Η Γκρέτα Γκάρμπο θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς   του διεθνούς κινηματογράφου. Διέπρεψε, κυρίως, κατά τη διάρκεια της εποχής του βωβού κινηματογράφου, αλλά και μέρους της Χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Συνολικά, πρωταγωνίστησε σε 31 ταινίες, με πρώτη ομιλούσα ταινία, την Άννα Κρίστι (1930). Προτάθηκε 4 φορές για το βραβείο Όσκαρ ερμηνείας Α’ Γυναικείου Ρόλου, αλλά δεν το κατέκτησε. Αντίθετα, της απονεμήθηκε, το 1955, τιμητικό Όσκαρ για τις αξέχαστες ερμηνείες της. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 5η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών. Για τη σπουδαία συνεισφορά της στην 7η Τέχνη, έχει αποκτήσει ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλυγουντ, στο νούμερο 6901. Επίσης, το Σεπτέμβριο του 2005, τα ταχυδρομεία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σουηδίας εξέδωσαν -από κοινού- δύο αναμνηστικά γραμματόσημα.

Ads

Πρώτα χρόνια

Η Γκρέτα Γκάρμπο γεννήθηκε στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1905. Το πραγματικό όνομα της ήταν Γκρέτα Λοβίσα Γκούσταφσον και ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Καρλ Άλφρεντ Γκούσταφσον και της Άννα Λουίζα Γιόχανσον.

Όταν ήταν 14 ετών, έχασε τον πατέρα της, γεγονός που την συγκλόνισε, καθώς είχε μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του, που χαρακτηριζόταν από μεγάλη αδυναμία. Εγκατέλειψε το σχολείο για να μπορέσει να εργαστεί, ώστε να βγάζει τα προς το ζην, αλλά και να βοηθάει την οικογένεια της. Η πρώτη της δουλειά ήταν σε ένα κουρείο, όπου ήταν υπεύθυνη να ετοιμάζει τον αφρό για το ξύρισμα. Αργότερα, εργάστηκε ως μοντέλο στις διαφημίσεις του πολυκαταστήματος PUB στη Στοκχόλμη. Από τις διαφημίσεις αυτές, την εντόπισε ο κωμικός σκηνοθέτης Έρικ Άρθουρ Πέτσλερ και της έδωσε ένα ρόλο στην ταινία που γύριζε εκείνη την εποχή, Peter the Tramp (Πήτερ ο Αλήτης, 1922). Αυτή υπήρξε και η αρχή μιας λαμπρής σταδιοδρομίας στο χώρο του κινηματογράφου.

Ads

Σπουδές και πρώτα επαγγελματικά βήματα

Την περίοδο 1922-1924, η νεαρή Γκρέτα φοίτησε στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Εκεί, συνάντησε το σκηνοθέτη Μορίτζ Στίλερ, ο οποίος την εκπαίδευσε στις κινηματογραφικές τεχνικές υποκριτικής και της έδωσε το καλλιτεχνικό της όνομα, «Γκρέτα Γκάρμπο». Ακόμα, της έδωσε τον πρώτο μεγάλο της ρόλο στη βωβή ταινία Gösta Berlings saga (Η Ιστορία του Γκέστα Μπέρλιν, 1924), όπου συμπρωταγωνίστησε με το Σουηδό ηθοποιό Λαρς Χάνσον. Η συνέχεια περιελάμβανε τη γερμανική ταινία Die freudlose Gasse (Ο δρόμος της Θλίψης, 1925).

Το Χόλιγουντ και η συνεργασία με τη MGM

Η ταινία Gösta Berlings Saga, τράβηξε την προσοχή του Λούις Μπ. Μάγερ, ο οποίος έφερε τον Στίλερ και την Γκάρμπο στην Αμερική και στην εταιρεία Metro-Goldwyn-Mayer. Πιο συγκεκριμένα, τον συνεπήρε περισσότερο η ηθοποιία και η σκηνική παρουσία της Γκάρμπο, παρά η σκηνοθεσία του Στίλερ.

Η κατάληξη ήταν μοιραία. Η φήμη της ολοένα και μεγάλωνε, σε αντίθεση με τον Μίλερ, ο οποίος απολύθηκε από την MGM και επέστρεψε στη Σουηδία, όπου και πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Η ζωή της εκεί χαρακτηριζόταν από μελαγχολία, που γινόταν πιο έντονη, εξαιτίας των αυστηρών όρων που της έθετε η MGM. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυστηρότητας της MGM, ήταν όταν απαγόρεψε στην Γκάρμπο να παρακολουθήσει την κηδεία της αδερφής της στη Σουηδία. Της επέτρεψαν μια μόνο επίσκεψη, το 1928.

Η μετάβαση από τις βωβές στις ομιλούσες ταινίες

Η αρχή της καριέρας της ως αναγνωρισμένης, πλέον, πρωταγωνίστριας έγινε με τις ακόλουθες βωβές ταινίες: Η Σάρκα και ο Διάβολος (Flesh and the Devil, 1927), Αγάπη (Love, 1927) και Η Μυστηριώδης Κυρία (The Mysterious Lady, 1928). Στις δύο πρώτες, πρωταγωνίστησε με το δημοφιλή ηθοποιό, Τζον Γκίλμπερτ.

Την περίοδο εκείνη, ο βωβός κινηματογράφος άρχισε σιγά σιγά να παρακμάζει και η μετάβαση στις ομιλούσες ταινίες φάνταζε πια υποχρεωτική και αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Η Γκάρμπο, όσο και αν καθυστερούσε τη συμμετοχή της στα νέα δεδομένα, υπήρξε από τους λίγους ηθοποιούς, που οικειοποιήθηκε και ενστερνίστηκε, εντέλει, την καινούργια τάξη πραγμάτων στο χώρο του θεάματος. Η ταινία της, Το Φιλί (The Kiss, 1929) ήταν η τελευταία ταινία της MGM χωρίς διαλόγους (είχε μόνο μουσική υπόκρουση και ηχητικά εφέ). Η φωνή της ακούστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία Άννα Κρίστι (Anna Christie, 1930), η οποία διαφημίστηκε με το σλόγκαν «Η Γκάρμπο μιλάει». Η ταινία αποτέλεσε τεράστια επιτυχία και ένα χρόνο μετά, γυρίστηκε και μια γερμανική εκδοχή της.

Ακολούθησε η ταινία Μάτα Χάρι (Mata Hari, 1931), στην οποία η μεγάλη ηθοποιός υποδύθηκε τη γνωστή κατάσκοπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία Σούζαν Λένοξ (Susan Lenox [Her Fall and Rise], 1931). Ένα χρόνο αργότερα, έγινε μέλος, μαζί με πολλά άλλα αστέρια της εποχής, της ταινίας Γκραντ Οτέλ (Grand Hotel,1932), στην οποία έπαιξε μια Ρωσίδα μπαλαρίνα.

Μετά από μια διένεξη με τη MGM, έφυγε για τη Σουηδία για λίγο καιρό, και επέστρεψε με νέο συμβόλαιο με την εταιρεία, που της έδινε περισσότερα προνόμια και ελευθερίες. Ακολούθησε η ταινία Βασίλισσα Χριστίνα (Queen Christina, 1933), όπου άσκησε βέτο για το συμπρωταγωνιστή της, Λόρενς Ολίβιε, και πρότεινε στη θέση του, τον Γκίλμπερτ.

Το 1935 ο σκηνοθέτης Ντέηβιντ Ο. Σέλτσνικ την ήθελε, για να υποδυθεί την κληρονόμο, στο Λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory), αλλά εκείνη επέμενε να ερμηνεύσει την Άννα Καρένινα (Anna Karenina) του Λέων Τολστόι, όπως και έγινε.

Ο ρόλος της, ως καταδικασμένη εταίρα, στην ταινία Η κυρία με τις καμέλιες (Camille, 1936), σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κιούκορ, θεωρήθηκε ο καλύτερος ρόλος της. Μετά, πρωταγωνίστησε με τον Μέλβιν Ντάγκλας στη Νινότσκα (Ninotchka, 1939), σε σκηνοθεσία Ερνστ Λούμπιτς.

Η Γκάρμπο προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για τους ρόλους της στην Άννα Κρίστι (1930), το Ρομάντζο (1930), την Κυρία με τις Καμέλιες (1937), και τη Νινότσκα (1939), αλλά δεν απέκτησε κανένα από αυτά.

Η έντονη προσωπική ζωή

Η πιο γνωστή σχέση της ήταν με τον ηθοποιό Τζον Γκίλμπερτ. Πρωταγωνίστησαν μαζί για πρώτη φορά στην κλασική ταινία, Σαρξ και Διάβολος (Flesh and the Devil, 1926). H ερωτική ένταση τους στην οθόνη γρήγορα μεταφράστηκε σε ειδύλλιο εκτός οθόνης, και μέχρι το τέλος της παραγωγής, η Γκάρμπο είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του Γκίλμπερτ. Φέρεται πως ο Γκίλμπερτ της έκανε πρόταση γάμου τρεις φορές, πριν δεχτεί τελικά. Όταν, επιτέλους, ο γάμος κανονίστηκε το 1926, εκείνη δεν εμφανίστηκε στην τελετή. Αφού η σχέση είχε τελειώσει και η καριέρα του Γκίλμπερτ είχε καταρρεύσει, η Γκάρμπο του έδειξε μεγάλη αφοσίωση και επέμενε να παίξει μαζί της στη Βασίλισσα Χριστίνα το 1933, παρ´όλες τις αντιρρήσεις του επικεφαλής του στούντιο της MGM, Λούις Μπ. Μάγερ.

Φήμες λένε πως η Γκάρμπο ήταν αμφιφυλόφιλη, έχοντας απολαύσει σχέσεις με άντρες αλλά και γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, το 1931, η Γκάρμπο έγινε ερωμένη με τη συγγραφέα και κοσμική κυρία Μερσέντες ντε Ακόστα. Εντέλει, το ζευγάρι ξεκίνησε μια σποραδική και άστατη σχέση, που διακοπτόταν από μακρές περιόδους, κατά τις οποίες η Γκάρμπο την αγνοούσε και περιφρονούσε τα πολλά ερωτικά γράμματά της. Μέχρι το 1960, ο δεσμός είχε τελειώσει -ιδίως μετά την έκθεση, από την de Acosta-, των προσωπικών τους συναντήσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας γυμνόστηθης φωτογραφίας της Γκάρμπο, στην επίμαχη αυτοβιογραφία της, «Εδώ Βρίσκεται η Καρδιά».

Επιπλέον, η Γκάρμπο είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με τη χορεύτρια, μοντέλο και ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, Λουΐζ Μπρουκς, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στα απομνημονεύματά της. Περιέγραψε τη Γκάρμπο ως αρρενωπή, αλλά γοητευτική και τρυφερή ερωμένη.

Τέλος, πιθανότατα, είχε σύντομες σχέσεις με τον ηθοποιό Τζορτζ Μπρεντ, το μαέστρο Λεοπόλδο Στοκόφσκι, το διαιτολόγο Γκάγελορντ Χάουσερ και τον παντρεμένο μάνατζέρ της, Τζόρτζ Σλη.

Η μελαγχολική προσωπικότητα

Μετά την είσοδο της στο Χόλιγουντ, η Γκάρμπο άρχισε να μεταβάλλεται σε ένα θλιμμένο και μονόχνωτο άτομο. Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν παρακολουθούσε κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν απαντούσε στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Το όνομά της έχει σχετιστεί με την περίφημη ατάκα της: «Θέλω να μείνω μόνη» (I want to be alone), που το είχε πει με πολύ βαριά προφορά, αντικαθιστώντας το w (ου) με έναν ήχο v (β), όπως είναι στα Σουηδικά. Παρ’ όλα αυτά, η Γκάρμπο αργότερα σχολίασε: «Δεν είπα ποτέ, ‘Θέλω να είμαι μόνη’. Είπα μόνο πως ‘Θέλω να με αφήσουν ήσυχη’ (I want to be let alone). Αυτή είναι όλη η διαφορά».

Η Γκάρμπο υπέφερε από περιόδους έντονης κατάθλιψης και έχει περιγραφεί σε διάφορα προσωπικά γράμματα ως ναρκισίστρια, κτητική και -υποτίθεται- ντρεπόμενη για τον πατέρα της, έναν καθαριστή αποχωρητηρίων. Η Νινότσκα ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια να ελαφρύνει η εικόνα της Γκάρμπο, και να φανεί λιγότερο εξωτική. Αυτή η κωμωδία, η πρώτη της Γκάρμπο, διαφημίστηκε με τη φράση «Η Γκάρμπο γελάει!». Από την επόμενη ταινία της, τη Διπρόσωπη Γυναίκα (1941) προσπάθησε επίσης να επωφεληθεί, καθώς ανέλαβε ένα ρόλο σε μια ρομαντική κομεντί, όπου έπαιζε διπλό ρόλο, για τις ανάγκες του οποίου χόρεψε κιόλας, και προσπάθησαν να τη μετατρέψουν σε ένα κανονικό κορίτσι. Η ταινία αυτή, η τελευταία της Γκάρμπο, παρ’ όλη την εμπορική της επιτυχία, πήρε πολύ κακές κριτικές.

Αναφέρεται συχνά, ότι η Γκάρμπο αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο, μετά την αποτυχία της ταινίας, αλλά ήδη από το 1935, είχε γίνει πολύ επιλεκτική με τους ρόλους της, και τελικά περνούσε πολύς καιρός μέχρι να συμφωνήσει να κάνει την επόμενη ταινία της. Η ίδια η Γκάρμπο παραδέχτηκε, ότι ένιωθε, πως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κόσμος άλλαξε, ίσως για πάντα.

Το 1949, κινηματογράφησε κάποια δοκιμαστικά, καθώς σκόπευε να ξαναμπεί στην κινηματογραφική βιομηχανία, για να γυρίσει το La Duchesse de Langeais, σε σκηνοθεσία Ουόλτερ Ουάνγκερ. Κατά τα άλλα, όμως, δε βρέθηκε ποτέ ξανά μπροστά σε κάμερα. Δυστυχώς, τα σχέδια για την ταινία κατέρρευσαν, όταν οι χρηματοδότες απέτυχαν στη διαδικασία υλοποίησης της.

Άξια αναφοράς αποτελεί και η τελευταία της συνέντευξη, που δόθηκε στο διάσημο δημοσιογράφο της Daily Mail του Λονδίνου, Πολ Κάναν, κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Συναντήθηκαν στο Hotel du Cap Eden Roc και ο Κάλαν ξεκίνησε τη συζήτηση, λέγοντας το εξής: «Αναρωτιέμαι…». Αλλά η Γκάρμπο τον έκοψε, λέγοντας του, «Γιατί αναρωτιέσαι;» και έφυγε περήφανα, κάνοντας αυτή τη συνέντευξη, μια από τις συντομότερες που δημοσιεύτηκαν ποτέ.

Σταδιακά, αποσυρόταν από τον κόσμο της ψυχαγωγίας, και κινήθηκε σε μια απομονωμένη ζωή στη Νέα Υόρκη, αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Παρ´όλες τις προσπάθειές της να ξεφύγει από τη δημοσιότητα, ψηφίστηκε ως η «καλύτερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου του αιώνα» το 1950, και ανακηρύχθηκε η ομορφότερη γυναίκα που έζησε ποτέ από το Βιβλίο Γκίνες.

Τα τελευταία χρόνια

Το 1953, αγόρασε ένα διαμέρισμα με εφτά δωμάτια στη Νέα Υόρκη, στην 52η Λεωφόρο, όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της. Ήταν γνωστή για τους μεγάλους περιπάτους της στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ντυμένη απλά, και φορώντας τεράστια γυαλιά ηλίου, αποφεύγοντας πάντα τα αδιάκριτα βλέμματα, τους παπαράτσι και την προσοχή των μίντια.

Πέθανε στο Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις 15 Απριλίου 1990, σε ηλικία 84 ετών, ως συνέπεια πνευμονίας και νεφρικής ανεπάρκειας. Προηγουμένως είχε υποβληθεί σε επιτυχή θεραπεία για καρκίνο του μαστού. Αποτεφρώθηκε, και μετά από μακρά δικαστική μάχη, οι στάχτες της ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Skogskykogárden στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Στοκχόλμη. Άφησε όλη την περιουσία της, που υπολογίζεται στα 20.000.000 δολλάρια, στην ανηψιά της, Γκρέι Ράισφηλντ.

Ακολουθεί απόσπασμα από τη πιο χαρακτηριστική ταινία της καριέρας της Γκρέτα Γκάρμπο, την Άννα Καρένινα. Το βίντεο περιλαμβάνει την αυτοκτονία της ηρωίδας, η οποία έπεσε στις γραμμές του τρένου.

Πηγή: maxmag.gr