Σύμφωνα με τους Siegel και Hartzell παιδοψυχίατρο κ εξελικτική ψυχολόγο αντίστοιχα, «το μωρό του ανθρώπου είναι ένα από τα πιο ανώριμα νεογνά, με έναν εγκέφαλο εντυπωσιακά υπανάπτυκτο, αν σκεφτούμε πόσο πιο σύνθετος γίνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει».

Ads

Αυτός ο εγκέφαλος, τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, οργανώνεται με βάση την σύνδεσή του με το πρόσωπο αναφοράς που έχει αναλάβει την φροντίδα του –συνήθως την μητέρα.
Μετά από λίγο, το παιδί –στα 4 πια χρόνια πάνω κάτω- αρχίζει να κάνει τα πρώτα του βήματα προς την αυτονομία. Καθώς το στοματικό και πρωκτικό στάδιο –Ψυχαναλυτική Θεωρία- έχουν πάψει να αποτελούν πρωτεύουσες περιοχές ευχαρίστησης, το άγχος αποχωρισμού –Θεωρία Προσκόλλησης- έχει σχεδόν ατονίσει κ το παιδί αναγνωρίζει πια τις τυχαίες από τις προθετικές ενέργειες –σύμφωνα με την Θεωρία του Νου.

Πριν ακόμη όμως το παιδί φτάσει σε αυτή την ηλικία, λίγο μετά από την στιγμή που κάνει τα πρώτα του βήματα αρχίζει μια γονεϊκή και κοινωνική διχαστική απαίτηση για τον νέο αναπτυσσόμενο άνθρωπο
Περιμένουμε, απαιτούμε από το παιδί ώριμη συμπεριφορά, την στιγμή που του αρνιόμαστε κάθε προσπάθεια αυτοδιαχείρισης κ πειραματισμού. Να μάθει να βάζει τα ρούχα του, να κοιμάται μόνο του, να τρώει μόνο του, να μαζεύει τα παιχνίδια του κ.α. Ενώ ταυτόχρονα του αρνιόμαστε κάθε επιθυμία για επιλογή στο τι θα φορέσει, τι και πόσο θα φάει, αν θα τρέξει, πόσο θα τρέξει, αν θα χτυπήσει κλπ. Αρνούμαστε στο παιδί να δοκιμάσει και να αποτύχει, να ρισκάρει και να πέσει, και γενικά το «προστατεύουμε» από τυχόν αποτυχία, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμο βίωμα πάνω στο οποίο θα χτίσει νέα βιώματα. Λογοκρίνουμε την εμπειρία του.

«Είδες τι έπαθες για να τρέχεις; Στο είχα πει!» και όταν η αποτυχία συμβαίνει είμαστε εκεί για να του την υπενθυμίσουμε υποτιμιτικά αφαιρώντας της κάθε πολύτιμη σημασία. Επιπλέον, απορρίπτουμε την συμπεριφορά του παιδιού που είναι ουσιαστικά απόρριψη της προσωπικότητας του. Μετά περιμένουμε να έχει αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση. Πώς γίνεται ένα παιδί να ωριμάζει όταν στερείται εμπειριών και πειραματισμών; Όταν περιορίζεται η πιθανότητα αποτυχίας; Όταν ο γονιός ωρίζει πότε κ πόσο θα παίξει, πότε κ πόσο θα διαβάσει κλπ. Γεννιέται σιγά-σιγά ένας εξαρτημένος έφηβος και πιθανόν ενήλικας που εξαρτάται από τους άλλους για να δράσει και κυρίως από την γνώμη τους για τον εαυτό του.

Ads

Πιστεύετε ότι ένας έφηβος είναι ικανός να πάρει αποφάσεις,  όπως για το τι κόμμα θα ψηφίσει, τι θέλει να σπουδάσει ή ποιο επάγγελμα θα ήθελε να επιλέξει; Πόσο ικανός είναι στις κοινωνικές του επαφές;

Πόσο ικανός είναι στην επίλυση προβλημάτων;

Η φύση έχει από πολύ νωρίς προικίσει τον άνθρωπο με την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Από τους 9-18 μήνες ξεκινά αυτή η πολύπλοκη ικανότητα και χτίζεται σταδιακά από την εμπειρία συνεπικουρούμενη από την ωρίμανση. Έτσι, τα παιδιά από την φύση τους είναι λύτες προβλημάτων. Η ικανότητά τους αυτή τα βοηθά να μαθαίνουν τον εαυτό τους και πως να σχετίζονται με τους άλλους καθώς και να ανακαλύπτουν το περιβάλλον γύρω τους. Αυτό που χρειάζονται πρώτα και κύρια είναι σεβασμό στον ρυθμό τους που σχετίζεται με την κατάκτηση αυτής της ικανότητας, χρόνο και χώρο για να ανακαλύψουν, να αποτύχουν, να πειταματιστούν ξανά κοκ.

‘Οταν ένα παιδί ξεκινά να λύνει ένα πρόβλημα σημαίνει ότι αναλαμβάνει την ευθύνη της μάθησής του. Χρειάζεται έναν γονέα παρόντα που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη ενασχόλησή του με αυτό που το απασχολεί, χωρίς να παρεμβαίνει.

Δυστυχώς, τα σημερινά παιδιά ζουν περιορισμένα τις περισσότερες ώρες της ημέρας τους σε έναν κλειστό χώρο, ο οποίος περιορίζεται ακόμη περισσότερο από την χρήση που έχουν ορίσει οι γονείς. Τελικά, μένει ένα μικρό περιβάλλον του σπιτιού, με περιορισμένο αριθμό ερεθισμάτων για αυτά. Αυτό το περιορισμένο περιβάλλον είναι το κύριο περιβάλλον μάθησης του παιδιού, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο ρόλος του γονέα έτσι καθίσταται πολύ σημαντικός.

Ο ρόλος του γονέα ως παρατηρητή. Μερικές φορές θα ήταν ίσως, ευκολότερο, ο γονέας, να δράσει και να δώσει την λύση. Αυτό όμως, είναι παρεμβατικό στον ρυθμό του παιδιού και μπορεί να καταπνίξει τις πρωτοβουλίες του. Επιπρόσθετα, περνά ένα μήνυμα ελλιπούς εμπιστοσύνης στην ικανότητα του παιδιού να βρει μια λύση. Η διαδικασία της επίλυσης προβλημάτων των παιδιών μπορεί να μην έχει την μορφή που έχουν οι γονείς στο νου τους και αφορά στους ενήλικες, αλλά να φαίνεται σαν διαμάχη, καυγάς, ασυνήθιστος τρόπος χρήσης υλικών κλπ.

Ο ρόλος του γονέα ως υποστηρικτής. Όταν ο γονέας αναγνωρίζει την προσπάθεια του παιδιού και το ενθαρρύνει λεκτικά, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «Νομίζω ότι κάνεις πολύ καλές σκέψεις που θα σε οδηγήσουν σύντομα στο να ολοκληρώσεις το παζλ!» Κυρίως όμως, όταν χρησιμοποιεί την μη λεκτική ενθάρρυνση –βλέμμα θαυμασμού, χαμόγελο, στάση σώματος ανοιχτή  ή απλώς την παρουσία του και το ενδιαφέρον του για αυτό που κάνει το παιδί, τότε περνά ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στην ικανότητα του παιδιού, να επιλύσει το πρόβλημα.

Ο ρόλος του γονέα στην εισαγωγή προβληματισμών. Ακόμη κάτι σημαντικό είναι ο γονέας να δημιουργεί ευκαιρίες προβληματισμού και δράσεων, φροντίζοντας να παρέχει χρόνο κ χώρο για αυτά. Ο γονέας μπορεί να επεκτείνει τον προβλληματισμό του παιδιού χρησιμοποιώντας ανοιχτές ερωτήσεις δηλ. ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν με ναι ή όχι.

Ο ρόλος του γονέα ως πρότυπο μίμησης. Τα παιδιά παρακολουθούν τον γονέα συνεχώς, ακόμη κ όταν φαίνεται ότι δεν το κάνουν. Εάν ο γονέας εισάγει προβληματισμούς που αφορούν στην οικογενειακή καθημερινότητα και ζητά από το παιδί να σκεφτεί/ προτείνει λύσεις, εάν χρησιμοποιεί στον χειρισμό της γλώσσας του ρήματα που φανερώνουν εσωτερικές διεργασίες όπως «σκέφτομαι, νομίζω, λέω ότι…» βοηθά το παιδί να αναγνωρίζει, να κατανοεί αυτές τις διεργασίες και να τις αντιλαμβάνεται όταν τις χρησιμοποιεί. Εάν βλέπει τον γονέα να κάνει «λάθη» και να αποτυγχάνει, να αναγνωρίζει την αποτυχία και να ξαναπροσπαθεί ή να ζητά βοήθεια, τότε η επίλυση προβλημάτων λαμβάνει και μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση. Το παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και τις ανθρώπινες σχέσεις ως προβληματισμούς με συναισθηματικές παραμέτρους και παραμέτρους λογικής.

Η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων δεν έχει σχέση με την ικανότητα απομνημόνευσης γραμμάτων, αριθμών, σχημάτων, χρωμάτων κλπ, αλλά με την σκέψη και ιδιαίτερα την κριτική και δημιουργική σκέψη.
Η κριτική σκέψη σχετίζεται με την ικανότητα του να «σπάει» κάποιος, ένα πρόβλημα σε κομμάτια, να επεξεργάζεται/αναλύει δεδομένα, να ταξινομεί, να συγκρίνει κλπ.

Η δημιουργική σκέψη σχετίζεται με το να «κοιτά» κάποιος ένα πρόβλημα από πολλές «γωνίες». Με το να «γεννά» νέες ιδέες, να χρησιμοποιεί υλικά με νέους, αναπάντεχους τρόπους κλπ. Βασικά σχετίζεται με την θέληση κάποιου να ρισκάρει και να πειραματίζεται, αλλά και να αποτυγχάνει.

Η παιδοκεντρική διαμόρφωση –από τον γονέα- προβληματισμών προς επίλυση και η παροχή συνθηκών κατάλληλων για την απρόσκοπτη ενασχόληση του παιδιού με την επίλυση του προβλήματος αναπτύσσει παιδιά που μαθαίνουν, σκέφτονται, αισθάνονται και κατανοούν τόσο τον εαυτό τους όσο και το περιβάλλον τους.

Βιβλιογραφία:

• Daniel Siegel, Mary Hartzell «Όταν τα παιδιά θα γίνουν γονείς», εκδόσεις Θυμάρι
• Ματσαγγούρας «Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας Ι. Θεωρία της διδασκαλίας: ΙΙ. Στρατηγικές διδασκαλίας», εκδόσεις Gutenberg
https://www.earlychildhoodnews.com/earlychildhood/article_view.aspx?Artic…
https://www.abilitypath.org/areas-of-development/learning–schools/proble…

H Κατερίνα Τατσοπούλου είναι εκπαιδευτικός – παιδαγωγός