Μπορείτε να στείλετε τα κείμενά σας, δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα, στο [email protected]. Τα κείμενά θα φιλοξενούνται στη στήλη του tvxs.gr «blogαροντας».

Ads

Η οικονομική κρίση του 2008 έφερε τις κυβερνήσεις αντιμέτωπες με τους τραπεζικούς κολοσσούς τους οποίους και είχαν εκθρέψει. Σε αυτούς στηρίζονταν η κοινωνική πολιτική, εκεί βασίζονταν τα κράτη προκειμένου να καλύπτουν τα ελλείμματά τους μέσω δανεισμού, εκεί στηρίζονταν η βιομηχανική ανάπτυξη μέσω της υπερκατανάλωσης. Ωστόσο, οι τραπεζικές επιχειρήσεις είναι τόσο δυνατές ώστε ακόμα και ισχυρές κυβερνήσεις -με ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη- αδυνατούν να συγκρουστούν ή να ελέγξουν το τραπεζικό κεφάλαιο άμεσα. Του Δήμου Χλωπτσιούδη

Στο οικουμενικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο περικοπής δαπανών και μονομερούς λιτότητας, που θίγει τόσο τα φτωχότερα στρώματα, παρατηρούμε την εμμονή σε μία πολιτική φόρμουλα που έχει θέσει ως σκοπό της την εξάλειψη των κρατικών ελλειμμάτων με την ταυτόχρονη εξισορρόπηση εισαγωγών κι εξαγωγών. Έτσι, επιλέχθηκε ο έλεγχος των ελλειμμάτων και η σταδιακή αποχώρηση από τον τραπεζικό δανεισμό (με τη σημερινή έννοια τουλάχιστον). Είναι φανερό πια ότι οι χώρες που δε θα μπορέσουν να ελέγξουν το έλλειμμά τους, στο μέλλον θα αντιμετωπίσουν προβλήματα επιβίωσης όχι μόνο στο πλαίσιο των εθνικών ελίτ αλλά ακόμα και σε επίπεδο λαού, μέσω της πτώσης κατανάλωσης και παραγωγής.

Η μείωση των ελλειμμάτων, όμως, δε κοιτά τις λαϊκές ανάγκες (είτε καταναλωτικές είτε υπερκαταναλωτικές). Η εξισορρόπηση αυτή εξετάζει τα οικονομικά αποθέματα και ους δέκτες. Εξάλλου, ο νεοφιλελευθερισμός ουδέποτε προσπάθησε να πείσει για το φιλολαϊκό του πρόσωπο. Κατά τον Μισεά[1], ο φιλελευθερισμός είναι η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Μια πολιτική που βασίζεται στην απουσία εμπιστοσύνης στην πολιτική, μια αντίληψη οργάνωσης της εμπορικής συμφωνίας με τη βοήθεια του δικαίου και της οικονομίας.

Ads

Ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να επικράτησε την τελευταία τριακονταετία όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά όπως ήταν φυσιολογικό και στο ιδεολογικό, με τρόπο ώστε να καταστεί στη συνείδηση των ανθρώπων ως το μοναδικό ορθό και αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης της οικονομίας και των κοινών. Παρ’ όλα αυτά, σαν ιδεολογία απεδείχθη παντοδύναμη αλλά και επικίνδυνη γιατί ήταν σαγηνευτική με τη χρήση υψηλών ιδεών περί ελευθερίας, ατομικότητας και αυτάρκειας, δυναμισμού, νεότητας και καταναλωτισμού. Ήταν παντοδύναμη ως ιδεολογία γιατί οι ιδέες της παρουσιάζονταν σαν προφανείς και αναντίρρητες αλήθειες, σαν κοινοί και αυτονόητοι τόποι. Επιπλέον νομιμοποιήθηκε, περιβάλλοντας τις επιλογές της με το πέπλο του ορθολογικού και της κοινής λογικής, λοιδορώντας συνάμα με το στίγμα του ανορθολογικού κάθε διαφορετική άποψη.

Η υιοθέτησή του τις τελευταίες δεκαετίες, βέβαια, συμπίπτει χρονικά με τη διάλυση των σοσιαλιστικών κι κομμουνιστικών οραμάτων και την επικράτηση της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας του εφήμερου (βραχυπρόθεσμο κέρδος), του μηδενισμού των ιδεολογιών (ατομισμός) και της κοινωνικής προβολής (εικόνα και κατανάλωση). Περιβλήθηκε με τους μύθους της αποτελεσματικότητας στη χρήση των πόρων, της απρόσκοπτης δημιουργίας πλούτου, της τελειότητας των αγορών με την αυτορρύθμιση των στρεβλώσεων. Η νεοφιλελεύθερη οπτική βλέπει τον κόσμο φτιαγμένο από άτομα διορατικά ορθολογικά, τα οποία δρουν ανταγωνιστικά: η γενική απελευθέρωση των αγορών οδηγεί στη μέγιστη ανάπτυξη κι στην άριστη δυνατή οικονομία. Τούτη η οπτική αποτελεί μια βολική μυθοπλασία για να δημιουργούνται μαθηματικά μοντέλα, αλλά είναι εντελώς αναξιόπιστη ως εργαλείο που θα βοηθήσει τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού να λάβουν τις αποφάσεις τους[2].

Η ιδεολογική του επικράτηση έγινε με συστηματική προπαγάνδα σε συνδυασμό με τη μετανεωτερική κουλτούρα. Οτιδήποτε κρατικό ή δημόσιο εμφανίστηκε συνδεδεμένο με αρνητικές έννοιες όπως περιορισμός, κλειστό σύστημα, ακαμψία, ακινησία, απολίθωση, στάση, ομάδες συμφερόντων, ομοιομορφία, ολοκληρωτισμός, ενώ από την άλλη μεριά οι αγορές δαφνοστεφανώθηκαν με τις έννοιες της ελευθερίας, της ευελιξίας, του δυναμισμού, της καινοτομίας, του μέλλοντος, της ανάπτυξης, του ατομισμού, της ποικιλομορφίας, της αυθεντικότητας και τέλος της δημοκρατίας. Βέβαια, καμιά μελέτη δεν μπόρεσε να αποδείξει με οικονομικούς ή κοινωνικούς όρους την ανωτερότητα και τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα του ιδιωτικού σε σχέση με τον δημόσιο τομέα.

Αντίθετα, καλλιεργήθηκε ο φετιχισμός της επιχειρηματικότητας σαν φορέα πλούτου και καινοτομίας, με την ταυτόχρονη απαξίωση επαγγελμάτων ή κοινωνικών επενδύσεων που δεν προσανατολίζονταν στο κέρδος (παιδεία, πολιτισμός) μετατρέποντας σταδιακά το οποιοδήποτε λειτούργημα σε επιχειρηματική δράση.

Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται στο προσκήνιο με την πολιτική του Ronald Reagan στις ΗΠΑ και της Margaret Thatcher στην Βρετανία. Σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό, που ιστορικά αποτελεί την κύρια ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης κατά την εποχή του Διαφωτισμού και προτάσσει την αποδέσμευση της εκκλησίας από το κράτος, το τέλος της μοναρχίας, το αίτημα για δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου, ο Νεοφιλελευθερισμός σήμερα θέτει ως κεντρική του επιδίωξη την οικονομική «ανάπτυξη» και «αποδοτικότητα», βάσει μιας «ορθολογικής» κυριαρχίας ορώμενης όμως εντελώς εργαλειακά και μηχανιστικά.

Ο νεοφιλελευθερισμός συγκαλύπτεται ως μία τάχα αντικειμενική οικονομική θεωρία, η οποία  βασίζεται σε  αμετάβλητους νόμους και γεγονότα της σκληρής πραγματικότητας. Περιφέρεται ως εκ τούτου ως φάντασμα με  διάφορες μορφές στα μέσα ενημέρωσης και κυριαρχεί τις  εξηγήσεις και ερμηνείες  των κοινωνικών ελίτ. Η μεταλλαγμένη σε  ιδεολογία θεωρία βοηθάει τις οικονομικά κυρίαρχες ελίτ να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν την  θέση  εξουσίας τους. Αγκυροβολημένες στα μυαλά των ανθρώπων, οι ιδεολογίες παρέχουν  μια στρεβλή  ερμηνεία του κόσμου, μια ανάποδη  κατασκευή της πραγματικότητας[3].

Πολλοί ταυτίζουν τον καπιταλισμό με χώρες που διαθέτουν βαριά βιομηχανία και μεγάλο προλεταριακό πληθυσμό. Ωστόσο, ο καπιταλισμός σε κάθε χώρα διαμορφώνεται βάσει των ειδικών τοπικών συνθηκών. Και φυσικά παραβλέπουν τις δημοκρατικές σχέσεις παραγωγής και ότι το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ο μόνος κάτοχος μονάδων παραγωγής, αφού η ατομική πρωτοβουλία βασιλεύει στη χώρα μας -και μάλιστα ανεξέλεγκτη.

Βέβαια, στον καπιταλισμό του ΚΑ΄ αιώνα, δεν υφίστανται πια σχέσεις παραγωγής (ούτε καν παραγωγής) στις “αναπτυγμένες χώρες” όπως τις μάθαμε ιστορικά. Η παραγωγή και οι σχέσεις που δημιουργούνται και οργανώνουν το πλέγμα τους, βρίσκονται στις “αναπτυσσόμενες” δημοκρατικές χώρες. Στις πρώτες το διαμεσολαβητικό μέσο, το χρήμα, είναι πια το ιδανικό εμπόρευμα. Άρα και στην Ελλάδα, αφού αφήσαμε πίσω μας την ιστορικά πια, ισχνή παραγωγή μας, περάσαμε στο “ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού- απεμπολώντας και τα τελευταία καταφύγια που θα μπορούσαν να μας στηρίξουν στις -εγγενείς αδυναμίες της εγχώριας δημοκρατίας.


[1] Jean-Claude Michéa, Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού, δοκίμιο γι τον φιλελεύθερο πολιτισμό, μτφρ Άγ. Ελεφάντης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2008.

[2] Μανιφέστο των ανήσυχων οικονομολόγων, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2011, σελ. 9.

[3] Μαυροζαχαράκης Μανόλης, Νεοφιλελεύθερη Ιδεολογία και Δημοκρατία, 13/12/2011.

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι φιλόλογος-ιστορικός και διατηρεί το μπλογκ Ο δείμος του πολίτη (https://chldimos.blogspot.com)