Το ζήτημα των εκπυρσοκροτήσεων, των «μεμονωμένων περιστατικών», των ζαρτινιέρων είναι ίσως ένα από τα λίγα που πραγματικά αφορούν με τόσο αντίστοιχο, παρόμοιο ή καλύτερα κοινό τρόπο τους ανθρώπους διεθνώς. «Δεν γνωρίζει σύνορα» η αστυνομική βία, οι εξευτελισμοί και οι δολοφονίες. Κυρίως φυσικά απέναντι σε αδύναμες ομάδες που ταιριάζουν σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου στο προφίλ του εγκληματία που έχει κατασκευαστεί και (φυσικά) απέναντι σε αυτούς που αγωνίζονται. Η Αμερική ζει ακόμη στον απόηχο της αθώωσης του δολοφόνου αστυνομικού. Αυτού που αφαίρεσε τη ζωή του Michael Brown. Ενώ η Ελλάδα μέσα από τον αγώνα του Νίκου Ρωμανού, θυμήθηκε ξανά -λίγες μέρες πριν την 6η του Δεκέμβρη- την ιστορία του κολλητού του φίλου, Αλέξη Γρηγορόπουλου. Στο φόντο τέτοιων γεγονότων, στην Ελλάδα επίσης οι συζητήσεις για τις αλλαγές, τον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας έχουν έρθει στο προσκήνιο. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του ιδιαιτέρως αποκαλυπτικού αφιερώματος που δημοσίευσε το αμερικάνικο περιοδικό The Nation. Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευτεί στις 6 Δεκέμβρη.

Ads

Γιατί είναι αδύνατο να ασκήσεις δίωξη σε έναν αστυνομικό στις ΗΠΑ 
Δεν πρόκειται μόνο για το Φέργκιουσον… ορίστε πως το σύστημα προστατεύει την Αστυνομία (v.1)

Το πώς να αστυνομεύσεις την Αστυνομία είναι ένα ερώτημα τόσο παλιό όσο κι ο ίδιος ο πολιτισμός, το οποίο απέκτησε μια καινούρια, ιδιαίτερη σπουδαιότητα τώρα που το Ανώτατο Δικαστήριο του Σεντ Λούις αποφάσισε να μην παραπέμψει σε δίκη τον Ντάρεν Ουίλσον, αστυνομικό από το Μιζούρι, ο οποίος πυροβόλησε θανάσιμα τον άοπλο νεαρό Μάικλ Μπράουν. Το αποτέλεσμα προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς, αλλά δυστυχώς θεωρήθηκε προβλέψιμο και από αρκετούς άλλους.

Μπορούν οι αστυνομικοί να ελεγχθούν; Δεν ήταν ποτέ εύκολο: σύμφωνα με μια παλιά κοινωνιολογική ανάλυση, το μονοπώλιο της θεμιτής βίας είναι αυτό που καθορίζει μια σύγχρονη κυβέρνηση και αυτό το μονοπώλιο προστατεύεται με ιδιαίτερο ζήλο ενάντια στην αμφισβήτηση των αδύνατων πολιτών. Σε όλη τη χώρα, το θέμα του περιορισμού της εξουσίας της αστυνομίας ορίζεται γύρω από την τιμωρία μεμονωμένων αστυνομικών, από το Στέητεν Άιλαντ στο Μιλγουόκι ως το Λος Άντζελες. Αλλά είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος για να επιβληθεί η πειθαρχία στην αστυνομία και να μειωθεί αυτό που ακόμη και οι Ρεπουμπλικάνοι εφέτες ονομάζουν ανεξέλεγκτη εγκληματοποίηση;

Ads

image

Α. Αστυνομικοί πυροβολισμοί στην Αμερική

Καταρχάς, η συνολική εικόνα. Πέρυσι το FBI κατέγραψε 461 «δικαιολογημένες δολοφονίες» που διαπράχθηκαν από τις αστυνομικές αρχές – δικαιολογημένες γιατί έτσι συμπέρανε το FBI και τα δικαστήρια της χώρας δεν το διέψευσαν. Αυτό είναι το υψηλότερο νούμερο εδώ και δύο δεκαετίες, παρόλο που ο γενικός δείκτης δολοφονιών της χώρας συνεχίζει να πέφτει. Οι δολοφονίες που διαπράττονται από αστυνομικούς εν ώρα υπηρεσίας αποτελούν το 3% των 14.196 δολοφονιών που διαπράχθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2013. Μια ανάλυση της λίστας του FBI από το USA Today υπολόγισε περίπου 96 δολοφονίες το χρόνο κατά τις οποίες ένας λευκός αστυνομικός σκοτώνει ένα μαύρο άτομο.

Τα δεδομένα του FBI για τα στατιστικά στοιχεία των αστυνομικών δολοφονιών είναι ασαφή και είναι σαφέστατα στρογγυλεμένα προς τα κάτω, δεδομένου ότι προέρχονται από εθελοντικές αναφορές των αστυνομικών τμημάτων στο FBI. Το γεγονός πως η κυβέρνηση δε διατηρεί μια αυστηρή εθνική καταγραφή δείχνει ακριβώς πόσο στα σοβαρά παίρνει το πρόβλημα. Μια ανοιχτή βάση δεδομένων δημιουργήθηκε για να γεμίσει αυτό το κενό, καθώς και μια σελίδα στο Wikipedia.

Ίσως το πιο ανησυχητικό λοιπόν σε αυτές τις αστυνομικές δολοφονίες, όπου πολλά από τα θύματα είναι άοπλα, είναι ότι τα δικαστήριά μας, τις βρίσκουν πλήρως νόμιμες.

 image

Β. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και η «άδεια να σκοτώνεις»

Το κεφάλαιο 563 του Αναθεωρημένου Καταστατικού της πολιτείας του Μιζούρι παραχωρεί μεγάλη ευχέρεια στους αξιωματικούς της αστυνομίας για τη χρήση θανάσιμης βίας (lethal force), όπως παρατήρησαν με τρόμο όσοι παρακολούθησαν την υπόθεση του Φέργκιουσον. Ο νόμος επιτρέπει τη θανάσιμη βία «κατά τη διάρκεια μιας σύλληψης ή για την πρόληψη απόδρασης από την κράτηση» αν ο αξιωματικός «δικαιολογημένα πιστεύει» ότι είναι απαραίτητο για να «πραγματοποιήσει επιτυχώς τη σύλληψη και έχει λόγο επίσης να πιστεύει ότι ο εν δυνάμει συλληφθέντας έχει διαπράξει ή έχει επιχειρήσει να διαπράξει ένα κακούργημα…ή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο μια ζωή ή να προκαλέσει σημαντική σωματική βλάβη αν δε συλληφθεί άμεσα.»

Αυτός ο νόμος όμως δεν είναι μια παρέκκλιση αλλά είναι σε πλήρη σύμπνοια με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η νομική σταθερά που επιτρέπει τη θανάσιμη βία είναι κάτι που ονομάζεται «αντικειμενικό εύλογο».

Αυτή η σταθερά προέρχεται από την υπόθεση του 1985 «Τενεσί εναντίον Γκάρνερ», η οποία φάνηκε αρχικά να αυξάνει τους περιορισμούς στη χρήση θανάσιμης βίας από την αστυνομία. Η υπόθεση αφορούσε έναν αστυνομικό από το Μέμφις, τον Έλτον Χάιμον, ο οποίος πυροβόλησε θανάσιμα τον Έντουαρντ Γκάρνερ: 15 χρονών και άοπλος. Ο Γκάρνερ είχε μόλις ληστέψει ένα σπίτι, αρπάζοντας ένα δαχτυλίδι και δέκα δολάρια. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο αστυνομικός, εφεξής, μπορούσε να χρησιμοποιήσει θανάσιμη βία μόνο αν «έχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι ο ύποπτος αποτελεί σημαντική απειλή για το θάνατο ή τη σωματική βλάβη του αξιωματικού ή άλλων.» Η απόφαση απαιτούσε πως η χρήση της βίας θα έπρεπε να είναι «αντικειμενικά εύλογη.» Πως οριζόταν αυτό το εύλογο καθιερώθηκε από τη δίκη του 1989, «Γράχαμ εναντίον Κόνορ»: Από τη σοβαρότητα του εγκλήματος, αν ο ύποπτος αντιστέκεται ή προσπαθεί να διαφύγει και πάνω από όλα αν αποτελεί απειλή για την ασφάλεια των αξιωματικών ή των άλλων. Όλα αυτά φάνηκαν να περιορίζουν την αστυνομική βία – ακόμη και αν τελικά ο αξιωματικός Χάιμαν δεν παραπέμφθηκε ποτέ για το θάνατο του Έντουαρντ Γκάρνερ (!)

«Αντικειμενικά εύλογο» – τι θα μπορούσε να είναι λάθος σε αυτό; Στην πράξη όμως στα δικαστήρια το «αντικειμενικό εύλογο» είναι αδύνατο πλέον να διαχωριστεί από τις υποκειμενικές αποφάσεις πανικόβλητων αστυνομικών. Τα αμερικάνικα δικαστήρια βασίζονται γενικά στην προσωπική αξιολόγηση της απειλής των αστυνομικών εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η ανάλυση του Γκράχαμ ουσιαστικά απαγορεύει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της απόφασης του αστυνομικού να χρησιμοποιήσει θανάσιμη βία: καμία εκ των υστέρων εξέταση δεν επιτρέπεται και δίνεται μεγάλο βάρος στην περιγραφή των γεγονότων από τον αστυνομικό, ακόμη και αν επιστημονικά αποδεικνύεται λανθασμένη. Τέτοια ήταν η περίπτωση των αστυνομικών από το Μπέρκλεϊ του Μιζούρι, Ρόμπερτ Πάικουτόφσκι και Κιθ Κιρτσόφσκι, οι οποίοι το 2000 πυροβόλησαν θανάσιμα τους Έρλ Μάρεϊ και Ρόναλντ Μπίσλι, από φόβο πως το αυτοκίνητο των θυμάτων κυλούσε προς το μέρος τους. Η εγκληματολογική έρευνα έδειξε πως το όχημα δεν ολίσθαινε στην πραγματικότητα προς το μέρος των αξιωματικών τη στιγμή των πυροβολισμών – αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για το ένορκο δικαστικό συμβούλιο του της κομητείας του Σεντ Λούις ώστε να παραπέμψει τους δύο αστυνομικούς.

Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι ειδικοί του νόμου παρατηρούν ότι «υπάρχει ένα ενσωματωμένο περιθώριο για την αστυνομία και το ίδιο το εύρος αυτού του περιθωρίου είναι ο λόγος που οι εγκληματικές κατηγορίες ενάντια στην αστυνομία είναι τόσο σπάνιες», όπως μας εξηγεί και ο Γουόλτερ Κατζ, ένας δικηγόρος που ασχολούταν με την αστυνομική αμέλεια στο Γραφείο Ανεξάρτητης Επιθεώρησης του Λος Άντζελες, μέχρι αυτό να διαλυθεί φέτος τον Ιούλη. Σύμφωνα με τον Ίργουιν Τσεμερίνσκι, κοσμήτορα της Νομικής Σχολής Ιρβάιν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, οι πρόσφατες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αποτελούν δρόμο προς τη δικαιοσύνη αλλά εμπόδια στην απόδοση ευθυνών στην αστυνομία για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η προσωπική εκτίμηση της απειλής από ένα αστυνομικό επηρεάζεται συνήθως από το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 270 με 310 εκατομμύρια όπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δείτε για παράδειγμα την αδυναμία του ένορκου δικαστικού συμβουλίου να παραπέμψει τους αστυνομικούς που πυροβόλησαν θανάσιμα τον Τζον Κρόφορντ ΙΙΙ, το μαύρο νεαρό που κρατούσε ένα αεροβόλο σε πολυκατάστημα του Μπίβερκρικ, στο Οχάιο. Σε μια χώρα που οι πυροβολισμοί είναι συνηθισμένο φαινόμενο, που τα όπλα είναι διαθέσιμα σε πολυκαταστήματα και που ψεύτικα όπλα τα οποία μοιάζουν πολύ με τα αληθινά πωλούνται στο ίδιο κατάστημα, οι φόβοι των αστυνομικών θεωρήθηκαν τόσο δικαιολογημένοι, ώστε να μη βρεθεί από το ένορκο δικαστικό συμβούλιο κανένας λόγος παραπομπής τους σε δίκη. Έτσι λειτουργεί η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου για την αστυνομική βία και ήταν στο πλευρό του αξιωματικού Σον Ουίλιαμς έτσι όπως και τώρα βρέθηκε να είναι στο πλευρό του Ντάρεν Ουίλσον. Δεδομένου του σεβασμού και του περιθωρίου που είναι ενσωματωμένο στο νόμο «υπάρχει απλά μια υποβόσκουσα παραδοχή πως ο αστυνομικός δεν προέβη σε εγκληματική ενέργεια», αναφέρει ο Κατζ.

Το πρώτο βήμα λοιπόν για να «ελέγξουμε» την αστυνομία είναι να εγκαταλείψουμε μια και καλή την φαντασίωση ότι ο νόμος είναι στο πλευρό μας. Ο νόμος είναι ξεκάθαρα στο πλευρό της αστυνομίας που πυροβολεί άοπλους πολίτες.

 image

Γ. Το άρρωστο αστείο του αυτοελέγχου 

Η θανατηφόρα χρήση της αστυνομικής εξουσίας συνήθως πυροδοτεί μια εσωτερική αστυνομική έρευνα για να διευκρινιστεί αν παραβιάστηκαν οι κανόνες της υπηρεσίας. Οι κανονισμοί και ο νόμος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Για παράδειγμα: το κεφαλοκλείδωμα με το οποίο έπνιξε ο Ντάνιελ Πανταλίο, αστυνομικός από τη Νέα Υόρκη, τον Έρικ Γκάρνερ, τον οποίο υποπτεύονταν για λαθρεμπόριο τσιγάρων, πέρυσι τον Ιούλη στο Στάτεν Άιλαντ. (Το συμβούλιο των ενόρκων δεν έχει ακόμη αποφανθεί για αυτή την υπόθεση.) Το κεφαλοκλείδωμα δεν απαγορεύεται από το νόμο αλλά απαγορεύεται από τον κανονισμό της Αστυνομίας. Η παράβαση θα έχει κάποια υπηρεσιακή ποινή, από απώλεια ημερών άδειας μέχρι και απόλυση, αλλά συνήθως οι ποινές αυτές είναι μετριοπαθείς, αν όχι ανύπαρκτες.

Τι συμβαίνει με τις εσωτερικές έρευνες; Στην τηλεόραση είναι επιθετικές και αμείλικτες. Στην πραγματική ζωή τείνουν να προστατεύουν την Αστυνομία από σημαντικές εξωτερικές κυρώσεις. «Σταμάτησα να συνεργάζομαι με το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων πριν από δέκα χρόνια» λέει ο Τζέισον Λέβενθαλ, ένας πρώην βοηθός Εισαγγελέα στο Ρίτσομντ, του Στέιτεν Άιλαντ, ο οποίος τώρα δουλεύει σα δικηγόρος ατομικών δικαιωμάτων, μηνύοντας συχνά την αστυνομία. «Οι Εσωτερικές Υποθέσεις δε θα δικαιώσουν ποτέ τον ισχυρισμό περί  αστυνομικής ασυδοσίας. Κρύβουν μάρτυρες, εκφοβίζουν μάρτυρες. Η μόνη περίπτωση που συνεργάζομαι μαζί τους είναι όταν ξέρω ότι τα χέρια τους είναι δεμένα.»

Και υπάρχει κανένα αποτελεσματικό πολιτικό σύστημα επίβλεψης σε οποιοδήποτε μεγάλο αστυνομικό τμήμα των ΗΠΑ; Κανείς από όσους πήρα συνέντευξη για αυτό το άρθρο δεν μπορούσε να κατονομάσει έστω ένα. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης Παραπόνων της Νέας Υόρκης κατά καιρούς κόβει ημέρες άδειας από αστυνομικούς αλλά δεν έχει πραγματική δύναμη. Ακόμη και εργαζόμενοι στο Σωματείο Ατομικών Ελευθεριών της Νέας Υόρκης μου είπαν πάνω κάτω ότι είναι άχρηστοι. «Δεν έχω καμία πίστη στο Συμβούλιο Επιθεώρησης Παραπόνων ή τις Εσωτερικές Υποθέσεις ή οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό μηχανισμό» δηλώνει ο Ρον Κουμπάι, ένας δικηγόρος ατομικών δικαιωμάτων στη Νέα Υόρκη. Οι καταγγελίες πολιτών σπάνια εμποδίζουν την καριέρα ενός αξιωματικού. Στη Νέα Υόρκη οι καταγγελίες του Συμβουλίου Επιθεώρησης Παραπόνων δεν μπαίνουν καν στον φάκελο του αστυνομικού, λέει ο Κουμπάι. «Το σωματείο των αστυνομικών λέει απλά πως όσο πιο  επιθετικοί είναι κάποιοι αστυνομικοί τόσες περισσότερες καταγγελίες θα έχουν.»

Η απόλυση ενός αστυνομικού με ιστορικό καταχρηστικής συμπεριφοράς είναι συνήθως εξαιρετικά δύσκολο και μπορεί να φέρει μεγάλο πολιτικό κόστος. Τα σωματεία των αστυνομικών, που έχουν καταφέρει να αποφύγουν την αγανάκτηση που υπάρχει προς άλλα σωματεία του δημόσιου τομέα, παίζουν συνήθως σημαντικό ρόλο στην τοπική πολιτική και έχουν τη δυνατότητα να πληγώσουν πολιτικά οποιονδήποτε πολιτικό τους αντιτεθεί. (Θυμηθείτε την περίπτωση που η Σάρα Πέιλιν(!) προσπάθησε να απολύσει ένα πολιτειακό αστυνομικό και πρώην γαμπρό της που είχε δήθεν τραμπουκίσει την αδερφή της.)

Η πραγματικότητα είναι, πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί η αστυνόμευση της αστυνομίας από την ίδια την αστυνομία και ο αυτοέλεγχος είναι σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην επεξεργασία πουλερικών ή την εξόρυξη άνθρακα, απλά ένα άρρωστο αστείο.

image

Γράφει: Chase Madar
Μετάφραση- επιμέλεια: Δανάη Κυρλή – Kοινωνία + Κινήματα
Πηγή: Το Περιοδικό