερίδων (π.χ. Ελευθερία 25.10.1953, όπου γίνεται λόγος για ένα ψιλικατζίδικο και ένα κατάστημα ανταλλακτικών αυτοκινήτων που χρησιμοποιούνταν ως γιάφκες διανομής του παράνομου Ριζοσπάστη).

Αλλά και η χουντική αστυνομία χρησιμοποίησε πολύ τη λέξη «γιάφκα» στις ανακοινώσεις της. Για παράδειγμα, η ανακοίνωση για τη δίκη του Μπάμπη Δρακόπουλου αναφέρει: Συγκεκριμένως ούτοι κατηγορούνται ότι από του Μαΐου 1967 έως του Μαΐου 1968 εγκατέστησαν «γιάφκα» εις οικίαν την οποίαν εμίσθωσαν επί της οδού Δαφνίδος 37 όπου επραγματοποίησαν παρανόμους συναντήσεις και διακίνησαν παράνομα έντυπα, με σκοπόν την ανατροπήν του καθεστώτος και του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. (Βήμα 19.8.72). Μια από τις πρώτες αναφορές, επί χούντας, στο πόρισμα για την απόπειρα Παναγούλη, όπου η αστυνομία ανακοίνωσε ότι η οργάνωση ήθελε να βρει τέσσερα σπίτια «προκειμένου να ενοικιασθούν ταύτα υπό της οργανώσεως και να χρησιμοποιηθούν ως γιάφκες, αποθήκες και εργαστήρια» (20.10.68) Και οι ίδιοι οι αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα χρησιμοποιούσαν τη λέξη «γιάφκα». Για παράδειγμα, σε κατάθεση του Αργύρη Μπάρα το 1979 «κύκλωσε η ασφάλεια και η ΚΥΠ τη γιάφκα που είχαμε στην οδό Γραβιάς 46». Μετά τη μεταπολίτευση, επιτυχία γνώρισε η κωμωδία του Ασημάκη Γιαλαμά «Βίλα γιάφκα», του 1976. Ραδιοφωνική μεταφορά της μπορείτε να ακούσετε εδώ, σε μουσική επιμέλεια του νεότατου τότε Σταμ. Κραουνάκη.

Η γιάφκα ως λέξη δεν είναι διεθνής, δεν ξέρω να πέρασε σε άλλες γλώσσες πλην ελληνικών. Και στα βουλγαρικά, μου λέει ο Ηλεφούφουτος, είναι ρωσισμός. Ανάμεσα στις όχι πολλές ανευρέσεις της λέξης yavka στο γκουγκλ, βρίσκω άρθρο του περιοδικού Τάιμ το 1948, που αναφέρεται σε μια υπόθεση με ελληνικό ενδιαφέρον.

Πρόκειται για την αυτοκτονία της Σταυρούλας Τσούχλου, του γνωστού οίκου μόδας. Η Τσούχλου είχε συλληφθεί το 1948 ως «στρατολόγος ανταρτών» και ρίχτηκε από το παράθυρο της τουαλέτας του 6ου ορόφου της Ασφάλειας. Το Τάιμ παρουσιάζει την ιστορία σαν σατανικό εκβιασμό των κομμουνιστών με τα δίχτυα της αράχνης, αλλά σύμφωνα τόσο με τις εφημερίδες της εποχής όσο και με σχετικά πρόσφατο άρθρο του γιου της Αλέκου Τσούχλου στην Καθημερινή, η Τσούχλου βοηθούσε συνειδητά από παλιά τους κομμουνιστές. Το ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας βρίσκεται στο ότι, στην περιγραφή του παράνομου μηχανισμού, χρησιμοποιείται η λέξη γιάφκα ή μάλλον yavka: each shop was used in turn as a yavka (Russian for front) for shipping recruits to guerrilla bands in the mountain. Το μαγαζί (στην προκειμένη περίπτωση ένα μυροπωλείον) χρησιμοποιόταν σαν «βιτρίνα», λέει το άρθρο. Όχι τυχαία, το όλο άρθρο έχει τίτλο Front woman. Προς στιγμή σκέφτηκα ότι βρήκα τον κρίκο ανάμεσα στην αρχική σημασία της ρωσικής λέξης (εμφάνιση) και στον μυστικό τόπο, όμως, κανένα ρώσικο λεξικό απ’ όσα κοίταξε ο φίλτατος Ηλεφούφουτος δεν καταγράφει τη σημασία «βιτρίνα, πρόσοψη, μπουζουριέρα» για τη ρωσική λέξη, παρόλο που είναι ομόρριζη η λέξη που σημαίνει «φανερός».

Οπότε, καταλήγουμε ότι η ρωσική λέξη явка, που σημαίνει «παρουσία» και «προσέλευση», απέκτησε στα ρωσικά, στα χρόνια πριν από την επανάσταση, τη σημασία «προσέλευση σε κανονισμένη συνάντηση παρανόμων», κατόπιν «συνάντηση παρανόμων» και μετά «παράνομο στέκι». Πέρασε στα ελληνικά, πιθανώς στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τα εκπαιδευμένα στην ΕΣΣΔ στελέχη του ΚΚΕ ή από τις επαφές με την Κομιντέρν. Στα ελληνικά ρίζωσε, εφόσον χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο από τους κομμουνιστές αλλά και, κατά κόρον, από τους αστυνομικούς μηχανισμούς, συνήθως με την έννοια του κρησφύγετου, που είναι και αυτή που επικράτησε.

Όσο για το κρησφύγετο, η δικιά του ετυμολογία είναι σαφώς πιο προβληματική. Βλέπουμε ότι το δεύτερο μισό της λέξης έχει σχέση με το ρήμα φεύγω, αλλά το πρώτο μισό δεν έχει εξηγηθεί πειστικά. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι έχει σχέση με τους Κρήτες, που κρύβονταν σε κρησφύγετα για να γλυτώσουν από τον Μίνωα -γουστόζικο, αλλά λαθεμένο. Άλλοι πρότειναν ότι το μόρφημα κρησ- προέρχεται από το θέμα του «κάρα» (κεφάλι) ή από τη λέξη «χρέος/χρήος», ή από αμάρτυρο *πρησφύγετον που ανάγεται στο ρήμα προσφεύγω, εκδοχή που ο Μπαμπινιώτης θεωρεί ισχυρότερη αλλά ο Σαντρέν περίπλοκη και αμφίβολη. Παναπεί, θολό το τοπίο. Πάντως, καμιά ετυμολογική σχέση δεν έχει το κρυσφήγετο με την κρυψώνα, αν και ίσως η παρετυμολογία να κάνει σχετικά πολλούς να γράφουν  *κρυσφήγετο.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com