Τις προάλλες είχα ανεβάσει ένα άρθρο για το ανόητο κείμενο περί “ομηρικής γλώσσας“. Αν θυμάστε, εκείνο το κείμενο είχε έναν κατάλογο με καμιά εξηνταριά λέξεις της αγγλικής γλώσσας που υποτίθεται ότι προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά -και τελικά, από τις 63, αν μέτρησα σωστά, λέξεις, μόνο τρεις έχουν πράγματι ελληνική αρχή· και το αποκορύφωμα της αγυρτείας και της ασχετίλας του κειμένου είναι ότι για τις δύο από αυτές τις τρεις αγγλικές λέξεις το ανόητο κείμενο δίνει λάθος ελληνική ετυμολογία. Ελληνική αρχή έχουν οι λέξεις, αλλά όχι εκείνην που φαντάστηκε ο συντάκτης του.

Ads

Η μια από αυτές είναι η λέξη glamour (glamor αμερικανιστί), για την οποία το ανόητο κείμενο γράφει: GLAMOUR = λατινικό gramour από το γραμμάριο. Οι μάγοι παρασκεύαζαν τις συνταγές τους με συστατικά μετρημένα σε γραμμάρια και επειδή η όλη διαδικασία ήταν γοητευτική και με κύρος, το gramour -glamour , πήρε την σημερινή έννοια.

Η ετυμολόγηση αυτή είναι εντελώς ανακριβής. Καταρχάς, λατινική λέξη gramour δεν υπάρχει, ούτε καν gramor απ’ όσο έψαξα. Έπειτα, η λέξη “γραμμάριο”, που δεν είναι βέβαια ομηρική, χρησιμοποιήθηκε μεν στην ελληνιστική εποχή ως μέτρο βάρους (μονάδα βάρους δύο οβολών), αλλά δεν φαίνεται να πέρασε στα λατινικά. Στα λατινικά πέρασε η λέξη γράμμα, με τη σημασία της χάλκινης νομισματικής μονάδας: gramma. Όταν μετά τη γαλλική επανάσταση θεσπίστηκε το μετρικό σύστημα, από το λατινικό gramma φτιάχτηκαν οι αντίστοιχες γαλλικές (gramme) και αγγλικές (gram) λέξεις.

Όμως σε αυτή την επινοημένη ετυμολόγηση υπάρχουν δυο κόκκοι αλήθειας, που θα τους δούμε στο σημερινό άρθρο.

Ads

Ο ένας κόκκος αλήθειας είναι ότι πράγματι η αφετηρία της λέξης glamour βρίσκεται σε κάποιο παράγωγο της αρχαίας ελληνικής λέξης “γράμμα” -αν και όχι στο γραμμάριο. Και ο δεύτερος κόκκος αλήθειας είναι ότι πράγματι στην ιστορία της λέξης εμπλέκεται έντονα το θέμα της μαγείας. Και επειδή η πραγματική ιστορία της λέξης είναι όχι απλώς εξίσου, αλλά μάλλον περισσότερο γοητευτική από την επινοημένη, αξίζει να την αφηγηθούμε.

Στην αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας βρίσκεται η λέξη “γραμματική”, από το επίθετο γραμματικός, ο αναφερόμενος στα γράμματα. Αρχικά ως επίθετο, η γραμματική τέχνη ή γραμματική επιστήμη, η οποία στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε κυρίως τη μελέτη των γραμμάτων, των γραπτών χαρακτήρων, αργότερα τη μελέτη των γραπτών κειμένων και σιγά-σιγά πήρε τη σημερινή σημασία – πρώτο σύγγραμμα γραμματικής με τη σημερινή σημασία του όρου θεωρείται η Τέχνη γραμματική του Διονυσίου του Θρακός (100 π.Χ.)

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, αργότερα το ουσιαστικό “μαράθηκε” και έπεσε, και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε -και στο μεταξύ η λέξη περνάει στα λατινικά, grammatica, αρχικά με κάπως ευρύτερη σημασία και στη συνέχεια με τη στενότερη σημερινή, της γραμματικής. Στα μεσαιωνικά λατινικά, που ήταν η κοινή γλώσσα των λογίων της Δυτικής Ευρώπης, grammatica ήταν βεβαίως η γραμματική, αλλά στην ουσία ήταν αποκλειστικά η γραμματική της λατινικής γλώσσας, αφού οι ρωμανικές γλώσσες που βρίσκονταν άλλωστε ακόμα αν όχι στα σπάργανα πάντως σε πρώιμο στάδιο δεν είχαν αρχίσει να αποτελούν αντικείμενο μελέτης.

Από το grammatica, με μια ιδιότυπη λαϊκή φωνητική τροπή -atica > -aire, έχουμε στον 11ο-12ο αιώνα το παλαιογαλλικό gramaire, πάντα με τη σημασία της γραμματικής. Επειδή όμως η γραμματική της λατινικής ήταν προνόμιο των ελάχιστων εγγράμματων, στη γλώσσα του λαού η λέξη συνδέθηκε γενικώς με την ενασχόληση με τα βιβλία και με τη μόρφωση. Κι επειδή την εποχή εκείνη των αλχημιστών πολλή από τη γνώση ήταν ή θεωριόταν απόκρυφη γνώση, κι επειδή οι ασχολούμενοι με αυτό που σήμερα θα λέγαμε επιστήμη φλερτάριζαν και με τη μελέτη του υπερφυσικού, με την αστρολογία, τη μαντεία, γενικά με τη μαγεία (ακόμα κι ο Νεύτωνας, αιώνες αργότερα), το gramaire πήρε και αυτές τις σημασίες -άλλωστε στην εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου σαφής η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε “επιστήμη” και “μαγεία”.

Το να θεωρείς μαγεία αυτό που δεν καταλαβαίνεις, άλλωστε, είναι αντίληψη που τη βρίσκουμε και στα νεότερα χρόνια, αν σκεφτούμε την υποδοχή που είχαν εφευρέσεις όπως το τηλέφωνο ή ο κινηματογράφος -άλλωστε κι εμείς ειρωνικά αποκαλούμε “σύνεργα του διαβόλου” τις υπερεξελιγμένες ή υπερπολύπλοκες συσκευές, ενώ και στην αργκό των πληροφορικάριων έχει φτιαχτεί η λέξη automagic για πράγματα που γίνονται “μόνα τους” χωρίς ο χρήστης να καταλαβαίνει τον μηχανισμό. Αλλά πλατειάζω.
Είχαμε μείνει στο πώς η grammaire πήρε και τις σημασίες της απόκρυφης γνώσης, της ενασχόλησης με τη μαγεία, οπότε γεννήθηκε και ο όρος grimoire ως παραλλαγή του grammaire, αποκλειστικά με τη σημασία της ενασχόλησης με τις απόκρυφες τέχνες. Κάτι ανάλογο έγινε στα αγγλικά, όπου πλάστηκε ο όρος gramarye με τη σημασία και πάλι της μαγείας.

Από το gramarye προέκυψε, στα σκοτσέζικα κυρίως, η λέξη glammar, glamor, glamour, με τη σημασία “ξόρκι” (When devils, wizards or jugglers deceive the sight, they are said to cast glamour o’er the eyes of the spectator εξηγεί τη λέξη μια υποσημείωση του 1721). Η λέξη έμενε πάντως σε σχετικήν αφάνεια, ήταν άλλωστε κι εποχές που καίγαν τις μάγισσες (διότι, όπως έχει πολύ σωστά εξηγήσει ο φίλος μας ο Ρογήρος, η Αναγέννηση έκαψε τις πολλές τις μάγισσες, όχι ο Μεσαίωνας), μέχρι που ήρθε, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο σερ Ουόλτερ Σκοτ και την αναβίωσε, αρχικά με την παλιά της σημασία (This species of Witchcraft is well known in Scotland as the glamour, or deceptio visus, and was supposed to be a special attribute of the race of Gipsies εξηγεί μια υποσημείωση σε έργο του) -όμως, από το ξόρκι και τη μαγεία, η λέξη δεν άργησε να πάρει τη σημασία της γοητείας, και μετά της απαστράπτουσας ομορφιάς. Παρόμοια σημασιακή εξέλιξη υπάρχει σε πολλές άλλες λέξεις (π.χ. fascination, γόης) και θα άξιζε χωριστό άρθρο. Που γοητεύει γητεύει, θα λέγαμε.

Προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η αγγλική λέξη glamour και το επίθετό της glamorous χτυπάνε την πόρτα της ελληνικής γλώσσας, για να εκφράσουν ακριβώς αυτή την απαστράπτουσα χλιδή που θέλησαν (και κατάφεραν) κάποιοι να πλασάρουν σαν νέο ιδανικό για τη μεσαία τάξη. Οπότε, γκλάμουρ, που βάσει των όσων προηγήθηκαν είναι αντιδάνειο. Και από το γκλάμουρ, η αργκοτική γκλαμουριά, και από αυτήν ο γκλαμουράτος, που αποκτά μιαν απρόσμενη ομοιότητα με τον επίσης αργκοτικό ‘μουράτο’.

Το λεξικό του Μπαμπινιώτη καταγράφει από την πρώτη έκδοσή του και το “γκλάμουρ” αλλά και τη “γκλαμουριά”. Ίσως ένας λόγος που το έκανε να σπεύσει να λεξικογραφήσει τον σχετικά νιόφερτο (το 1998) τύπο να ήταν ακριβώς το ότι αποτελεί αντιδάνειο και έχει ενδιαφέρουσα (και ελληνική) ετυμολογία. Αν πάντως παινέψουμε το λεξικό για την ταχύτητα των ανακλαστικών του, δεν θα το συγχαρούμε για την ακρίβεια των ορισμών του, διότι η γκλαμουριά δεν είναι απλώς λέξη της αργκό με σημασία “η αίγλη, η λάμψη και η γοητεία”, δεν είναι ένα απλό αργκοτικό συνώνυμο του “γκλάμουρ”. Είτε το είχαν αρχικά κατά νου εκείνοι που έπλασαν τη λέξη, είτε την απόχτησε στη συνέχεια (λόγω και της κατάληξης; ), η γκλαμουριά έχει πολύ συχνά μειωτική καιαπαξιωτική απόχρωση. Χωρίς εικονοκλαστική διάθεση, θα παινέψω περισσότερο τον Vrastaman του slang.gr, ο οποίος γράφει:

γκλαμουριά:  Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι. Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Μπορεί να περιέχει ψήγματα σαρκασμού, μπορεί και πιο γερή δόση. Πουτάνα γκλαμουριά, λέει το τραγούδι. Πουτάνα, αλλά ελληνικής ετυμολογίας.

sarantakos.wordpress.com